ΜΕΣΑ της δεκαετίας του ’60, κι είχαμε πρωτοβρεθεί, μια μικρή παρέα, στην πανέμορφη Καστοριά. Φυσικά, μια απ’ τις πρώτες «επισκέψεις» μας ήταν στα ονομαστά αρχοντικά της. Το πιο μεγάλο ήταν ανοιχτό, κι ο φύλακας μάς οδήγησε στο δεύτερο πάτωμα, να θαυμάσουμε τον μεγάλο «οντά» με τους ζωγραφισμένους τοίχους του, έργο ανώνυμου αλλά έξοχου λαϊκού τεχνίτη.


Οταν τελειώσαμε, καθώς κατέβαινα πρώτος, πρόσεξα πως η πόρτα του πρώτου πατώματος ήταν μισάνοιχτη. «Τι είναι εδώ;», ρώτησα τον φύλακα. ­ «Εδώ μένουμε εμείς με τη φαμίλια μου» ­ «Μπορούμε να μπούμε;», ξαναρώτησα, για να δούμε κι άλλα ζωγραφήματα. ­ «Αμέ» έκανε πρόθυμα.


Ανοιξα την πόρτα και σταμάτησα. Οι τοίχοι ήταν κάτασπροι. «Αυτό το πάτωμα δεν ήταν ζωγραφισμένο;», είπα απορημένος. ­ «Πώς, πώς!», απάντησε με καμάρι. «Αλλά το ασβεστώσαμε, γιατί παντρεύουμε τη θυγατέρα μας»! Ηταν σίγουρος πως το είχε κάνει «πιο ωραίο» και πιο ταιριαστό με το νυφικό της κανακάρισσάς του…


Γιατί θυμήθηκα εκείνο παλιό επεισόδιο; Μα επειδή το ίδιο, πάνω κάτω, έπαθαν τα μάρμαρα του Παρθενώνα, που «φιλοξενούνται» στο Βρεταννικό Μουσείο ­ για να γίνουν «πιο ωραία», πιο ελκυστικά για τους τουρίστες. Και να ‘ταν αυτό μόνο;


ΠΑΣΙΓΝΩΣΤΑ πια είναι τα «πάθη» των μαρμάρων ­ οι αλλεπάλληλοι βανδαλισμοί, που έχουν υποστεί, 200 χρόνια τώρα, από διάφορους εντιμότατους, λόρδους και μη: τον ξεριζωτή τους, πρώτα πρώτα, απ’ τον Παρθενώνα, τον λόρδο Thomas Bruce Elgin ­ που ο Μπάυρον, στο γνωστό ποίημά του «Η Κατάρα της Αθηνάς»1, τον αποκαλεί «ληστή και καταστροφέα χειρότερο απ’ τους Τούρκους, τους Γότθους, τον Ηρόστρατο». Και οραματίζεται πως η Αθηνά καταριέται εκείνον κι όλη τη γενιά του για την ιεροσυλία.


Οι δεισιδαίμονες υποστηρίζουν πως η κατάρα «έπιασε» ­ αφού ο σκοτσέζος λόρδος έχασε τα χρήματά του (και πολλά της γυναίκας του), έχασε την ίδια τη γυναίκα του (που τον παράτησε), έχασε και τη… μύτη του (από σύφιλη) κι έγινε εσαεί συνώνυμος της πειρατείας και του βαρβαρισμού2.


Αλλά ούτε η θεϊκή κατάρα, ούτε η παγκόσμια καταλαλιά μπορούν να γιατρέψουν τις καταστροφές που η βάναυση ελγίνεια απόσπαση των γλυπτών προκάλεσε στον ναό και στα ίδια τα κλοπιμαία ­ πέρα απ’ την αισθητική αλλοίωση εκείνου κι ετούτων: αυτονόητα, ο Παρθενώνας, χωρίς τα γλυπτά του, μένει ανάπηρος ­ τα γλυπτά, μακριά απ’ τον Παρθενώνα, είναι ορφανεμένα και «άλαλα». Κι ας μην ξεχνάμε πως μια άλλη λεία του Ελγιν χάθηκε, όταν ένα καράβι του με (κλεμμένα, επίσης) χάλκινα αγάλματα και γλυπτά, βυθίστηκε κοντά στην Γραμβούσα…


Υστερα, φταίει η Αθηνά;


ΦΑΙΝΕΤΑΙ, όμως, πως η κατάρα της θεάς έχει συμπαρασύρει και τα ίδια τα θύματα, τα μάρμαρα.


Χάρη στον άγγλο ιστορικό William Saint-Clair3, μαθεύτηκε τώρα urbi et orbi πως ο Ελγιν είχε άξιο συνεχιστή έναν άλλο λόρδο, τον Joseph Duveen. Ο οποίος, με το επιχειρηματικό-μεταπρατικό δαιμόνιό του, αποφάσισε να «εξωραΐσει» τα «παλιωμένα» μάρμαρα. Και, με τη συνωμοτική ευλογία της διεύθυνσης του Μουσείου, έβαλε εν κρυπτώ και παραβύστω, ανίδεους εργάτες (οπλισμένους με χάλκινα και σιδερένια εργαλεία και με καρβίδιο του πυριτίου, που είναι σκληρό σαν το διαμάντι) να ξύσουν την γκριζοκίτρινη πατίνα των μαρμάρων και να τα λειάνουν, σαν να τα περνούσαν από κλίβανο λοιμοκαθαρτηρίου. «Βάσανο του καθαρισμού» ονόμασε την επιχείρηση η ελληνική επιστημονική επιτροπή, που μπόρεσε να θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον των μαρμάρινων πληγών ­ εννοώντας, βέβαια, «βασανιστήριο» των πολύπαθων γλυπτών.


Αποτέλεσμα, όχι μόνο να αλλοιωθεί το χρώμα τους, αλλά και να χαθούν μάζες απ’ την επιφάνειά τους και να νοθευθεί η ταυτότητά τους.


Σαν καλός business man, ο Ντυβήν ήθελε η «πραμάτεια» του να «αστράφτει» ­ όπως ο φύλακας του καστοριανού αρχοντικού φιλοδοξούσε το σπίτι «του» να είναι «πεντακάθαρο» για το γαμήλιο γιορτάσι της κόρης του. Και πάλι, ο καστοριανός ήταν λιγότερο βάνδαλος απ’ τους αγγλοσκοτσέζους, αφού οι ζωγραφιές που σοβάντισε είχαν ασύγκριτα μικρότερη αξία απ’ τα μάρμαρα, κι αφού εκείνος ήταν ένας αγράμματος πάτερ φαμίλιας, που φανταζόταν πως η καθαριότητα (των τοίχων) είναι μισή αρχοντιά…


ΑΛΛΑ η δίκοπη κατάρα τέλος δεν έχει.


Οι εντιμότατοι και πρακτικότατοι διευθυντές του Μουσείου σκέφτηκαν πως είναι κρίμα κι άδικο να μένει «αναξιοποίητη» η μεγάλη και ευάερη αίθουσα που τους χάρισε το Ντυβήν, και να στέκουν άχρηστα τα μάρμαρα που αγόρασαν απ’ τον Ελγιν. Εφ ω και ­όπως αποκάλυψε η αγγλική «Guardian» (8.11) ­ βάλθηκαν να νοικιάζουν όχι μόνο την ελληνική, αλλά και τις ρωμαϊκές και αιγυπτιακές αίθουσες του Μουσείου σε «πλούσια και υπεύθυνα μέλη της βρεταννικής κοινωνίας», για να δίνουν εκεί δεξιώσεις, δείπνα, πάρτυ και άλλες ψυχαγωγικές και τερψιλαρύγγιες συνάξεις. Και μάλιστα, για να είναι «συμβατοί» με το περιβάλλον, εορταστές και γκαρσόνια (μπορούν να) φοράνε αρχαιοελληνικά, ρωμαϊκά ή αιγυπτιακά κοστούμια, ενώ «κατάλληλη» μουσική άρπας ή απαλής τζαζ από κουαρτέττο εγχόρδων συνοδεύει το φαγοπότι τους. Ετσι, ο καρνάβαλος είναι πλήρης και οι μασκαράδες πανευτυχείς…


Αλλά γιατί όχι; Μήπως οι θεοί της ανατολικής ζωοφόρου του Παρθενώνα (που «απόκειται», κι αυτή, στο Μουσείο), καθισμένοι στα ανάκλιντρά τους, δεν φαίνονται να περιμένουν κάποιον να τους σερβίρει το δείπνο τους; Γιατί οι ευπατρίδες και εύποροι άγγλοι να μην συμποσιάζουν παρέα με τους ανάγλυφους ολύμπιους, που είναι και μακροσυγγενείς τους ­ τον κερδώο Ερμή, τον οινο-πατέρα Διόνυσο, τη γόνιμη Δήμητρα, τον πολεμοχαρή Αρη, και με σερβιτόρα την παρακείμενη Καρυάτιδα, για να μην κάθεται κι αυτή με σταυρωμένα χέρια;


Βέβαια, οι «ευαίσθητοι» ορύονται πως μπορεί τα μάρμαρα να κινδυνεύουν απ’ αυτό το χαροκόπι ­ αν λ.χ. κάποιος, στο τσακίρ κέφι, ρίξει κρασί πάνω στα γλυπτά ή, παραπατώντας, αναποδογυρίσει κάποιο άγαλμα… Οι ακόμα πιο «αισθαντικοί», μάλιστα, φρίττουν για την «ακατονόμαστη ύβρη και τον εξευτελισμό» των μαρμάρων, που μετατρέπονται σε «ντεκόρ» για τον σουσουδισμό και το «κιτς» του βρεταννικού καθωσπρεπισμού.


ΑΥΤΑ, όμως, είναι ρομαντικά σαλιαρίσματα. Το ρεαλιστικό είναι πως τα μάρμαρα, πέρα από την κατάρα της Αθηνάς, τα συνοδεύει ­ τι άλλο; ­ χρήμα, πολύ χρήμα:


Ο Ελγιν είχε δωροδοκήσει τον βοεβόδα (κυβερνήτη) της τουρκοκρατούμενης Αθήνας και τον δισδάρη (στρατιωτικό διοικητή) της Ακρόπολης, για να κάνουν τα στραβά μάτια στη λεηλασία των μαρμάρων. Τα οποία, εν καιρώ, στοίβαξε στις αποθήκες του μεγάρου του, σαν σε «μαρμαροπωλείο» (stone-shop), όπως λέει ο Μπάυρον… για να τα πουλήσει αργότερα στο «κλεπταποδόχο» αγγλικό Κοινοβούλιο, που τα έδωσε στο Βρεταννικό Μουσείο να τα «φυλάει»…


Ο Ντυβήν, με τη σειρά του, δωροδόκησε αρμοδίους και εργάτες, για να συνεργήσουν στον «καλλωπισμό» των γλυπτών…


Και το Μουσείο μεταβάλλει την περιβόητη «Duveen Gallery» σε «ζωο(φορο)πάζαρο» και σε κοσμικό σκυλάδικο. Ο τιμοκατάλογος που δημοσίευσαν τα «Νέα» (12.11), είναι όχι μόνο διαφωτιστικός αλλά και εκθαμβωτικός για τη σχολαστική απαρίθμηση όλων των υπηρεσιών που προσφέρει το Μουσείο στους αποκριάτικους πελάτες του (Λεπτομέρεια: το ζητούμενο ποσό για «καθιστό δείπνο» και τα συμπαρομαρτούντα, είναι 35.000 λίρες ­ όσες ακριβώς (αριθμητικά) είχε πληρώσει η Βουλή για ν’ αγοράσει τη λεία του Ελγιν. Τι συνέπεια!). Και πολλοί αγανακτισμένοι αναγνώστες της «Guardian» συμπεραίνουν πως το Μουσείο αρνιέται να επιστρέψει τα μάρμαρα, για να μη χάσει ένα παχυλό έσοδο.


Υστερα φταίει ο συμπατριώτης του Ελγιν, μεγάλος οικονομολόγος Ανταμ Σμιθ, που έγραφε πως «Η Αγγλία είναι έθνος καταστηματαρχών» (… a nation of shopkeepers»)4;


ΔΕΝ ξέρουμε, αλήθεια, ποιος στάθηκε ο μεγαλύτερος «υβριστής» της Ακρόπολης και, ειδικά, του Παρθενώνα: Ο ιταλός Μοροζίνι, που τον βομβάρδισε και τον μισοκατάστρεψε, το 1687, επειδή οι Τούρκοι τον είχαν μετατρέψει σε πυριτιδαποθήκη; Ο Ελγιν που τον λεηλάτησε το 1801; Ο Ντυβήν, που παραμόρφωσε τα κλοπιμαία; Ή η τωρινή διεύθυνση του Μουσείου, που τα έβγαλε στο σφυρί για την ξεφάντωση των βρεταννών «αριστοκρατών»;


Ισως οι τελευταίοι. Επειδή δεν περιορίστηκαν να είναι «κάπηλοι» (εκμεταλλευτές) των κλεμμένων μαρμάρων ­ έγιναν και κυριολεκτικά «κάπηλοι» (ταβερνιάρηδες) αυτού που οι ίδιοι ονομάζουν (σε ειδικές εκδόσεις τους), «ένα από τα ύψιστα επιτεύγματα της ανθρωπότητας»5. Και που απόδειξαν πως όχι μόνο δεν τους ανήκει, αλλά και είναι ανάξιοι να το προστατεύουν και πανάξιοι να το ρεζιλεύουν με μασκαραλίκια…


1. «The Curse of Minerva», γραμμένο στο εδώ μοναστήρι των Καπουκίνων, στις 17.3.1811. – 2. Τα σχετικά αφηγείται ο Θεοδ. Βρεττός, στο βιβλίο του «Υπόθεση Ελγιν» (1997), και περιληπτικά ο Peter Stothard στους «Times» (28.11.97). Βλ. και «Νέα» της επομένης. – 3. Το βιβλίο του «Ο λόρδος Ελγιν και τα μάρμαρα» κυκλοφορεί εδώ από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σε μετάφραση Μαίρης Περαντάκου-Cook. – 4. «Ο Πλούτος των Εθνών», 1776, ΙΙ, 4, 7. Η φράση αποδίδεται συχνά στον Ναπολέοντα, εξόριστο στην Αγία Ελένη. Αλλά και ο άγγλος πρωθυπουργός Ντισραέλι την έχει επαναλάβει. – 5. «The Elgin Marbles» του Β. F. Cook, επιμελητή ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων, εκδ. Βρεταννικού Μουσείου, 1964.