Εξι ωριαίες ταινίες με κινηματογραφικά ντοκουμέντα παρακολουθούν από κοντά τις μαρτυρίες 17 προσώπων που έζησαν ή μελέτησαν την περίοδο του Εμφυλίου. Επτά από αυτούς πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση και στον Δημοκρατικό Στρατό, πέντε πολέμησαν στις τάξεις του κυβερνητικού Εθνικού Στρατού και πέντε είναι ιστορικοί ή μελετητές αρχείων (πρόκειται για τους Μάριο Πλωρίτη, Φίλιππο Ηλιού, Βάσο Μαθιόπουλο, Μανόλη Γλέζο, Αλέξανδρο Λ. Ζαούση και Νίκο Κέντρο). Το υλικό συμπληρώνεται από τις κινηματογραφημένες ομιλίες τριών κορυφαίων ιστορικών προσωπικοτήτων της εποχής, του Γουίνστον Τσόρτσιλ, του Χάρι Τρούμαν και του Τζορτζ Μάρσαλ, καθώς και από τον ιστορικό διάλογο Τσόρτσιλ – Στάλιν που γυρίστηκε με βάση τα πρακτικά των Συνομιλιών της Μόσχας τον Οκτώβριο του 1944.


Μνήμες προσωπικές έρχονται να συναντήσουν τη συλλογική μνήμη προς αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας. Υστερα από το 60λεπτο ντοκυμαντέρ που γύρισε το 1997 για λογαριασμό της γαλλικής, της γερμανικής και της ελληνικής τηλεόρασης με θέμα τον εμφύλιο πόλεμο, ο Ροβήρος Μανθούλης στρέφει ξανά την κάμερά του στη θολή αυτή εποχή, μαζί με τον Πάνο Καραμπίνη και τον Κωνσταντίνο Μωραΐτη. Το υλικό που είχε τότε συγκεντρωθεί «μετατρέπεται» αυτή τη φορά σε μια πολύωρη σειρά που θα προβληθεί από τη ΝΕΤ και εστιάζει το «βλέμμα» της σε πρόσωπα. Πρόσωπα και των δύο παρατάξεων που μιλούν για τον Εμφύλιο με τη μορφή με την οποία αυτός «καταχωρίστηκε» στην ατομική τους ιστορία. Θα ακούσουμε, μεταξύ άλλων, τον στρατηγό Γεώργιο Κουμανάκο αλλά και τον Αλέκο Παπαγεωργίου, τον έφεδρο ανθυπολοχαγό του Δικαστικού Ιωάννη Καμπίτση αλλά και την αντάρτισσα του Δημοκρατικού Στρατού Κατίνα Δημητρίου. Στον ρόλο του αφηγητή ο Ροβήρος Μανθούλης.



Στην Ελλάδα ­ ή για την Ελλάδα ­ υπάρχει ελάχιστο κινηματογραφικό υλικό από τα πρώτα 70 χρόνια του 20ού αιώνα της. Ενώ σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης ­ αν όχι του κόσμου ­ συμβαίνει το αντίθετο. Ειδικά, κατά τον Εμφύλιο πόλεμο, κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν φρόντισε σοβαρά να καλύψει τη δράση του με κινηματογραφικές λήψεις. (Ενώ για τον ισπανικό εμφύλιο υπάρχει αφθονότατο υλικό). Και όσες ταινίες υπήρξαν, έχουν εξαφανιστεί, είτε γιατί κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τις διαφυλάξει είτε γιατί συνειδητά ­ και εγκληματικά ­ τις κατέστρεψαν αυτοί που είχαν ταχτεί να τις διαφυλάξουν.


Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι Ελληνες άργησαν πολύ να εισέλθουν στην εποχή τής επικοινωνίας. Αυτό θα το δούμε και στο πολιτικό επίπεδο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ελάχιστη επικοινωνία υπήρχε ανάμεσα στο ΕΑΜ και στις αριστερές οργανώσεις της Μέσης Ανατολής, στο ΚΚΕ και στη Μόσχα. Ο ελληνικός λαός δεν είχε ιδέα για τα όσα διαδραματίζονταν στο βουνό. Δεν είχε ιδέα για το λεγόμενο Κίνημα της Μέσης Ανατολής όταν ξεμπάρκαραν, κατά κύματα, οι Αγγλοι τον Οκτώβριο του 1944. Τα 500.000 σφυροδρέπανα που γράφτηκαν στους τοίχους της Αθήνας εκείνη την εποχή (ένα σε κάθε σπίτι) ήταν προπέτασμα ψευδαισθήσεων. Οπως ο εορτασμός των γενεθλίων του Τσώρτσιλ από τον «Ριζοσπάστη» τρεις ημέρες πριν από τη σφαγή της Πλατείας Συντάγματος. Ο κόσμος της Αριστεράς πίστευε ότι ένα αβασίλευτο σοσιαλιστικό καθεστώς, που θα έβγαινε από τις εκλογές, θα γινόταν δεκτό από τους Αγγλους. Η συμπεριφορά του αγγλικού στρατού που ακολούθησε ήταν ένα μεγάλο σοκ για τους αντιστασιακούς του ΕΑΜ, κάτι που σίγουρα έπαιξε ρόλο στο ηθικό τους κατά τη μάχη της Αθήνας. Εξάλλου, οι Ελληνες ­ αριστεροί και δεξιοί ­ δεν ήξεραν ότι ο σοβιετικός στρατός είχε σταματήσει στα ελληνικά σύνορα. Το ίδιο ανενημέρωτος ήταν, ουσιαστικά, ο ελληνικός λαός για τις επιχειρήσεις και, ιδιαίτερα για τη δράση του Δημοκρατικού Στρατού, κατά τον Εμφύλιο. Στην ουσία, ο πόλεμος έγινε ανάμεσα στα στελέχη των δύο παρατάξεων. Ο υπόλοιπος κόσμος ­ της Αθήνας και, γενικότερα, του μη μαχόμενου πληθυσμού ­ απλώς σύρθηκε ή παρασύρθηκε σε μια περιπέτεια χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Γιατί αν ο τελικός στόχος ήταν η δημιουργία ενός λαϊκοδημοκρατικού κράτους στην Ελασοκρατούμενη Ελλάδα, αυτό θα μπορούσε να γίνει στις αρχές του ’45, προτού ακόμη οι Αγγλοι και το βασιλικό κατεστημένο καταφέρουν να επιστρατεύσουν το σύνολο του λαού. Ή, τουλάχιστον, με σοβιετική στρατιωτική επέμβαση. Ούτε το ένα έγινε ούτε το άλλο.


Οι αδελφοκτόνες συγκρούσεις


Πολλοί απορούν γιατί έγινε μια σύγκρουση ανάμεσα σε συμμάχους στον αντιφασιστικό αγώνα. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι:


α. Ως και το 1939 ­ που κηρύχτηκε ο πόλεμος ­ οι μεν Ευρωπαίοι Σύμμαχοι ήταν ευχαριστημένοι με τα αντικομμουνιστικά, δικτατορικά καθεστώτα της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Ισπανίας και των περισσοτέρων χωρών της υπόλοιπης Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, στη δε Αμερική ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ήταν γερμανόφιλο.


β. Η Ελλάδα ήταν το μόνο συμμαχικό κράτος που ήταν φασιστικό πριν από τον πόλεμο. Οι Αγγλοι όχι μόνο δεν επεδίωξαν τη δημοκρατικοποίησή του αλλά ήταν και συνένοχοι της βίαιης παλινόρθωσης της μοναρχίας, που οδήγησε στη δικτατορία του Μεταξά. Σε αυτό το κράτος μόνο μπορούσαν να στηριχτούν οι Αγγλοι μετά τον πόλεμο, άσχετα αν είχε στο μεταξύ γίνει δωσίλογο. Τα δημοκρατικά αστικά κόμματα ­ αρνούμενα συνεργασία τόσο με το ΕΑΜ όσο και με τους φιλομοναρχικούς Αγγλους ­ εξαφανίστηκαν από τον αντιστασιακό αγώνα. Στο πολιτικό προσκήνιο δεν υπήρχε παρά το ΕΑΜ.


Κατά συνέπειαν, η μόνη δυνατή σύγκρουση ήταν των Αγγλων με το ΕΑΜ. Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι τη δεκεμβριανή σύγκρουση την επεδίωξαν οι Αγγλοι. Για να επιτύχουν την πολιτική συντριβή του ΕΑΜ. Τον Εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε δεν επεδίωξε κανείς. Ούτε η Εργατική κυβέρνηση που διαδέχτηκε τον ηττημένο στις εκλογές Τσώρτσιλ ούτε το ΕΑΜ. Την αποκλειστική ευθύνη φέρουν οι μεταδεκεμβριανές κυβερνήσεις που εξαπέλυσαν τη λαίλαπα της τρομοκρατίας μέσα από την οποία ξεπήδησε ο Εμφύλιος. Και ­ σε ένα βαθμό ­ ο Στάλιν που τον ανέχτηκε, ενώ είχε παραχωρήσει την Ελλάδα στην αγγλική κυριαρχία. Τον ανέχτηκε γιατί ήθελε να έχει ένα προπαγανδιστικό αντίβαρο ως προς τις δικές του ενέργειες στις χώρες που κατείχε ο σοβιετικός στρατός. Ετσι που, τελικά, ο πόλεμος μεταξύ Ανατολής και Δύσης να παραμείνει Ψυχρός, ο δε «θερμός» να περάσει μέσα από ξένα ­ ελληνικά ­ κορμιά.


Στο μεταξύ οι αδελφοκτόνες συγκρούσεις που προηγήθηκαν την Κατοχή και τον Δεκέμβρη στάθηκαν ικανές να υποθάλψουν έναν ευρύτερο Εμφύλιο. (Ο Ζέρβας και ο Βελουχιώτης ήταν εξαδέλφια. Αλλωστε έμοιαζαν κιόλας. Η τραγωδία ήταν κλασικά ελληνική). Ο Εμφύλιος όμως ­ ο πόλεμος αυτός καθαυτός έξω από τα ιδεολογικά πλαίσια ­ είναι ένα έπος (κάτι σαν τον Τρωικό Πόλεμο) στο οποίο και οι δύο μεριές δικαιούνται μερίδιο. Αν εξαιρέσουμε βέβαια τις θηριωδίες των δεξιών πάνω στον άμαχο πληθυσμό και στους αιχμαλώτους και τις βίαιες ­ εγκληματικές ­ στρατολογίες του Δημοκρατικού Στρατού. Εγκληματικές, γιατί η κυβέρνησή του δεν ήταν αναγνωρισμένη από κανένα, γιατί δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν στους στρατολογημένους ούτε μισθοδοσία ούτε φαγητό ούτε νερό ούτε υγειονομική περίθαλψη ούτε ικανή στρατιωτική εκπαίδευση ούτε την ασφάλεια της ζωής τους ούτε ανάπαυση ούτε εφεδρείες, εκτός μόνον από το να τους σέρνουν και αυτούς κυνηγημένους, αδιάκοπα, σε εξοντωτικές πορείες.


Νικητές και ηττημένοι


Ωστόσο, οι πορείες αυτές ήταν το μυστικό όπλο του Δημοκρατικού Στρατού. Πολέμησε τέσσερα χρόνια, μαχόμενος αδιάκοπα, ξεφεύγοντας αδιάκοπα μέσα από κλοιούς, ανεβοκατεβαίνοντας χιλιάδες φορές τα ίδια κατσάβραχα και τα ίδια λαγκάδια, διασχίζοντας ποτάμια, παίρνοντας με σκληρές μάχες πόλεις και βουνά που θα εγκαταλείψει αμέσως μετά, περνώντας με εκπληκτικούς ελιγμούς μέσα από τις γραμμές του εχθρού, αφήνοντας χιλιάδες θύματα πίσω του, πολεμώντας χωρίς τον φόβο του θανάτου και των στερήσεων. Και όλα αυτά για μια ιδεολογία με πολύ αβέβαιο μέλλον και χωρίς καμιά διέξοδο εκτός από την πολύ αβέβαιη επιστροφή στο καθεστώς της Βάρκιζας ή τη μόνιμη εξορία στις Ανατολικές χώρες.


Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ­ χώρια από την ένα προς δέκα αριθμητική αναμέτρηση των δύο στρατών ­ οι αντάρτες ήταν εθελοντές, ενώ οι φαντάροι του κυβερνητικού στρατού ήταν επιστρατευμένοι. Οτι οι αξιωματικοί του κυβερνητικού στρατού ήταν επαγγελματίες στρατιωτικοί, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των στελεχών του Δημοκρατικού Στρατού ήταν δάσκαλοι, δημοσιογράφοι, φουρνάρηδες, πρώην καπεταναίοι του ΕΛΑΣ, άσοι στον ανταρτοπόλεμο. Και ότι το ένα τρίτο από τους μαχητές του ήταν νεαρές κοπέλες.


Είναι άτοπο να μιλάμε για νικητές και ηττημένους του Εμφυλίου, όταν γνωρίζουμε το μέγεθος της στρατιωτικής βοήθειας που πήρε ο κυβερνητικός στρατός και, παράλληλα, το κλείσιμο των συνόρων από τον Τίτο και τη διακοπή της μόνης ουσιαστικής βοήθειας που έφθανε στους αντάρτες. Η νίκη ή η ήττα ήταν καθαρά πολιτική. Μπορούμε να πούμε ότι, στο στρατιωτικό επίπεδο, οι νικητές του Εμφυλίου ήταν τα 900 αμερικανικά μουλάρια και τα 200 αεροπλάνα που ξεφορτώθηκαν στον Πειραιά κατά τους πρώτους έξι μήνες ­ μόνο ­ του δόγματος Τρούμαν. (Χώρια οι 6.000 ασύρματοι, τα 11.000 οχήματα και τα 100 εκατομμύρια λίτρα βενζίνης, μόνο το 1948. Υπολογίζεται ότι στον κάθε ένα αντάρτη ρίχτηκαν 50.000 σφαίρες).


Ιστορική μνήμη και ιστορία


Δύο ήταν οι στρατιωτικές φυσιογνωμίες που ξεχώρισαν σε αυτόν τον πόλεμο. Ο Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου) από τη μεριά του Δημοκρατικού Στρατού, που πολέμησε στη Στερεά Ελλάδα και σκοτώθηκε το ’49 μαχόμενος ηρωικά. Και ο στρατηγός Τσακαλώτος, από την άλλη, που ήταν πανταχού παρών και έβγαζε τον κυβερνητικό στρατό από τις πιο δύσκολες καταστάσεις. Και που θα μείνει στην Ιστορία για τη συγκινητική του συνάντηση με τον Μάρκο Βαφειάδη, γύρω από ένα ποτήρι κρασί, 35 χρόνια μετά.


Τέλος, η μεγάλη τραγωδία αυτού του Εμφυλίου είναι ότι, σε τελική ανάλυση, αριστεροί στρατευμένοι πολεμούσαν αριστερούς επαναστάτες, αν δεχθούμε ­ με βάση το ένα εκατομμύριο φακέλους της Ασφάλειας ­ ότι το αντιστασιακό ΕΑΜ αποτελούσε την πλειονότητα του ελληνικού λαού, πράγμα που αναγνωρίζουν και τα γερμανικά αρχεία της Γκεστάπο αλλά και ο ίδιος ο Τσώρτσιλ. Αλλωστε, μόνο αυτή μπορεί να είναι η αιτία που κράτησε τόσο πολύ ο πόλεμος αυτός.


Πολλές ήταν οι ευκαιρίες που δόθηκαν στην ηγεσία της επαναστατημένης Αριστεράς για ειρήνευση, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Ολες τις απέρριψε ο σταλινικότερος του Στάλιν και προσωπικός φίλος τού Μπέρια Νίκος Ζαχαριάδης. Μια μεγάλη ευκαιρία προσέφερε ο Σοφούλης με τη Γενική Αμνηστία τον Σεπτέμβρη του ’47. Μια άλλη έφθασε στον Μάρκο, στα μετόπισθεν των ανταρτών, μέσα στη μεγάλη μάχη για τον Γράμμο του ’48. (Αμέσως μετά την αποπομπή του Τίτο από την Κομινφόρμ). Φαίνεται ότι ο Τίτο μεσολάβησε για να φθάσουν οι Ελληνες ­ και ίσως Αμερικανοί ­ απεσταλμένοι ως το Αρχηγείο των ανταρτών. Περιέργως, δεν υπάρχει ακόμη καμιά επίσημη διαβεβαίωση για την ακρίβεια αυτών των πληροφοριών. Κάποτε θα πρέπει να δημοσιευτούν τα αρχεία της ΚΥΠ εκείνης της εποχής. Εχουν κλείσει ήδη 50 χρόνια. Από έγκυρη ελληνική στρατιωτική πηγή, που επίσης δεσμεύεται να μιλήσει δημόσια, πληροφορηθήκαμε ­ κατά τη διάρκεια της έρευνας γι’ αυτήν την ταινία ­ ότι και μια τρίτη ειρηνευτική πρόταση μεταφέρθηκε, τις ίδιες ημέρες, με τον γνωστό Καπετάνιο του Δημοκρατικού Στρατού Γιαννούλη, ο οποίος ­ κατά την πηγή μας ­ αιχμαλωτίστηκε στη μάχη και αφέθηκε ελεύθερος για να διαβιβάσει στον Μάρκο επίσημη πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι ο Γιαννούλης κατηγορήθηκε από τους συντρόφους του για προδοσία και εκτελέστηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.


Μπορεί μια ιστορική ταινία να είναι αντικειμενική; Αντικειμενικότητα, όπως λέει ένας αμερικανός δημοσιολόγος, δεν είναι να λες όλη την αλήθεια, αλλά να μην κρύβεις τίποτε. Να μη χρησιμοποιείς επίθετα, που χρωματίζουν και αρωματίζουν τα γεγονότα. Και να φέρνεις το θετικό περιεχόμενο μιας φράσης σε σύγκρουση με το αρνητικό μιας άλλης. Αντικειμενικός κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα ­ ακόμη και ο σκηνοθέτης ­ όταν έχει ζήσει τα γεγονότα. Υπάρχει μια ιεράρχηση του καλού και του κακού. Για την αντικειμενική της ανεύρεση, ο κινηματογραφιστής έχει καθήκον να συναγωνίζεται τον ιστορικό. Ο ιστορικός ενδιαφέρεται μόνο για αποδεικτικά στοιχεία. Το κινηματογραφικό φιλμ έχει θέμα του τον άνθρωπο. Υποχρεωτικά, εκτός από τα ντοκουμέντα, θα στηρίζεται και στις μαρτυρίες, δηλαδή στη μνήμη. Στο καφενείο της Ανάφης, ο εξόριστος τότε Αρης μιλούσε για την πάλη των τάξεων. Ο ενωμοτάρχης της Χωροφυλακής που τον άκουσε, έβγαλε μια διαταγή, την επομένη, που καταργούσε την πάλη των τάξεων! (Το επεισόδιο αναφέρει ο ίδιος ο Αρης σε λόγο του στη Λαμία). Η σύγκριση των ιδεολογικών αξιών των δύο παρατάξεων είναι και αυτό Ιστορία. Κατά πόσο η ιστορική μνήμη συμβαδίζει με την Ιστορία, αυτό θα το δείξει ο χρόνος.


Ο κ. Ροβήρος Μανθούλης είναι σκηνοθέτης.