Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι 90 ακριβώς χρόνια μετά τη δημοσίευση του μανιφέστου του φουτουρισμού από τον Φιλίππο Τομάζο Μαρινέτι («Le Figaro», 20 Φεβρουαρίου 1909), οι φουτουριστές μπαίνουν θριαμβευτικά στο μουσείο. Και δεν πρόκειται για οποιονδήποτε εκθεσιακό χώρο αλλά για την ίδια την Galleria degli Uffizi της Φλωρεντίας, μιας από τις τρεις πόλεις-μουσεία της Ιταλίας (μαζί με τις «πυώδεις πληγές» της Ρώμης και της Βενετίας) που βρέθηκαν εξαρχής στο στόχαστρο του Αλεξανδρινού συγγραφέα και στην παθιασμένη «αντιπαρελθοντολογική» μανία του κατεδάφισης της παράδοσης και της ιστορίας.


Στην ιστορία του φουτουρισμού (και ιδιαίτερα της λογοτεχνικής του έκφρασης), το Gran Caffe της Φλωρεντίας στην κεντρική piazza Repubblica έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο. Στον χώρο αυτόν, με κεντροευρωπαϊκό κλίμα, περισσότερο γνωστό ως Giubbe Rosse, συγκεντρώνονταν ήδη από τις αρχές του αιώνα γνωστοί πρωτοπόροι διανοούμενοι και μεταξύ αυτών οι φουτουριστές λογοτέχνες οι οποίοι το 1913 ίδρυσαν, μεταξύ άλλων, το ριζοσπαστικό περιοδικό του φουτουρισμού «Lacerba» και τροφοδότησαν επί χρόνια ένα κλίμα πολεμικού αντικομφορμισμού που συνοδευόταν από ηχηρούς καβγάδες και οδυνηρές χειροδικίες. Μόλις πρόσφατα οι νέοι ιδιοκτήτες αποφάσισαν να αναβιώσουν την παράδοση των Giubbe Rosse με μια επιθετική πολιτική πολιτιστικών πρωτοβουλιών, στις οποίες εντάσσεται και η έκθεση «Η μητρόπολη του φουτουρισμού. Μελέτες α-δυνατές», που προήλθε από μια ιδέα του Τομέα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής της τοπικής Σχολής Αρχιτεκτόνων.


Ο διπλός στόχος


Η έκθεση (2 Οκτωβρίου – 14 Νοεμβρίου 1999), που βρήκε φιλόξενη στέγη στην ισόγεια αίθουσα των πρώην Βασιλικών Ταχυδρομείων του μουσείου Uffizi, έθεσε εξαρχής έναν διπλό στόχο: την ανίχνευση της διάστασης του μητροπολιτικού φανταστικού του φουτουρισμού συνδυασμένου με μια πρωτότυπη αναπαραγωγή των αρχιτεκτονικών σχεδίων που υιοθετεί τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα της εικονικής πραγματικότητας. Με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή Ezio Godoli, γνωστό ειδικό της αρχιτεκτονικής του φουτουρισμού, επιχειρήθηκε κατ’ αρχήν η απόρριψη του μύθου που θέλει το ιταλικό αυτό κίνημα να λήγει με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τον επιλεγόμενο «δεύτερο φουτουρισμό» των δεκαετιών του ’20 και του ’30 αναδείχθηκαν προσωπικότητες όπως ο Tullio Crali, ο γνωστός μας Alberto Sartoris και ο Guido Fiorini, οι έρευνες του οποίου για την υπερτεχνολογική «tensistruttura» επηρέασαν τον Λε Κορμπυζιέ και την πολεοδομική του μελέτη για το διοικητικό κέντρο της πόλης του Αλγερίου (1931), όπως αποδεικνύεται και από τη σχετική αλληλογραφία μεταξύ των δύο ανδρών.


Στην έκθεση παρουσιάζονται 60 περίπου σπάνια αρχιτεκτονικά σχέδια και ζωγραφικά έργα που προέρχονται από διεθνείς συλλογές, των Antonio Sant’ Elia, Mario Chiattone, Arnaldo Ginna, Virgilio Marchi, Alberto Sartoris, Guido Fiorini, Tullio Crali, Quirino De Giorgio, Nicola Mosso, Fortunato Depero, Cesare Andreoni, Osvaldo Peruzzi. Πρόκειται για διάσημα πλέον και πολυδημοσιευμένα σχέδια γεμάτα ποιητική ένταση και ρηξικέλευθη οπτική. Το κριτήριο της επιλογής δεν είναι ωστόσο η ιδέα του μεμονωμένου κτιρίου αλλά η αστική, μητροπολιτική διάσταση των φουτουριστικών οραματισμών. Αποκαλύπτεται έτσι ένα πανόραμα που δείχνει να προαναγγέλλει ante litteram το κλίμα του Blade Runner και αστικών πόλων όπως η Times Square της Νέας Υόρκης, που μόλις τότε άρχιζε να αποκτά διαστάσεις μιας φουτουριστικής μητρόπολης.


Τα μανιφέστα της αρχιτεκτονικής


Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν στο πλαίσιο αυτό τα μανιφέστα της φουτουριστικής αρχιτεκτονικής που προλογίζουν την έκθεση και κυρίως αυτό του Sant’ Elia (1914), ο οποίος δηλώνει: «Μάχομαι και περιφρονώ: όλη την κλασική, μεγαλοπρεπή, ιερατική, σκηνογραφική, διακοσμητική, μνημειακή, χαριτωμένη, ευχάριστη αρχιτεκτονική. Διακηρύσσω ότι η αρχιτεκτονική του φουτουρισμού είναι η αρχιτεκτονική του υπολογισμού, της τολμηρότητας και της απλότητας, η αρχιτεκτονική του οπλισμένου σκυροδέματος, του σιδήρου, του γυαλιού, του χαρτονιού, των υφαντικών ινών. Οτι οι πλάγιες και οι ελλειπτικές γραμμές είναι δυναμικές, από την ίδια τη φύση τους έχουν μια συγκινησιακή δύναμη χίλιες φορές μεγαλύτερη από εκείνη των οριζοντίων και καθέτων. Οτι η διακόσμηση, σαν κάτι που τοποθετείται πάνω στην αρχιτεκτονική, είναι παράλογη και ότι μόνο από τη χρήση και την πρωτότυπη διευθέτηση του ακατέργαστου ή γυμνού ή έντονα χρωματισμένου υλικού εξαρτάται η διακοσμητική αξία της φουτουριστικής αρχιτεκτονικής. Οτι, όπως οι αρχαίοι άντλησαν έμπνευση στην τέχνη από τα φυσικά στοιχεία, έτσι και εμείς πρέπει να βρούμε την ίδια έμπνευση στα στοιχεία του ολοκαίνουργου μηχανικού κόσμου που δημιουργήσαμε. Τα σπίτια θα διαρκούν λιγότερο από εμάς, κάθε γενιά θα πρέπει να κατασκευάσει τη δική της πόλη». Πόσες από τις θέσεις αυτές δεν τροφοδότησαν στη διάρκεια του αιώνα τους προβληματισμούς των πιο ρηξικέλευθων αρχιτεκτονικών προσωπικοτήτων ή ομάδων;


Ο γενετικός δεσμός μεταξύ της ιδεολογίας του φουτουρισμού και της μητροπολιτικής πραγματικότητας είναι περισσότερο από εμφανής. Το όραμα της «νέας πόλης» αποτελεί κεντρικό θέμα της συμβολής στη σύγχρονη αρχιτεκτονική όχι μόνο του Sant’ Elia αλλά και του κινήματος του Μαρινέτι στο σύνολό του. Η «cittu nuova» αντιστοιχεί σε ένα νέο μοντέλο ζωής και βασίζεται σε μια ακατανίκητη πίστη προς την τεχνολογική ανάπτυξη χαρακτηριστική των αρχών του 20ού αιώνα. Η νέα πόλη ανταποκρίνεται στις ανάγκες που προκύπτουν από την ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας, μέσω της δημιουργίας ενός μητροπολιτικού περιβάλλοντος κατά το δυνατόν εναρμονισμένου με την τελευταία. Οι αρχιτέκτονες του φουτουρισμού ευνοούν κατά συνέπειαν στις μελέτες τους τη λειτουργικότητα εις βάρος της μορφής, την τεχνολογία εις βάρος της αισθητικής, την αδρότητα των νέων υλικών εις βάρος της κομψότητας των παραδοσιακών.


Ενα ταξίδι στο μέλλον


Με τον συγκερασμό μεταξύ αρχιτεκτονικής και της υποδομής του συστήματος μεταφορών, του αυτοκινήτου, του τρένου και του αεροπλάνου, που αναπτύσσονταν με πρωτοφανή ταχύτητα αυτή την εποχή, ο Sant’ Elia δίνει ζωή στο όραμά του για «μια πόλη μοντέρνα, όμοια με ένα απέραντο εργοτάξιο και για ένα σπίτι παρόμοιο με μια γιγαντιαία μηχανή». Χάρη στον οραματιστή από το Κόμο (που θα χάσει τη ζωή του στον πόλεμο το 1916), αλλά και σε συναδέλφους του όπως ο Marchi και ο Chiattone, η αρχιτεκτονική αποκτά μια πρωτόγνωρη δυναμική και οι πόλεις αποκαλύπτονται ως αστικοί οργανισμοί συνεχώς μεταβαλλόμενοι εξαιτίας της κινητικότητας των στοιχείων που τις συνθέτουν. Στις μητροπολιτικές φαντασιώσεις των φουτουριστών μια άλλη βασική ιδέα είναι εκείνη της πόλης ως τόπου έκρηξης των αντιληπτικών ικανοτήτων και ερεθισμού του νευρικού συστήματος μέσω μιας πολύμορφης ενεργοποίησης των αισθήσεων. Η προφητεία της μητρόπολης του 20ού αιώνα έχει πλέον διατυπωθεί το 1914.


Την προφητεία αυτή επιχειρεί να αποδώσει το βίντεο-προϊόν του ηλεκτρονικού υπολογιστή που παρήχθη αποκλειστικά για την έκθεση με βάση τα πρωτότυπα σχέδια των φουτουριστών. Πρόκειται για ένα οπτικοακουστικό θέαμα εξαιρετικής ποιότητας που θέτει για πρώτη φορά με τόση επιτυχία τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας στην υπηρεσία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Από τις πρωτότυπες αστικές αναπαραστάσεις με αρκετά έντονο εικαστικό χαρακτήρα αντλήθηκαν ακριβή αρχιτεκτονικά σχέδια που μεταφράστηκαν σε τρισδιάστατες εικόνες με υλικά και φωτισμούς, χάρη σε προγράμματα όπως το Autocad, το 3Dstudio Max για τα χρώματα και τις κινήσεις και το Premiere για το οπτικοακουστικό μοντάζ, ενώ χρειάστηκαν τρεις μήνες συνεχών υπολογισμών για την παραγωγή των 35.000 εικόνων. Το αποτέλεσμα αυτού του «εικονικού εργοταξίου» είναι ένα φιλμ 26 λεπτών σκηνοθετημένο από τον αρχιτέκτονα Vincenzo Capalbo, που αναπαράγει το περιβάλλον της νέας πόλης του Sant’ Elia και των συντρόφων του όπως ποτέ δεν το είχαμε διανοηθεί, με υπόκρουση τους νευρωτικούς θορύβους της μεγαλούπολης και μουσική των φουτουριστών της εποχής. Ο θεατής επιχειρεί ένα φανταστικό ταξίδι γύρω και μέσα στα κτιριακά σύνολα ή πετάει πάνω από αυτά με ένα από τα αναρίθμητα αεροπλάνα των φουτουριστικών σχεδίων. Το σινεμά του Lang και του Ruttmann θα ερχόταν τουλάχιστον με δέκα χρόνια καθυστέρηση να αποτυπώσει βουβά το όραμα της μητρόπολης των φουτουριστών που οι νέες τεχνολογίες μάς αποκαλύπτουν σήμερα σε όλη τη γοητευτική της διάσταση.


Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι ιστορικός της Αρχιτεκτονικής.