Η πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπως και όλη η υπόλοιπη χώρα, στις αρχές του 20ού αιώνα ζει ακόμη στους ρυθμούς και με τους τρόπους του προηγούμενου. Πρόκειται για ένα γενικότερο χαρακτηριστικό της βαλκανικής περιφέρειας, αν εξαιρέσουμε κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη ­ που για τον σχεδιασμό των δημόσιων κτιρίων φιλοξενεί από το 1892 έναν αρχιτέκτονα όπως ο Ιταλός Raimondo d’ Aronco ­ ή η τουρκοκρατούμενη ακόμη Θεσσαλονίκη στην οποία επιβιώνει ένα κλίμα κοσμοπολιτισμού που συνοδεύεται από οικονομική άνθηση.


Στην Αθήνα, αντίθετα, η μακρά σκιά του κλασικίζοντα εκλεκτικισμού συντηρεί ένα κλίμα στο οποίο οι ενδείξεις ανανέωσης είναι ακόμη πολύ ισχνές. Για την κατανόηση, βέβαια, των αρχιτεκτονικών φαινομένων αυτής της περιόδου είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας. Η διαμόρφωση μιας αστικής τάξης στην Ελλάδα δεν ακολούθησε διαδικασίες ανάλογες με εκείνες άλλων ευρωπαϊκών χωρών μετά τη βιομηχανική επανάσταση, όπου οι αστοί διαδραμάτισαν έναν επαναστατικό ρόλο σε αντιπαράθεση με την εκκλησία και τα μοναρχικά καθεστώτα. Μια επίφαση αστικού μορφώματος θα δημιουργηθεί στην πρωτεύουσα μόνο στη δεκαετία του ’30, για να αναχαιτισθεί με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και ουσιαστικά να ακυρωθεί κατά την άναρχη περίοδο της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης και το νέο κοινωνικό καθεστώς που υπαγορεύεται πλέον από τις πάσης φύσεως μεταπρατικές δραστηριότητες και την επιβολή των ανερχόμενων πρώην «μαυραγοριτών».


Στο πεδίο της οικονομίας και των καθημερινών συνθηκών ζωής, η αθηναϊκή πραγματικότητα των αρχών του αιώνα υστερεί επίσης αισθητά σε σχέση με τον δυτικό κόσμο. Τη στιγμή, για παράδειγμα, που το μετρό εγκαινιάζεται στη Βουδαπέστη (1896), στη Γλασκώβη (1897), στη Βιέννη (1898), στο Παρίσι (1899), στην Αθήνα δεν κυκλοφορεί ούτε ένα αυτοκίνητο, ενώ κανείς ακόμη δρόμος της πρωτεύουσας δεν είναι ασφαλτοστρωμένος. Μόλις το 1903 ολοκληρώνεται το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και η τηλεφωνική επικοινωνία εγκαινιάζεται στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Παρά τις παρατηρούμενες ενδείξεις εκσυγχρονισμού, το οικονομικό υπόβαθρο της ελληνικής κοινωνίας βρίσκεται ακόμη σε μεγάλη απόσταση όχι μόνο από τη Δυτική Ευρώπη αλλά και από ορισμένες χώρες της Ανατολικής.


Η διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής


Ως τα μέσα σχεδόν της δεκαετίας του ’20 δεν παρατηρούνται αισθητές μεταβολές στην αρχιτεκτονική της πρωτεύουσας. Το νεοκλασικό ιδίωμα του Α. Μεταξά και του Α. Χέλμη συνοδεύεται πλέον από τον εκλεκτικισμό των Α. Νικολούδη, Β. Κουρεμένου, Κ. Κυριακίδη και Β. Τσαγρή, που έχει ως κυριότερο σημείο αναφοράς τον γαλλικό ακαδημαϊσμό, ενώ δεν απουσιάζουν επιρροές από την αρχιτεκτονική της βιεννέζικης Αρ Νουβό. Οι αρχιτέκτονες αυτοί κινούνται ως επί το πλείστον στον χώρο των ιδιωτικών αναθέσεων, μεταγράφοντας στην αθηναϊκή πραγματικότητα τις ευρωπαϊκές τους εμπειρίες που σε ορισμένες περιπτώσεις μετατρέπουν σε μόδα, όπως το γνωστό «στυλ Τσαγρή» του ναυπλιώτη πολιτικού μηχανικού. Ταυτόχρονα μεταφράζουν σε κτιστό έργο τους δυτικότροπους πόθους μιας τάξης ευπόρων που περιλαμβάνει μέλη του παροικιακού ελληνισμού καθώς και ντόπιες οικογένειες, οι οποίες δεν δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή παραγωγή αγαθών. Το αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα είναι συνεπές στον «αστικό συντηρητισμό» της αθηναϊκής κοινωνίας που γύρω στα μέσα του ’20 οδηγούσε σε απόγνωση τους πρώτους απόφοιτους της αρχιτεκτονικής σχολής του αθηναϊκού Πολυτεχνείου, οι οποίοι αναζητούσαν με κάθε τρόπο διέξοδο από μια κατάσταση στείρας ακινησίας. Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι σε γενικές γραμμές η πνευματική ζωή της πρωτεύουσας δεν υπέστη επιρροές ούτε επιδίωξε ανταλλαγές με τα κινήματα των ιστορικών πρωτοποριών, οι οποίες πριν και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άλλαζαν ριζικά τον χάρτη του καλλιτεχνικού προβληματισμού στην Ευρώπη.


Τα περισσότερα από τα αξιόλογα έργα της περιόδου ανήκουν όπως είπαμε στον χώρο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Τούτο αποτελεί ένα γενικότερο χαρακτηριστικό της ελληνικής αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα, στην οποία η δημόσια παρουσία είναι προβληματική. Το επίσημο κράτος δεν κατόρθωσε ποτέ να διαμορφώσει τη δική του πολιτική στον τομέα της αρχιτεκτονικής, γεγονός που στη μεταπολεμική περίοδο οξύνθηκε σε βαθμό ουσιαστικής απουσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το δημόσιο πρόσωπο της Αθήνας-ευρωπαϊκής πρωτεύουσας και των άλλων ελληνικών πόλεων, καθορίστηκε αποφασιστικά από τον κτιριολογικό τύπο της πολυκατοικίας, από την ιδιωτική δηλαδή πρωτοβουλία χάρη στην οποία διαμορφώθηκε η αστική πραγματικότητα στην οποία ζούμε καθημερινά.


Το δράμα της αντιπαροχής


Η πολυκατοικία αναπτύχθηκε ραγδαία στην Αθήνα τη δεκαετία του ’30, μετά τη νομοθετική ρύθμιση «περί οριζοντίου ιδιοκτησίας» του 1929, και πραγματοποιήθηκε με βάση ένα «λαϊκό ρασιοναλισμό» που αποτελεί μοναδικό φαινόμενο διάδοσης της γλώσσας του μοντέρνου κινήματος σε ανάλογη κλίμακα διεθνώς. Τούτο οφείλεται σε οικονομικούς λόγους «ευκολία χρήσης του οπλισμένου σκυροδέματος» αλλά κυρίως στον πόθο του εκσυγχρονισμού που χαρακτηρίζει πλέον το πιο προοδευτικό τμήμα της αθηναϊκής κοινωνίας και που εκφράζεται επίσης πολύ πειστικά στον χώρο της ιδιωτικής κατοικίας. Οι εύποροι αστοί επιζητούν τις υπηρεσίες των μοντέρνων αρχιτεκτόνων και μηχανικών, ενώ πραγματοποιούν τα κτίρια σε ιδιόκτητα οικόπεδα. Εδώ σκοπεύουν να εγκατασταθούν οι ίδιοι και ταυτόχρονα να εκμεταλλευθούν το υπόλοιπο του ακινήτου. Εχουν κατά συνέπεια τη δυνατότητα της άμεσης επένδυσης και παρακολουθούν προσωπικά την ποιότητα και την αισθητική του κτιρίου. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται η καίρια διαφορά με τη μεταπολεμική πραγματικότητα της αντιπαροχής, πραγματικότητα καταναλωτισμού, νεοπλουτισμού και ενδοστρεφούς απομόνωσης ­ αντίθετα με τον μεσοπολεμικό διεθνισμό ­ της νέας, νόθας αστικής κοινωνίας. Ο μεσάζων εργολάβος, χωρίς ίδια κεφάλαια, οφείλει να συμβιβάσει τις απαιτήσεις των ιδιοκτητών των οικοπέδων, των κατασκευαστών και των αγοραστών διαμερισμάτων και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει προσωπικό κέρδος. Η εμπορευματοποίηση αυτή της κατοικίας και η δυναμική της παραγωγής της, δεν επιτρέπει πλέον οποιαδήποτε μορφής εξασφάλιση της οικιστικής ή αισθητικής ποιότητας του κτιρίου. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια τον πλήρη εκτοπισμό, την περίοδο της ανοικοδόμησης, της πλειονότητας των μοντέρνων αρχιτεκτόνων και του μεσοπολεμικού τους ήθους, πράγμα που αποδεικνύεται και από την ουσιαστική άγνοια της συμβολής τους για αρκετές δεκαετίες.


Η εξέλιξη της μεταπολεμικής Αθήνας και η σημερινή της κατάσταση αποκαλύπτονται σήμερα δραματικά σε όλους τους πολίτες-χρήστες. Τα πολεοδομικά οράματα ­ με σημαντικό προηγούμενο το υπουργείο Διοικήσεως Πρωτευούσης που θεσμοθετήθηκε το 1936 από το καθεστώς Μεταξά ­ δεν είχαν αποτέλεσμα και, όπως τότε, οι προσπάθειες περιορίζονται σε επεμβάσεις μικρής πνοής με εξωραϊστικό χαρακτήρα, δεδομένης της αδυναμίας για μια συνολική επιχείρηση ρύθμισης του χώρου σε θέση να αποδώσει στην Αθήνα εικόνα βιώσιμης ευρωπαϊκής μητρόπολης. Η αρχιτεκτονική, από τη μεριά της, δεν μπορεί να αποκαταστήσει αυτή την αστική ταυτότητα γιατί τα κτίρια αποκτούν ρόλο και λειτουργία μόνο όταν εντάσσονται σε ένα πολεοδομικά δομημένο πλαίσιο, πράγμα που ανήκει αποκλειστικά στις αρμοδιότητες της πολιτικής εξουσίας. Ακόμη και τα πιο αξιόλογα κτίρια παρουσιάζονται συχνά «εσωστρεφή» και όχι μόνο δεν επιδιώκουν διάλογο με το «περιβάλλον» αλλά συχνά το αποστρέφονται, επιζητώντας την αυτοαναφορά και τη δημιουργία ενός ιδανικού μικρότοπου, με δεδομένη την άναρχη ποιότητα του αστικού χώρου.


Απωθητική καθημερινότητα


Είναι σχεδόν τραγική η σημερινή κατάσταση της πόλης, με ένα κέντρο χωρικά απροσδιόριστο και κοινωνικά σχεδόν ανύπαρκτο τις μη εργάσιμες ώρες, το οποίο οι πολίτες αποφεύγουν με κάθε τρόπο να προσεγγίσουν, ως μια φθοροποιά περιπέτεια, και όπου η πιο διαδεδομένη πλέον εργασία είναι αυτή του εποχούμενου κλητήρα, του pony-express ή του μεταφορέα ζεστών εδεσμάτων. Αυτά συμβαίνουν σε μια πόλη με ιδανικές κλιματικές συνθήκες, όπου παραδοσιακά ο τρόπος ζωής είναι εξωστρεφής και υπαίθριος. Οι ασφυκτικές συνθήκες της απωθητικής καθημερινότητας, η απουσία αισθητικής του οικοδομημένου μορφώματος και η χαμηλή συνολική ποιότητα ζωής αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγήν για οποιαδήποτε χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου και έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση βίαιων και αντικοινωνικών συμπεριφορών, ιδίως μεταξύ των νέων και σε ορισμένες περιπτώσεις συγκεκριμένων μειοψηφικών ομάδων.


Μετά την αθώα πραγματικότητα της γειτονιάς «μιας πόλης μαγικής», η σημερινή Αθήνα είναι ένα ερμητικά κλειστό αστικό δοχείο που πυροδοτεί εντάσεις και μια επικίνδυνη κοινωνική δυναμική. Πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του πώς η ποιότητα του χώρου επιδρά στην ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων και στο ίδιο το κοινωνικό ήθος των πολιτών. Η Αθήνα, εκτός από τον απόμακρο Παρθενώνα, δεν προτείνει σημεία αναφοράς, δεν φιλοξενεί ισχυρούς «κοινωνικούς πυκνωτές», δεν διαμορφώνει, μέσω της χωρικής τάξης, πρότυπα κοινωνικής δομής. Είναι ενδεικτική η συστηματική αναζήτηση δικλείδων ασφαλείας, αστικών περιοχών-σημείων φυγής για την εγκατάσταση δραστηριοτήτων κοινωνικού και πολιτιστικού περιεχομένου, οι οποίες εναλλάσσονται ανάλογα με τη μόδα και το lifestyle της εποχής, χωρίς βέβαια να είναι σε θέση να συμβάλουν σε μιαν ευρύτερη αναμόρφωση του αστικού τοπίου. Επειδή ο χαρακτήρας της πόλης δεν πρόκειται πλέον, δυστυχώς, να μεταβληθεί, ούτε είναι ορατές οι αισθητές βελτιώσεις της ποιότητας του δομημένου χώρου, το στοίχημα της βιωσιμότητας παίζεται στο πεδίο της συναίνεσης και της κοινωνικής παιδείας, πράγμα που αποτελεί για άλλη μια φορά πρόβλημα πολιτικό.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι ιστορικός της αρχιτεκτονικής.