Ο αστυνομικός κριός, πληροφορούσε το ρεπορτάζ από το μέτωπο, εκπολιόρκησε την πύλη του 1ου και 2ου Λυκείου Ζωγράφου, αλλά η επιχείρηση στα ενδότερα των κτιρίων απέτυχε οικτρά γιατί οι ελεύθεροι πολιορκημένοι είχαν κατοχυρώσει τις πόρτες με τα, έτσι και αλλιώς, άχρηστα θρανία. Αλλού οι νεαροί μαχητές, με έναν εμπνευσμένο ελιγμό που θα πρέπει να μελετηθεί εμβριθώς στις στρατιωτικές ακαδημίες του αρχόμενου αιώνος, κλείδωσαν την καθηγητική δημογεροντία μέσα στο σχολείο. Το χάνι της Γκράβας συνεχίζει να γράφει ιστορία. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση οσονούπω ισοφαρίζει το ρεκόρ του Μάικλ Τζάκσον σε λίφτινγκ, η ΟΛΜΕ οργανώνει πανελλήνια έκθεση με τους συνδικαλιστικούς σκελετούς που χρόνια έκρυβε στις ντουλάπες της και η Σύγκλητος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου δημοσιοποιεί τη νιοστή αντιμεταρρύθμιση των αντιμεταρρυθμίσεων.


Αλλά όποιος νομίσει ότι οι επόμενες παράγραφοι του παρόντος κειμένου προσθέτουν άλλη μια ιερεμιάδα για το μαύρο χάλι της εγχώριας δημόσιας εκπαίδευσης προτρέχει. Είναι πολύ πιθανόν ότι στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα (για να μην πάμε παραπέρα) οι ανάπηροι και τα θύματα αυτού του εκπαιδευτικού πολέμου θα είναι αρκετοί για να διοργανώσουν τις δικές τους παρελάσεις, αλλά θα ήταν μάλλον απλουστευτικό να χρεωθεί η «συμφορά» αποκλειστικά στη σημερινή κατάσταση με τη μαθηματική βεβαιότητα ότι: μεταρρύθμιση 1998 συν αντιμεταρρύθμιση 1999 ίσον απορρύθμιση εις το άπειρον. Γιατί αν έτσι είχαν τα πράγματα, η βρετανική, λόγου χάριν, δημόσια εκπαίδευση, που δεν γνώρισε ποτέ τα ποικίλα «made in Greece» που προανέφερα, δεν θα προλάβαινε να μετράει παιδιά-θαύματα και υποψήφιους νομπελίστες. Αντί γι’ αυτό μετράει και εκείνη τους δικούς της αναπήρους.


Το θρίλερ της στατιστικής


Μια επιτροπή «σοφών» δημοσιοποίησε πριν από μερικές εβδομάδες τα αποτελέσματα μιας εκτεταμένης και προσεκτικής μελέτης με τη μορφή ενός τεύχους-οδηγού υπό τον τίτλο «Sense and Worth». Ο πρόλογος του κειμένου αποτελεί μνημείο τραγικής ειρωνείας. Διαδοχικές κυβερνήσεις, αναφέρει, έχουν διακηρύξει ότι η παιδεία αποτελεί πρώτη εθνική προτεραιότητα. Αυτό το ανέκδοτο το ξέρουμε και εμείς ­ πάμε παρακάτω. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει, όλα τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη επιβεβαιώνουν ότι οι πνευματικές και διανοητικές δεξιότητες των μαθητών υφίστανται συνεχή έκπτωση από το 1980. Για παράδειγμα, το επίπεδο χρήσης του λόγου στη δεκαετία του ’80, χωρίς να είναι επίζηλο, είναι πολύ καλύτερο από αυτό που καταγράφεται για τη δεκαετία του ’90. Το θρίλερ αρχίζει με τις στατιστικές λεπτομέρειες: οι μισοί από τους μαθητές ηλικίας 13-14 ετών δεν καταφέρνουν να γράψουν αξιοπρεπώς μια συντακτικά ολοκληρωμένη πρόταση· οι ακυρολεξίες θρασομανούν· η ανορθογραφία παραμορφώνει και τις πιο κοινές λέξεις· τα σημεία της στίξης και τα κεφαλαία, όταν εμφανίζονται ως «γκεστ σταρ», ακολουθούν τους νόμους της κβαντοφυσικής παρά της λογικής. Υπάρχουν και άλλα σκαλιά στου κακού τη σκάλα. Ενας στους πέντε μαθητές αυτής της ηλικίας αλλά και μεγαλυτέρων ηλικιών δυσκολεύεται να διαβάσει τα δρομολόγια στις στάσεις των λεωφορείων ­ έχουν όμως, ευτυχώς, αποστηθίσει τον αριθμό της σαββατιάτικης γραμμής που τους μεταφέρει στα άντρα των «μπέμπηδων» και των «κανονιέρηδων».


Το βασικό πόρισμα της έρευνας είναι ότι «η σημερινή κοινωνία δεν περιμένει πλέον από τα παιδιά να έχουν ανεξάρτητη, λογική και αναλυτική σκέψη» και ότι «η σύγχρονη κοινωνία των «Φιλισταίων» δίνει χαμηλή προτεραιότητα σε μαθήματα πνευματικής καλλιέργειας, τα οποία στο παρελθόν αποτελούσαν βασικά συστατικά του εκπαιδευτικού curriculum». Οι συντάκτες του κειμένου ψηλαφούν την αιτία του κακού σε πρακτικιστικούς και ιδεολογικούς αναπροσανατολισμούς της σύγχρονης βρετανικής κοινωνίας. Είκοσι ή 30 χρόνια νωρίτερα θα είχαν πιθανότατα μιλήσει ρητά για έλλειμμα ανθρωπιστικής παιδείας. Τώρα κάνουν δειλά μόνο νεύματα προς αυτήν την κατεύθυνση, και η «τολμηρότερη» ένστασή τους αφορά την απουσία, τόσο μέσα στο σχολείο όσο και στην ευρύτερη κοινωνία, σχετικών ερεθισμάτων. Πιστεύω ότι η ισχνότητα, ή ακόμη και η κρυψίνοια, αυτού του κειμένου ως προς το «διά ταύτα» αποτελεί τρανό σύμπτωμα μιας βαθύτερης αμηχανίας που ήδη παίζει και, ως φαίνεται, θα παίξει τον ρόλο της στις εκπαιδευτικές επιλογές του νέου αιώνα.


Η λεγόμενη ανθρωπιστική παιδεία είναι συναρτημένη με την έννοια των κλασικών «κανόνων», δηλαδή με μια παρακαταθήκη πνευματικών προϊόντων τα οποία, σύμφωνα με ένα ευρύ consensus «σοφών», ενσωματώνουν με παραδειγματικό, θεματικά και αισθητικά, τρόπο τις αξίες μιας συγκεκριμένης πολιτισμικής παράδοσης. Ετσι, για παράδειγμα, ο παραδοσιακός δυτικός «κανόνας» είναι αδιανόητος χωρίς τον Ομηρο, τον Πλάτωνα, τον Βιργίλιο, τον Δάντη, τον Σαίξπηρ, τον Μιχαήλ Αγγελο, τον Μπετόβεν κτλ. Η παιδευτική αξία και χρήση του «κανόνα», αυτονόητη σε ένα μονοπολιτισμικό καθεστώς, γίνεται προβληματική όταν μια κοινωνία εκ των πραγμάτων προωθεί το πολυπολιτισμικό μοντέλο. Οι σχετικές διορθωτικές κινήσεις στην αμερικανική πανσπερμία δημιούργησαν χώρο για φάμπρικες με «Μαύρες Αθηνές» και αφροαμερικανούς «κλασικούς», αλλά η υποκείμενη ευαισθησία και επιβαλλόμενη είναι και ενάρετη ­ και έχει βρει καλή υποδοχή σε άλλες δυτικές κοινωνίες.


Πολίτες του κόσμου


Η διεύρυνση της πολιτισμικής δεκτικότητας, που αποσταθεροποιεί τον δυτικό «κανόνα», δεν είναι άσχετη με το νέο καθεστώς που δημιουργεί ο γιγαντισμός των μέσων μαζικής επικοινωνίας και τα ηλεκτρονικά διαδίκτυα, τα οποία σήμερα αυξάνουν συστηματικότερα και αμεσότερα τις οικουμενικές γνωριμίες μας. Για πρώτη φορά το «είμαι πολίτης του κόσμου» δεν αποτελεί ευχολογική παρόρμηση αλλά περιγραφή μιας καινούργιας συμμετοχικής ψυχολογίας που υποθάλπεται από το «χάιγουεϊ» της πληροφορικής και την πύκνωση των πάσης φύσεως αλληλεξαρτήσεων. Τα συγκοινωνούντα χρηματιστηριακά δοχεία είναι ένα εύληπτο παράδειγμα· η οικολογική εγρήγορση, που δεν είναι πια απλώς ζήτημα εγχώριας υγιεινής, είναι ένα άλλο. Κάποτε ο κόσμος μάς επισκεπτόταν ως παθητικούς δέκτες· τώρα ανοιγόμαστε προς τον κόσμο ως ενεργοί μέτοχοι. Και παρ’ όλο που όλα αυτά μοιάζουν να είναι συνοδά συμπτώματα τής, θεοποιημένης και εξίσου αβασάνιστα δαιμονοποιημένης, παγκοσμιοποίησης της αγοράς, εκτός από τα οικονομικά κεφάλαια εδώ διακυβεύονται και τα «συμβολικά κεφάλαια» της κουλτούρας.


Για να μιλήσουμε πρακτικά, οι νέες αυτές συνθήκες επιβάλλουν την αναπροσαρμογή της ανθρωπιστικής μας συνείδησης ώστε αυτή, ξεπερνώντας παλαιά άγχη και ενοχές, να συμπεριλάβει τώρα τις παραδοσιακές «ετερότητες» και να μηδενίσει τους «αποκλεισμούς». Ο πρόσφατος συρμός των απολογιών (είτε αφορά τα ολοκαυτώματα είτε, πιο γραφικά, τις μεσαιωνικές σταυροφορίες είτε, πιο διπλωματικά, τη στήριξη της χούντας μας) αποτελεί ευδιάκριτη ένδειξη αυτής της προοπτικής φοράς των πραγμάτων. Καθώς προχωράμε με ιλιγγιώδη επιτάχυνση από μια «κουλτούρα αρχειοθέτησης» σε μια «κουλτούρα προγραμματισμού» (που βλέπει με ένα είδος μονομανίας προς το μέλλον), τέτοιες φαρδιές πλατιές χειρονομίες φιλοδοξούν να κλείσουν τους παλιούς ανοιχτούς λογαριασμούς και να διαγράψουν τα όρια του νέου ανθρωπισμού.


Μόνο οι πνευματικοί αποικιοκράτες και οι παρεμφερείς σκληροπυρηνικοί θα υποστήριζαν σήμερα ότι ο δυτικός κανόνας, ως εξ αντικειμένου και αποτελέσματος «ανώτερος», είναι σύμμετρος με την κλίμακα αυτού του νέου ανθρωπισμού. Από την άλλη μεριά μπορεί κανείς να ρωτήσει (και το ερώτημα περιμένει την πειστική του απάντηση): αυτός ο νεοπαγής ανθρωπισμός, εκτός από αγαθές προαιρέσεις, διαθέτει αυτήν τη στιγμή επαρκές πολιτισμικό βάθος (για να μην πούμε τίποτε για «κανόνα») και, κατά προέκταση, συντεταγμένη παιδευτική φιλοσοφία; Και μπορεί, συνεπώς, να ανασυντάξει τα εκπαιδευτικά curricula; Οι φανατικοί τής πέραν όχθης του Ατλαντικού, και οι ευρωπαίοι ομόλογοί τους, έχουν έτοιμο το «ναι». Αλλά νομίζω ότι πολύ περισσότεροι διατηρούν επιφυλάξεις και, κυρίως, παλεύουν με την αμηχανία που λέγαμε. Γιατί, από ό,τι φαίνεται για την ώρα τουλάχιστον, η ατζέντα των «πολυπολιτισμικών», των «πολιτικώς ορθών» και των άλλων απολογητών του νέου ανθρωπισμού, όταν δεν αναλώνεται σε σημειολογικές εχθροπραξίες τύπου «Μαύρης Αθηνάς» και «εθνομαθηματικών» περιέχει πολύ συναίσθημα, και ενίοτε μελόδραμα, και μικρή δυνατότητα διαλεκτικής αντιπαράθεσης με το πολιτισμικό πρόγραμμα (ή, αν θέλετε, τις πολιτισμικές προκαταλήψεις) του παραδοσιακού δυτικού «κανόνα». Θα το έθετα και με οξύτερο τρόπο: συχνά η συναισθηματική ακράτεια αντιστρατεύεται ευθέως τον ορθό λόγο και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ιδεολογική τρομοκρατία. Το χειρότερο: δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα είδος πολιτισμικής αφασίας.


Η «συνωμοσία» της Δύσης


Η βρετανική περίπτωση είναι και πάλι ενδεικτική. Πριν από το πόρισμα που προαναφέρθηκε, προγράμματα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με τίτλους όπως «Εκπαίδευση προς την κατεύθυνση της φυλετικής ισότητας» (Education towards Race Equality) και «Εθνοτικές σχέσεις και σχολική πράξη» (Ethnic Relations and Schooling) σάλπιζαν έφοδο (παραθέτω ακριβώς) «στο ήθος και στην κουλτούρα του λευκού μεσοαστού Αγγλοσάξονα», όπως αυτά αποτυπώνονται στα σχολικά προγράμματα. Το αποτέλεσμα, όπως το άκουσα να περιγράφεται από βρετανούς εκπαιδευτικούς, ήταν ότι σε πολλές περιπτώσεις η μαθητική αίθουσα μετατράπηκε σε εργαστήριο «πολιτικής ορθότητας» ενώ οι επιδόσεις όλων ανεξαιρέτως των μαθητών (Αγγλοσαξόνων, Ινδών, Πακιστανών κ.ά.) έπεσαν κατακόρυφα. Δεν θέλω να αμφισβητήσω ότι οι ρατσιστές πτοήθηκαν· είναι όμως επίσης βέβαιο ότι οτιδήποτε που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει δυτικό παιδευτικό «κανόνα» δύσκολα θα επιζούσε αυτής της επέλασης. Το πόρισμα απλώς περιγράφει έναν από τους πρώτους καρπούς του νέου curriculum.


Είναι αλήθεια ότι το παραδοσιακό δυτικό μοντέλο κουλτούρας και παιδείας, με τις ιδιάζουσες ουμανιστικές εμφάσεις του και με όλη τη ρητορική του περί διαχρονικής πνευματικότητας και καθολικής αισθητικής, και με τις ιστορικές συγκυρίες έχει συνωμοτήσει και ταξική συνείδηση έχει υποθάλψει και θεωρίες φυλετικής ανωτερότητας έχει νομιμοποιήσει. Αλλά, πρώτον, και ο Σατανάς μπορεί να παραπέμψει στις Γραφές, χωρίς γι’ αυτόν τον λόγο οι Γραφές να είναι εγγενώς σατανικές· δεύτερον, είναι το μόνο, όσο γνωρίζω, μοντέλο που γνωρίζει να αυτοαναιρείται και να αυτοαποδομείται διαλεκτικά, διατηρώντας ένα είδος αυτοσυνειδησιακής εγρήγορσης και ενθαρρύνοντας μια πολιτισμική νοημοσύνη η οποία μπορεί, με διαφορετικές κατά περίπτωση και συγκυρία εμφάσεις, να διαπραγματεύεται ισορροπίες ανάμεσα στην ιδεολογία, στην αισθητική και στην τεχνολογία ­ λεπτές ισορροπίες που ήδη δοκιμάζονται, που πιθανότατα θα δοκιμαστούν ακόμη περισσότερο τις επόμενες δεκαετίες και που η διατήρηση ή διαταραχή τους αποτελεί τον βαθύτερο, κατά την άποψή μου, λόγο της τρέχουσας εκπαιδευτικής αρρυθμίας και αβεβαιότητας σε μεγάλη κλίμακα. Ξέρουμε ότι τα πράγματα πρέπει να διαφοροποιηθούν· δεν είμαστε ακόμη βέβαιοι πώς και σε ποια κατεύθυνση. Θα εκσυγχρονίσουμε το κληρονομημένο δυτικό ουμανιστικό μοντέλο; Θα το αντικαταστήσουμε, αναζητώντας μιαν άλλη επιστημολογία και μιαν άλλη πολιτισμική νοημοσύνη; Μπορούμε να εκπαιδεύσουμε ανθρώπους που θα είναι οπλισμένοι με επιμερισμένες δεξιότητες αλλά που θα έχουν ακόμη τη δυνατότητα να σκέφτονται «ανεξάρτητα, αναλυτικά και λογικά»; ‘Η, μήπως, ο μεν βίος βραχύς η δε τεχνολογία μακρά, οπότε είναι προτιμότερο το πρώτο από το δεύτερο;


Η παρατεινόμενη κρίση στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση έχει ασφαλώς τις δικές της συγκεκριμένες αφορμές. Αλλά ένα μέρος τουλάχιστον της υποκείμενης αιτιολογίας έχει, πιστεύω, να κάνει με το είδος της αμηχανίας και των προβληματισμών που προσπάθησα να περιγράψω ­ άλλωστε τέτοιοι προβληματισμοί έδωσαν την πρώτη ώθηση στο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα. Γι’ αυτό όταν η ξεσηκωμένη Γκράβα, τα οκτώ, τα έξι ή τα τέσσερα μαθήματα γενικής κατεύθυνσης, τα κονκλάβια της ΟΛΜΕ, ο Γεράσιμος που κάθεται και δεν κάθεται καλά, θα αποτελούν, με όλο τον σεβασμό, απλά ιστορικά «συμβεβηκότα», το μείζον πρόβλημα θα είναι ακόμη εκεί. Τα λυκόπουλα της κ. Παπαρήγα απλώς χαίρονται με την αναμπουμπούλα. Δεν αποτελούν ούτε την πραγματική ούτε τη συνολική ερμηνεία της.


Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.