Η ιστορία δείχνει ότι όσο πιο αυταρχικό είναι ένα πολίτευμα τόσο πιο σχολαστικά διατυπωμένο και στατικό είναι το σύστημα εκπαίδευσης που παρέχει. Οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί είναι πλήρως υπεύθυνοι για την τήρησή του και εντελώς ανεύθυνοι επί της ουσίας του. Κατά συνέπεια, σε αυταρχικά καθεστώτα ο δάσκαλος τότε μόνο παίζει τον ρόλο του, όταν, παίζοντάς τον, διακυβεύει τη θέση του ή την ελευθερία ή ακόμη και τη ζωή του. Η ελληνική ιστορία της εκπαίδευσης δείχνει ότι οι περισσότερες «μεταρρυθμίσεις» ήταν μεταρρυθμίσεις εικονικής πραγματικότητας: οι πιο ονομαστές σχεδιάστηκαν από σοφούς, στο επιτελείο τών μετόπισθεν, και πραγματοποιήθηκαν ως κείμενα καθ’ υπαγόρευσιν. Σε καμία περίπτωση το κράτος (είτε με «φωτισμένες» είτε με «σκοταδιστικές» κυβερνήσεις) δεν εμπιστεύτηκε την παραμικρή ευθύνη επί της ουσίας στον δάσκαλο. Τα σχήματα των μεταρρυθμίσεων αυτών της εικονικής πραγματικότητας έχουν οδηγήσει την εκπαίδευση στο σημερινό της επίπεδο (σωστότερο είναι να μη μιλάμε για επίπεδο αλλά για κατάσταση). Η ελληνική κοινωνία έχει μια ομόθυμη πεποίθηση για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης ­ ότι είναι πολύ χαμηλή και ότι χρειάζεται επειγόντως (επειγόντως τα τελευταία 180 χρόνια) μια αποφασιστική δράση.


Οσο η αποφασιστική δράση αποκαλείται «μεταρρύθμιση» χωρίς να ενσωματώνει στον ορίζοντα των προσδοκιών της τη μετάθεση της ευθύνης στον δάσκαλο, η μια μεταρρύθμιση θα διαδέχεται την άλλη στην προσπάθειά τους να κάνουν ένα ψόφιο άλογο να σηκωθεί κλωτσώντας το. Ας το πάρουμε απόφαση: η εκπαιδευτική διαδικασία δεν μπορεί να είναι στατική.


Είναι από τη φύση της ρευστή, κινητική, με όχι πάντοτε προβλέψιμα αποτελέσματα, αλλά πάντοτε με δυνατότητα να διορθωθεί εντός της κάθε λανθασμένη τακτική. Χρειάζεται συνεχή παραγωγή ενδορφινών και αδρεναλίνης, όχι βέβαια όπως σήμερα για να προλάβουμε και το σχολείο και το φροντιστήριο, αλλά για να οδηγήσουμε στην επιφάνεια την ανθρώπινη ουσία που θα ανάψει την πρώτη σπίθα σε κάθε παιδί για κάτι, τον έρωτα της γνώσης και τα εφόδια για να την κατακτήσει. Και ακόμη πιο σημαντικό: την αντίληψη ότι ο βίος αρχίζει στο σπίτι, αλλά ο δικαιωμένος βίος εφευρίσκεται από τον καθένα σταδιακά και επίπονα στου σχολείου το κέλυφος το προστατευμένο από της τηλεόρασης και της αγοράς την απέραντη χωματερή «προτύπων».


Το σφάλμα της επετηρίδας


Το μέγιστο σφάλμα της καθιέρωσης της επετηρίδας ως τρόπου διορισμού κάθε πτυχιούχου στην εκπαίδευση, δυστυχώς όχι μόνον ενίσχυσε την παράδοση τού επί της ουσίας ανεύθυνου δασκάλου αλλά αποτέλεσε και κατά κάποιον τρόπο δικαίωσή της. Πώς να εμπιστευθεί η υπεύθυνη Πολιτεία εκπαιδευτικό σχεδιασμό, ευθύνη, πρωτοβουλία και αυτενέργεια όταν είχε επίγνωση ότι διορίζει τους πάντες χωρίς να τους παρέχει κανένα εφόδιο παιδαγωγικής εξειδίκευσης και χωρίς να επιλέγει τους ικανότερους από αυτούς; Ακόμη και ο περίφημος νόμος του Γ. Παπανδρέου για τα πειραματικά σχολεία του 1930 που θέσπιζε ένα επαρκές για την εποχή του πλαίσιο για την «εξάσκησιν των μελλόντων να διδάξουν τα μαθήματα της ειδικότητός των» στη Μέση Εκπαίδευση, γρήγορα ατόνησε και έμεινε γράμμα κενό.


Σήμερα υπάρχει ένα νομοθετικό πλαίσιο που καταργεί την επετηρίδα και θεσπίζει όρους επιλογής των πτυχιούχων που θα γίνουν εκπαιδευτικοί. Οι όροι αυτοί απέχουν ακόμη πολύ από το να είναι ικανοποιητικοί ­ η ύπαρξή τους όμως και μόνον υποχρεώνει την Πολιτεία όχι πλέον απλώς να αναθέτει, αλλά επιτέλους να εμπιστεύεται διδακτικό έργο στους επίλεκτους. Ακόμη και με τον κίνδυνο που συνεπάγεται η προχειρότητα του πλαισίου επιλογής, αποτελεί εκ των πραγμάτων την αφετηρία για μια νέα αντίληψη σχολικής μονάδας ­ το αυτονομημένο σχολείο. Θα πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ότι η εκπαίδευση δεν είναι σχολική ποδιά που σχεδιάζει ένας επιτελικός ενδυματολόγος στα μέτρα κάποιου ιδεατού μέσου μαθητή ο οποίος θα τη φορέσει ανεξάρτητα από τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν και επικαθορίζουν τον χώρο του. Αυτός ο μαθητής δεν υπάρχει, δεν είναι πλάσμα φαντασίας κανενός παιδαγωγού, είναι απλώς μια κατασκευή που βολεύει μόνον έναν θλιβερό γραφειοκρατικό μηχανισμό γενικής διεκπεραίωσης θεμάτων, που από τη φύση τους δεν μπορεί πλέον να διεκπεραιώνονται ισοπεδωτικά, ιδίως στο σημερινό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον.


Το αυτονομημένο σχολείο


Ενα αυτονομημένο σχολείο λειτουργεί πάνω στη βάση όχι της εκτέλεσης εντολών από την κεντρική διοίκηση αλλά ως εκπαιδευτική μονάδα που διοικείται από ελεύθερους ανθρώπους, οι οποίοι διαθέτουν την κρίσιμη ποιοτική διαφορά πλαισίου από αυτήν που επικρατεί σήμερα: είναι ελεύθεροι να σχεδιάσουν το πρόγραμμα σπουδών, να επιλέξουν τα βιβλία και τα εποπτικά μέσα που θα το υποστηρίξουν, να καθορίσουν τον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών και να έχουν την ευθύνη διαδικασίας και αποτελέσματος. Μια τέτοιας έκτασης ελευθερία δεν μπορεί παρά να συγκεκριμενοποιηθεί ως βαριά ευθύνη στη συνείδηση δασκάλων και μαθητών. Οταν κάθε εκπαιδευτική ομάδα (αυτό που αποκαλείται «σύλλογος καθηγητών») διευρυμένη από εκπροσώπους των μαθητών και των γονέων έχει το μέγιστο μέρος της ευθύνης για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των παιδιών ενός σχολείου θα δει με πολύ διαφορετικό τρόπο την αποστολή της. Δεν θα φταίει πια κανένα γραφειοκρατικό επιτελείο, κανένας «άλλος» για τις συνέπειες της συγκεκριμένης στρατηγικής. Η οποία, χωρίς αγκυλώσεις, θα μπορεί να βελτιώνεται συνεχώς. Το πλαίσιο της κρατικής παρουσίας θα οριοθετείται από την εξυπηρέτηση των αναγκών σε υποδομή και προσωπικό. Ενα άλλο πλαίσιο, σε τοπικό επίπεδο, θα εγγυάται τον συντονισμό των μονάδων μιας περιοχής, την ανταλλαγή πληροφοριών, την οργάνωση διασχολικής ενημέρωσης με θεσπισμένα συνέδρια παρουσίασης της ετήσιας δραστηριότητας κάθε σχολικής μονάδας, συζήτησης και αξιολόγησής της σε τοπικό επίπεδο. Το απόσταγμα θα παρουσιάζεται, θα συζητείται και θα αξιολογείται σε εθνικό επίπεδο. Ετσι, όλοι θα γνωρίζουν τι γίνεται αλλού και τι από αυτό που γίνεται αλλού μπορεί να αξιοποιηθεί στον τόπο και στη σχολική μονάδα.


Μπορώ να μαντέψω διάφορες αντιρρήσεις για ένα τέτοιο πλαίσιο ­ μία όμως δεν μπορεί να ευσταθεί σε καμία περίπτωση, αυτή της αβελτηρίας και της έλλειψης υπευθυνότητας του συλλογικού σώματος που θα διοικεί την κάθε αυτονομημένη σχολική μονάδα. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι δέκα, είκοσι, τριάντα άνθρωποι θα είναι όλοι ανάξιοι να υπηρετήσουν το συμφέρον των παιδιών. Και μόνο το κλίμα της ευθύνης που θα βρίσκεται στους ώμους τους θα τους καταστήσει άξιους να τη διαχειριστούν.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.