«Πατέρα, με λένε φονιά ή ήρωα;» ρώτησε ο Παντελής Καζάκος τον πατέρα του μετά τους απεχθείς φόνους που έκανε με θύματα αθώα άτομα των οποίων το «έγκλημα» υπήρξε ότι ήταν ξένοι, μελαψοί ή μαύροι.


Και το ερώτημα που καλούμαστε εμείς να απαντήσουμε: «Ο άνθρωπος είναι τρελός; Είχε το ακαταλόγιστο; Είναι μια μεμονωμένη περίπτωση;».


Βεβαίως και δεν είχε το ακαταλόγιστο ο άνθρωπος αυτός. Η τραγική του φράση εκφράζει την πραγματικότητα ενός διλήμματος το οποίο με τη μία ή την άλλη μορφή το βλέπουμε ολοένα και συχνότερα γύρω μας. Εν τούτοις δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι εμείς οι Ελληνες έχουμε γίνει ξενόφοβοι και ρατσιστές. Εμείς που βάλαμε το 1989 τους πρώτους πρόσφυγες από την Αλβανία στα σπίτια μας στα παραμεθόρια χωριά μας, που και οι δικοί μας πατεράδες και μανάδες υπήρξαν οικονομικοί μετανάστες επί πολλές δεκαετίες, που δεν είχαμε ποτέ την υπεροψία του αποικιοκράτη απέναντι στους αλλόχρωμους, που είχαμε την έννοια της φιλοξενίας στέρεα εμπεδωμένη στη λαϊκή μας παράδοση, που χθες ακόμη κάναμε συλλαλητήρια υπέρ των Κούρδων;


Και όμως η αλήθεια είναι ότι ο νεοναζισμός χτυπάει την πόρτα μας. Και ο Καζάκος είναι θύτης και θύμα αυτού του πολιτικοκοινωνικού κατασκευάσματος που λέγεται «ρατσισμός». Οπως και οι οικονομικοί μετανάστες και πρόσφυγες είναι θύτες και θύματα, όταν κάνουν μικρές ή μεγάλες παράνομες πράξεις, οι οποίες διογκώνονται στα μάτια του ξενόφοβου μέσου πολίτη.


Η αλήθεια είναι ότι ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ενωση πάσχει από αυτή την επικίνδυνη κοινωνική στάση και έχει σηκώσει υψηλά τείχη γύρω της. Αυτό κυρίως ισχύει για τα κράτη που συνορεύουν με τη λεγόμενη Ανατολική Ευρώπη. Δηλαδή κράτη όπως η Ιταλία, που και αυτή έκανε κάποτε εξαγωγή οικονομικών μεταναστών, και η Γερμανία, που σήμερα βλέπει αρνητικά ακόμη και την εσωτερική της μετανάστευση από την πρώην Ανατολική Γερμανία (όπου ένας στους τρεις Γερμανούς είναι άνεργος). Δεν μπορούσε βέβαια ο ρατσισμός να μην αγγίξει και την Ελλάδα που συνορεύει με την πιο φτωχή χώρα της Ευρώπης, την Αλβανία. Τα υψηλά τείχη που υψώνονται απέναντι στη φτώχεια του γείτονα, δηλαδή οι μεγάλες κοινωνικοοικονομικές ανισότητες, είτε ανάμεσα στα κράτη ή μέσα σε ένα κράτος, πληρώνονται με την γκετοποίηση του ίδιου του προνομιούχου πολίτη, ο οποίος έχει καταντήσει να αισθάνεται ασφαλής μόνο μέσα στο κλειδωμένο του σπίτι, όπου έχει αυτοφυλακισθεί μαζί με τον συσσωρευμένο πλούτο του. Και η αστυνομία χρησιμεύει πλέον κυρίως για να φυλάει αυτόν τον πολίτη και πολύ λιγότερο για να πατάξει, π.χ., τη μαφία των ναρκωτικών που σκοτώνει τα παιδιά του ή για να προσφέρει βοήθεια σε κάθε πολίτη που την έχει ανάγκη.


Η λύση της «σκούπας», που εφαρμόστηκε ακόμη και στα «παιδιά των φαναριών», δεν υπήρξε ποτέ αποτελεσματική, καθώς η ανάγκη έκανε τους πρόσφυγες να ξαναμπαίνουν παράνομα στη χώρα, με αποτέλεσμα την εκμετάλλευσή τους από τον εργοδότη και την άνθηση του οργανωμένου εγκλήματος, ιδιαίτερα σε σχέση με τις γυναίκες και τα παιδιά. Για παράδειγμα, η μαφία που σήμερα ελέγχει την περιοχή της Κορυτσάς αγοράζει ή νοικιάζει Αλβανάκια από τις οικογένειές τους, που δεν έχουν να τα θρέψουν, αντί 100.000-150.000 δραχμών «το κομμάτι» και ζουν στη Θεσσαλονίκη κάτω από τον τρόμο μιας σύγχρονης δουλείας. Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από τα ίδια τα παιδιά, που φιλοξενεί με τη θέλησή τους και χωρίς την ανάμειξη της αστυνομίας το Καταφύγιο-Φιλοξενείο το οποίο έχει οργανώσει μια ομάδα πανεπιστημιακών με την υλική και ηθική στήριξη του υπουργού Μακεδονίας – Θράκης.


Για να γυρίσουμε στον ρατσισμό και την ξενοφοβία, δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελβετία και στην Αυστρία είχαμε πρόσφατα την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων που υπόσχονταν αντιμεταναστευτική πολιτική. Η ύπαρξη της δημοκρατίας περνάει μέσα από τον σεβασμό της διαφορετικότητας του άλλου και την αναγνώριση των αναγκών του. Και αυτό χρειάζεται πολλή και συντονισμένη δουλειά και πολιτική συνειδητοποίηση.


Χρειάζεται δουλειά στην εκπαίδευση των παιδιών και των νέων, στην εκπαίδευση των αστυνομικών, στην εκπαίδευση κυρίως των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, που διαμορφώνουν στάσεις και συνειδήσεις. Χρειάζεται όμως και συντονισμένη και έγκαιρη πολιτική αντιμετώπιση.


Θέλω εδώ να αναφερθώ σε ένα μόνο σχετικό παράδειγμα πρόληψης: ο πρώην υπουργός Δημόσιας Τάξης Γιώργος Ρωμαίος είχε ήδη δει πριν από δύο χρόνια την αναγκαιότητα και δέχθηκε αμέσως την πρόταση μιας ομάδας καθηγητών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης να οργανώσουμε σεμινάρια προς αξιωματικούς της Αστυνομίας της Θεσσαλονίκης με θέμα «Ρατσισμός, ξενοφοβία και η βία κατά των πολιτών». Τριάντα αξιωματικοί παρακολούθησαν σε πέντε πεντάωρα σεμινάρια την εβδομάδα επί έξι μήνες κορυφαίους καθηγητές, νομικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, ψυχιάτρους, φιλοσόφους. Η τελική αξιολόγηση της επίδρασης των σεμιναρίων αυτών ήταν ιδιαίτερα θετική και αποκαλυπτική. Αλλωστε το όλο εγχείρημα ήταν, κατά γενική ομολογία διδασκόντων και διδασκομένων, ένα «μάθημα» για όλους μας. Πρόθεσή μας ήταν να οργανώσουμε παρόμοια σεμινάρια σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα στην Αθήνα, στα Ιωάννινα και στη Θράκη. Δεν προλάβαμε όμως…


Η κυρία Μίκα Χαρίτου-Φατούρου είναι καθηγήτρια της Ψυχολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.