Οι μορφές του «ντιβίνο» στα δόντια του Λεβιάθαν



Το μέγα φως του Δομήνικου, που κατηύγασε την πόλη των Αθηνών επί τρεις μήνες, σβήνει αύριο. Περισσότεροι από 400.000 Ελληνες θα κρατήσουν για πολύ καιρό στα μάτια τους και στην ψυχή τους την ιλαρή ανταύγεια από τα πνευματικά του οράματα. Ο νόστος του Θεοτοκόπουλου προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση, σφραγίζοντας τον αιώνα και τη χιλιετία με ένα χαρμόσυνο μήνυμα: η μεγάλη, η αληθινή τέχνη, κιβωτός των ακατάλυτων αξιών του ανθρωπισμού, δεν έχασε τη μαγνητική της δύναμη, δεν έπαψε να λειτουργεί ως θεραπευτικό αντίδοτο της ασκήμιας, της βαρβαρότητας, της εύκολης διασκέδασης. Και οι Ελληνες απέδειξαν άλλη μία φορά πως διψούν για τα μεγάλα και τα ωραία, φτάνει να τους τα προσφέρουμε και πως ξέρουν να τιμούν έναν ζωγράφο που ύψωσε το όνομα της χώρας του στο παγκόσμιο στερέωμα της τέχνης: τον El Greco, τον Ελληνα.


Αποχαιρετώντας την έκθεση «El Greco, ταυτότητα και μεταμόρφωση», θα καταθέσω εδώ σαν στεφάνι από αγριελιά μερικές σκέψεις που μου ενέπνευσε ένα από τα αριστουργήματα της έκθεσης: η Προσκύνηση του ονόματος του Ιησού ή η Αλληγορία της Ιερής Συμμαχίας (1577-1580). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το θέμα της έξοχης αυτής συμφωνίας του Γκρέκο με τον οραματικό και εσχατολογικό χαρακτήρα έχει άμεση σχέση με την Ιερή Συμμαχία, που οδήγησε στις 7 Οκτωβρίου του 1571 στον θρίαμβο των χριστιανικών δυνάμεων κατά των Τούρκων στη ναυμαχία του Λεπάντε (Ναυπάκτου). Η ευχαριστήρια δέηση που αναπέμπουν προς το όνομα του Ιησού οι πρωταγωνιστές της Ιερής Συμμαχίας γονυκλινείς στο πρώτο επίπεδο του πίνακα το επιβεβαιώνει: ο Φίλιππος Β’ με τα μαύρα, ο δόγης της Βενετίας Αλβίζε Μοτσενίγο με το χρυσοκίτρινο ιμάτιο το στολισμένο με την ερμίνα, ο πάπας Πίος Ε’ με το πλούσιο άμφιο και τα κόκκινα γάντια του ποντίφικα και πιθανότατα αφηρωισμένος, αφού είχε ήδη πεθάνει, ο Ντον Χουάν ντ’ Αούστρια, ετεροθαλής αδελφός του Φιλίππου Β’ και αρχηγός του χριστιανικού στόλου στη ναυμαχία. Τον βλέπουμε ντυμένο σαν ρωμαίο αξιωματικό ν’ ακουμπά με τα δυο του χέρια πάνω στο νικητήριο ξίφος. Στη μάχη αυτή, όπου έχασε το χέρι του ο Θερβάντες, πρωταγωνίστησε και ένας ανιψιός του Ντον Χουάν, εγγονός του Καρόλου Ε’, ο δούκας της Πάρμας Αλέξανδρος Φαρνέζε, ανιψιός του Καρδινάλιου Αλέξανδρου Φαρνέζε που φιλοξενούσε τον Γκρέκο στη Ρώμη. Μήπως πρέπει να αναζητήσουμε την προσωπογραφία του σ’ ένα από τα πρόσωπα που περιβάλλουν τους πρωταγωνιστές της Ιερής Συμμαχίας; στον νέο με τα πράσινα, ίσως, που στρέφεται προς τον Ντον Χουάν, μια και ήταν συγγενείς, φίλοι και συναγωνιστές; Ο σκοπός μου δεν είναι να εισδύσω στα μυστήρια της εικονογραφίας ούτε να αναλύσω τη μορφολογία μιας σύνθεσης που συνδυάζει τον μανιεριστικό χώρο με τους αφηγηματικούς εγκιβωτισμούς της βυζαντινής έκφρασης.


Συνεχίζοντας έναν προβληματισμό που ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια απ’ αυτό εδώ Το Βήμα, θα καταθέσω τις εντυπώσεις μου για τον διάλογο που μου φαίνεται ότι προτείνει το αινιγματικό τούτο έργο με την τέχνη του μεγάλου αντίτεχνου του El Greco, του Μιχαήλ Αγγέλου. Αντίτεχνος, γιατί; θα αναρωτηθεί ο αμύητος αναγνώστης. Θα επαναλάβω το ανέκδοτο που διέσωσε ο ρωμαίος χρονικογράφος Τζούλιο Μαντσίνι. Γράφοντας για τους καλλιτέχνες της Ρώμης, λίγο μετά τον θάνατο του Γκρέκο και περίπου τρεις δεκαετίες μετά την αναχώρηση του έλληνα ζωγράφου από την αιώνια πόλη, αφού επαίνεσε τον ζωγράφο «που από πολλήν εκτίμηση τον φώναζαν ο Ελληνας» (il Greco), αναφέρει ένα επεισόδιο που έχει προκαλέσει απέραντα σχόλια: «Τον καιρό που σκεπάζανε μερικές μορφές της Δευτέρας Παρουσίας του Μιχαήλ Αγγέλου, που ο Πίος Ε’ τις είχε βρει άσεμνες για το μέρος όπου βρίσκονταν, (ο Γκρέκο) είπε άξαφνα πως, αν ρίχνανε κάτω όλο το έργο, θα το έκανε ο ίδιος με τιμή, με σεμνοπρέπεια και όχι κατώτερο σε ζωγραφική ποιότητα». Σύμφωνα με τον Μαντσίνι, ο ασεβής και προκλητικός λόγος του Γκρέκο τού στοίχισε την αναχώρησή του από τη Ρώμη. Σήμερα γνωρίζουμε πως ο κρητικός ζωγράφος είχε άλλους σοβαρότερους λόγους για να φύγει για την Ισπανία, αλλά ο ασεβής λόγος έμελλε να επιβεβαιωθεί, και μάλιστα όχι μόνο μία φορά στο μέλλον. Το 1611, όταν τον επισκέφτηκε ο σεβιλλιάνος ζωγράφος και θεωρητικός Πατσέκο, μελλοντικός πεθερός του Βελάσκεθ, τον άκουσε με κατάπληξη να λέει για τον divino: «Ο Μιχαήλ Αγγελος ήταν καλός άνθρωπος, αλλά δεν ήξερε να ζωγραφίζει». Στα παρασελίδια σχόλια δύο έργων της βιβλιοθήκης του Γκρέκο που σώθηκαν οι δογματικές αυτές απόψεις μετριάζονται: ο ζωγράφος της Σιξτίνας υπήρξε λαμπρός γλύπτης, απαράμιλλος σχεδιαστής και αρχιτέκτονας, αλλά δεν γνώριζε από χρώμα, δεν ήξερε την τέχνη της προσωπογραφίας και δεν ήταν οικουμενικός καλλιτέχνης, αφού περιφρονούσε το τοπίο και κάθε τι που ήταν ξένο προς το ανθρώπινο σώμα.


Στο παλαιότερο άρθρο μας είχαμε διερευνήσει την οφειλή του Γκρέκο στον Μιχαήλ Αγγελο στο χρώμα και πιο συγκεκριμένα στα οξύφωνα και απρόβλεπτα χρωματικά σχήματα, στις συγκρουόμενες αρμονίες, που μας αποκάλυψε ο πρόσφατος καθαρισμός των νωπογραφιών της οροφής της Σιξτίνας. Πράγματι, στις πρώιμες δημιουργίες του Δομήνικου στο Τολέδο, στα εικονοστάσια του Αγίου Δομηνίκου του Παλαιού, στο Μαρτύριο του Αγίου Μαυρικίου, που ζωγραφίστηκε για λογαριασμό του Φιλίππου Β’, αλλά και στην Αλληγορία της Ιερής Συμμαχίας, που εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη και που έγινε επίσης για το Εσκοριάλ, οι πλούσιες, πολύχρωμες, απρόβλεπτες αρμονίες επαληθεύουν τη μαγγανεία που άσκησε πάνω του η θέαση των φρέσκων του Μιχαήλ Αγγέλου, όπως τα βλέπουμε σήμερα μετά τον καθαρισμό. Βέβαια, η πινελιά και η τεχνική είναι βενετσιάνικη, δεν έχει σχέση με το ξηρό τοπικό χρώμα του Φλωρεντινού, που ο Γκρέκο περιφρονούσε. Ποτέ άλλοτε όμως δεν θα χρησιμοποιήσει πιο πλούσια γκάμα και πιο τολμηρές αρμονίες.


Η Αλληγορία κρύβει εν τούτοις και μια άλλη πιο εύγλωττη μαρτυρία για τις πικραγαπητικές σχέσεις του Γκρέκο με τον «θείο» Μιχαήλ Αγγελο που τον τίμησε άλλοτε, εισάγοντας την προσωπογραφία του σε πρόδηλη θέση στον Διωγμό των Εμπόρων (1570-73, Μινεάπολη, ΗΠΑ), πλάι στους άλλους δασκάλους του, τον Τιτσιάνο, τον Κλόβιο, τον Ραφαήλ(;). Στον πίνακα της Αλληγορίας, μέσα στο στόμα του Λεβιάθαν, όπου συνωθούνται οι άπιστοι, ριγμένοι στα σαγόνια της Κόλασης, όλες οι μορφές είναι αντλημένες από τα έργα του Μιχαήλ Αγγέλου. Αναγνωρίζουμε τον Μίνωα της Δευτέρας Παρουσίας, δύο από τους σκλάβους, που προορίζονταν για τον τάφο του πάπα Ιουλίου Β’, μια ξαπλωτή μορφή, που δεν είναι άλλη από την Ημέρα από τους τάφους των Μεδίκων στη Φλωρεντία. Η ίδια μορφή έχει εμπνεύσει στον Γκρέκο ένα ξακουστό σχέδιο, που βρίσκεται σήμερα στο Μόναχο (Κρατική Συλλογή Γραφικών Τεχνών). Και δεν είναι μόνο η τυπολογία των μοτίβων και των στάσεων που παραπέμπει στις μορφές του Μιχαήλ Αγγέλου, αλλά και η πλαστική αντίληψη της φόρμας, η ανατομία, το γλυπτικό πλάσιμο των όγκων. Οι αθλητικές πλάτες που αποκαλύπτουν οι πεπτωκότες αμαρτωλοί θυμίζουν τους γυμνούς εφήβους της οροφής της Σιξτίνας, όπου ανιχνεύεται η επίδραση του ελληνιστικού κορμού Μπελβεντέρε.


Η σχέση των κολασμένων με έργα του Μιχαήλ Αγγέλου επισημάνθηκε ήδη από τον ιστορικό της τέχνης Παύλο Ιωαννίδη σε ανακοίνωσή του που δημοσιεύεται στα πρακτικά του Συνεδρίου (El Greco of Crete, Δήμος Ηρακλείου, 1995, σ. 206). Αραγε, η ταύτιση των κολασμένων, που τιμωρούνται ριγμένοι στα δόντια του Λεβιάθαν, με τις μορφές και το ύφος του Μιχαήλ Αγγέλου να αποτελεί ακόμη μια έμμεση αλλά εύγλωττη κρίση του Κρητικού για τον ακαταμάχητο δάσκαλο και αντίτεχνό του;


Η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είναι καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην ΑΣΚΤ και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης.