«Ο πατήρ μου ήτο δημοκρατικών αρχών και ουδέποτε μας επέπληττε. Οσάκις ο βίος της μητρός μας καθίστατο αβίωτος εκ του ότι μονίμως αλληλομολυνοεπραγμονούμεθα μετά του αδελφού μου, η δυστυχής προσέτρεχε εις τον πατέρα μας ως κατηγορούσα αρχή προς κατασταλτικήν δύναμιν, προκειμένου να επιτύχει τον σωφρονισμόν μας. Την άψογον στάσιν του, φευ, εξελάμβανε ως αδιαφορίαν, εκείνος δε ανίκανος να καταφύγει εις την γνωστήν εις πάντας, ουχί όμως και εις ημάς, πατρικήν βίαν προσεπάθει να μας νουθετήσει διά μεθόδου άκρως δημοκρατικής αλλά θλιβερώς ατελεσφόρου ην ο ίδιος εκάλει «θεωρίαν».


Η «θεωρία» συνίστατο εις ωριαίαν αγόρευσιν ηθικού περιεχομένου διά της οποίας ο μεν πατήρ μου ήλπιζεν να εμφυσήσει εις τας αθώας μας συνειδήσεις αρχάς εκπολιτιστικού χαρακτήρος, ημείς δε να αποσπάσωμεν το δίφραγκον διά παγωτόν το οποίον απετέλει το gran finale της όλης διαδικασίας. Μας ήμειβε τοιουτοτρόπως διά να καταδείξει το μάταιον της τιμωρίας και την δύναμιν της πειθούς συνεπικουρουμένης υπό αρμοδίου επάθλου. Τίποτε δεν ενθυμούμαι από την θεωρίαν την οποίαν υφιστάμην αγογγύστως εκτός από τας ολίγας βιβλικάς φράσεις με τας οποίας διήνθιζε τον λόγον του και τας οποίας ασφαλώς δεν εννοούσα. Μολοντούτο με εγοήτευαν. «Ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσεις» ανέμελπεν εις ώτα μη ακουόντων. Συνεκράτουν, διά το πολύ της επαναλήψεως, την φράσιν και την ανεμάσσων ως μαντζούνιον μεθυστικής γλυκύτητος καίτοι ηγνόουν την σημασίαν της. Εκτοτε χρονολογείται η ευπάθειά μου εις την γοητείαν των λέξεων ας δεν κατανοώ.


Ο διδάσκαλός μου της Ιστορίας της Τέχνης, Καθηγητής Κύριος Χρ. Χρ… ο επονομαζόμενος και Πολυβόλο, εξετόξευε εις το κεντρικόν αμφιθέατρον της παλαιάς Φιλοσοφικής του Αριστοτελείου πλείστας όσας λέξεις των οποίων το νόημα υπερέβαινε την πτωχήν γλωσσικήν μου σκευήν και διά τούτο εγένετο άκρως εις εμέ προσφιλής. «Μπαρόκ», «Ροκοκό», «Ιμπρεσιονισμός», «Εξπρεσιονισμός», «Φουτουρισμός», «Ντανταϊσμός», «Μεταζωγραφική αφαίρεσις» και «Μινιμαλισμός» προυξένουν κραδασμούς σχεδόν παρίσους των πρώτων μετεφηβικών σκιρτημάτων του έρωτος εις εμέ τον σπουδαιολεξιπαθή. Αι μεταξύ των συμφοιτητριών μου καλλίπυγοι Ρούλαι, αντικείμενα του πόθου των υπολοίπων επτά αρρένων συμφοιτητών του έτους μου, ήσαν ερωτικώς ανύπαρκτοι δι’ εμέ, ενώ αντιθέτως μνημειώδεις στύσεις μοι εδαψίλευσαν η στεατοπυγική Καλλιρρόη, η μακρύρρινος Αμαλία και η αιδιοφθειροβριθής Ευτέρπη.


Την προτεραίαν της διακοπής των μαθημάτων διά τας εορτάς των Χριστουγέννων του 19… ο Καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας Κύριος…, ο και καλούμενος υπό των ασεβώς φιλοπαιγμόνων εξ ημών Cajus Constans, ηγόρευεν προ κενών εδράνων περί των Λατίνων παρακμιακών ποιητών. Επρόκειτο περί των ηδονιστών εκείνων οι οποίοι έθετον τας απολαύσεις προ της φιλοπατρίας και των άλλων αστικών αρετών και τους οποίους είχον προφανώς μιμηθεί οι εξ ημών επαρχιώται, αρξάμενοι των διακοπών από της αρχής της τελευταίας εβδομάδος και αναχωρήσαντες διά τας ιδιαιτέρας αυτών πατρίδας ένθα Ζαχαρούλαι και Ροδούλαι τους ανέμενον ασμένως.


Η ανία και το κάπως προκεχωρημένον της ώρας είχον αποσπάσει την προσοχήν μου από την αγόρευσιν, την είχον μεταθέσει πρώτον εις την καταμέτρησιν του ακροατηρίου (δεκαεπτά ψυχαί αντί των συνήθως υπερεξήκοντα) και εν τέλει εγκαταστήσει επί ξανθοκόμου κεφαλής αγνώστου εις εμέ προελεύσεως. Δεν ήτο συμφοιτήτρια, αλλά είχεν κατατομήν ευειδεστάτην και ευφρόσυνον. Από τον τόνον της φωνής του, αντελήφθην ότι ο λατινιστής επεράτωνεν την σχοινοτενή παράδοσιν με δύο στίχους του ποιητού ον είχεν επί δίωρον ανατάμει: Αύριο θ’ αγαπήσει όποιος ποτέ του δεν αγάπησε, και όποιος αγάπησε, αύριο πάλι θ’ αγαπήσει. Ο ερωτικός λόγος επλανήθη εις την πορφυρόχροα αμφιλύκην, ακέραιος από τον κονιορτόν του χρόνου, καταυγάζων τον χώρον αλώβητος από το ακροτελεύτιον λογιστικόν σχόλιον του Γαΐου: Συνεπώς αγαπώντες και μη αγαπώντες θα αγαπηθούν αύριον.


Εις την έξοδον την επρόφθασα και την ηρώτησα εάν προυτίθετο να παρακολουθήσει την επομένην παράδοσιν Περί Αρδεύσεων και Αποξηράνσεων εν αρχαία Ελλάδι. Απήντησεν αρνητικώς και τότε της εζήτησα να την συνοδεύσω. Κατένευσεν άνευ ετέρου και, πριν οι τόνοι του γκρενά χαθούν από τον ουρανόν άνωθεν του άλσους της Φιλοσοφικής, δύο ευτυχείς νέοι εξερευνούσαν το σύμπαν αλλήλων και εγοητεύοντο υπό των φωτεινών του λεωφόρων, την ευρυχωρίαν των πλατειών του και την πλήρη απουσίαν των Αλλων. Δεν υπήρχομεν παρά μόνον ημείς, εκείνη και εγώ. Εικοσιέξι έτη παρήλθον έκτοτε και η λήθη έχει συμπαρασύρει όνομα και χαρακτηριστικά. Αλλά το άρωμα των χειλέων της και η ασυγκράτητος αίσθησις της αφής να διεκδικεί τα δικαιώματά της θάλλουν ως εικαστικόν πεδίον του Φραγκονάρ: σώματα γυμνά, αλληλοδιαχεόμενα, περιγράμματα συγχεόμενα και επιτακτικώς συνενούμενα, αχνίζοντα την άλω του έρωτος εις την νύκτα.


Ουδέποτε έκτοτε έστερξα να παρασυρθώ εις τον ατελεύτητον και μάταιον κατήφορον της γνώσεως πολλών πραγμάτων και σωμάτων. Παρέμεινα σπουδαστής της τέχνης και θαυμαστής της μετ’ ολίγον εγκατασταθείσης εις τον βίον μου Ν… με το μαγνητικόν και ονειροπόλον βλέμμα. Μακράν εμού το τετέλεσται της μιας ή της άλλης διά της κατακτήσεως παντός εκατοστού της επικρατείας των. Τας ψαύω και τας γεύομαι ηδονικώς ευεργετούμενος από την σαγήνην του δυσνοήτου δι’ ο και ιμεροφώνου αινίγματός των. Ανακαλύπτω πτυχάς των αι οποίαι αδιαλείπτως τροποποιούν τον ορίζοντα της κατανοήσεώς των. Δεν τας κατέχω. Αυτό είναι το προνόμιόν μου».


Για την αντιγραφή


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.