50 χρόνια μετά τον Εμφύλιο



Μια τόσο οδυνηρή και ακραία ιστορική εμπειρία όπως ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα δεν μπορεί παρά να έχει επηρεάσει τη λογοτεχνία σε μεγάλη έκταση και χρονικό βάθος που φθάνει ως τις ημέρες μας. Θα ήταν μάταιο να επιχειρήσουμε σε τόσο μικρό χώρο την καταγραφή συγγραφέων και έργων που σφραγίστηκαν από την εμπειρία του Εμφυλίου· θα ήταν επιπλέον άδικο, γιατί θα διαιώνιζε αναγκαστικά μια πρακτική αποκλεισμού χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, πρακτική από την οποία υπέφεραν πολλοί άνθρωποι ­ και όχι μόνο στον χώρο της λογοτεχνίας. Πιο χρήσιμο θεωρώ για την ώρα να συζητήσουμε κάποια γενικότερα ζητήματα για τον ρόλο και τη λειτουργία της λογοτεχνίας στην επεξεργασία και ερμηνεία της οριακής αυτής εμπειρίας. Μετά την παραπάνω διευκρίνιση είναι ευνόητο ότι όσα ονόματα συγγραφέων ή τίτλοι έργων αναφερθούν έχουν μόνο αξία παραδείγματος.


Αλυσιδωτές επιδράσεις


Από την αρχή πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο Εμφύλιος επηρέασε την πορεία των λογοτεχνικών και γενικότερα των πνευματικών πραγμάτων στη χώρα μας σε έκταση και σε βαθμό μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλο ιστορικό γεγονός του 20ού αιώνα. Η σφραγίδα του γίνεται αισθητή στη λογοτεχνία με τρεις τουλάχιστον μορφές:


α) Την ευθεία αναφορά και επεξεργασία του ίδιου του ιστορικού γεγονότος σε συγκεκριμένα έργα, τα οποία, λόγω των μετεμφυλιακών συνθηκών, εμφανίστηκαν αρκετά αργά και συνεχίζουν να εμφανίζονται ακόμη και σήμερα (Το Κιβώτιο του Αρη Αλεξάνδρου, Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού).


β) Την έμμεση αλλά διακριτή παρουσία του σε εκείνα τα έργα που ανιχνεύουν τις συνέπειες του Εμφυλίου στις κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις (Καγκελόπορτα του Αντρέα Φραγκιά, Ιαγουάρος του Αλέξανδρου Κοτζιά, Καταπάτηση του Νίκου Μπακόλα).


γ) Την αλλαγή προσανατολισμού στη συγγραφική πορεία συγκεκριμένων λογοτεχνών. Ο Ελύτης σιωπά για 15 χρόνια περίπου, ώσπου δίνει το Αξιον Εστί, αλλά και στους υπόλοιπους ποιητές της γενιάς του ’30, τον Σεφέρη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο και φυσικά τον Ρίτσο, ανιχνεύονται απηχήσεις του Εμφυλίου.


Η Μέλπω Αξιώτη εγκαταλείπει τους προπολεμικούς πειραματισμούς και γράφει τον ρεαλιστικό, ιδεολογικό Εικοστό Αιώνα. Μια νέα ποιητική γενιά, η λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική, σημαδεμένη από τη γέννησή της από την εμπειρία του Εμφυλίου, πυροδότησε συζητήσεις που κρατούν ως σήμερα για τη σχέση της ποίησης με την ιστορία, την πολιτική και την ηθική, με όλες τις διαφορετικές αποχρώσεις και τεχνοτροπίες των εκπροσώπων της, από τον Αναγνωστάκη ως τον Σαχτούρη. Αν συνυπολογίσει κανείς ότι η λογοτεχνική αυτή παραγωγή που πηγάζει άμεσα ή έμμεσα από τον Εμφύλιο, με το ποσοτικό και ποιοτικό βάρος της, δημιουργεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και σε νεότερους συγγραφείς, καταλαβαίνει τον δραματικό χαρακτήρα αυτής της επίδρασης.


Οι ιστορικές και ανθρωπολογικές μελέτες που εκπονούνται τα τελευταία χρόνια επιχειρούν να εξηγήσουν τη βαθιά τομή που έφερε ο Εμφύλιος στην κοινωνική και πολιτισμική ζωή. Οι αλλαγές ήταν τόσο δραστικές που απορρόφησαν τις προηγούμενες αντιθέσεις και συγκρούσεις της ελληνικής κοινωνίας και προκάλεσαν άμεσα ένα τεράστιο πρόβλημα ταυτότητας σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο. Οι συνθήκες όμως που επικράτησαν τόσο στη δημόσια σφαίρα του μετεμφυλιακού κράτους όσο και στις κοινότητες της παράνομης ή της εξόριστης Αριστεράς δεν ευνοούσαν, προφανώς, τη συλλογική επεξεργασία της συγκλονιστικής εμπειρίας αλλά τη σιωπή, την απώθηση και την επιβολή ενός φανατικού, ιδεολογικού λόγου.


Οι ανθρώπινες πλευρές


Σε αυτές τις συνθήκες, η λογοτεχνία προσέφερε ένα πεδίο έκφρασης και επικοινωνίας με κάποιες ελευθερίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι συγγραφείς δεν υφίσταντο συνέπειες όταν ξέφευγαν από κάποιες προδιαγραφές. Ωστόσο, δειλά στην αρχή, σε ολοένα μεγαλύτερη πυκνότητα από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και έπειτα, εμφανίστηκαν έργα που απομακρύνονταν από τις επίσημες ιδεολογικές ερμηνείες και αναδείκνυαν οδυνηρές αντιφάσεις. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι για πολλά χρόνια, τουλάχιστον ως τη μεταπολίτευση του ’74, η λογοτεχνία και η τέχνη είχαν επωμισθεί σχεδόν αποκλειστικά τον ρόλο της μορφοποίησης της ιστορικής εμπειρίας και της κοινωνικής παραγωγής της μνήμης. Η λογοτεχνία που μιλούσε λοιπόν με τους πιο διαφορετικούς τρόπους, άμεσους ή έμμεσους, για τις εμπειρίες αυτές υπήρξε τόσο για τους συγγραφείς όσο και για τους αναγνώστες της ένας χώρος αντίστασης στην παραμόρφωση και στη λήθη της εμπειρίας τους, ένα μέσον ανασύνθεσης και αναστοχασμού της προσωπικής ιστορίας τους, και κατάφερε, στη διάρκεια αυτών των 50 χρόνων, να ξετυλίξει πολλές από τις ανθρώπινες πλευρές του δράματος, να δώσει σύνθετες ερμηνείες, μακριά από μανιχαϊστικά σχήματα, και να μας κάνει να σκεφθούμε κριτικά για το ίδιο το ιστορικό γεγονός. Τα τελευταία μόλις χρόνια τον ρόλο αυτόν αναλαμβάνει επιτέλους η ιστορία.


Ποια είναι όμως η ταυτότητα αυτής της λογοτεχνίας; Οπως ήδη επισημάνθηκε, είναι μια λογοτεχνία που παρήχθη σε συνθήκες διώξεων, παρανομίας, εξορίας, κάτω από την απειλή του θανάτου ή της απόλυτης απομόνωσης, ακόμη και από τους ίδιους τους συντρόφους. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν μόνο για όσους λογοτέχνες έμειναν στην Ελλάδα και υπέστησαν τη βία των νικητών αλλά, με διαφορετικό τρόπο, όχι λιγότερο σκληρό, και για τους συγγραφείς που βρέθηκαν στις ανατολικές χώρες· συχνά ξεχνάμε ότι και το δικό τους έργο, μικρότερο ποσοτικά αλλά με κορυφαία επιτεύγματα, όπως η πεζογραφία αλλά και οι ιστορικολογοτεχνικές μελέτες του Δημήτρη Χατζή, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της λογοτεχνίας που άμεσα ή έμμεσα σφραγίστηκε από τον Εμφύλιο. Ωστόσο η ζωή τους στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού παραμένει ως σήμερα, με εξαίρεση την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Αλκης Ζέη, το πιο ανεπεξέργαστο λογοτεχνικά θέμα της μετεμφυλιακής εμπειρίας και αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις.


Πλούσιος ο απολογισμός


Φυσικά οι εμπειρίες του Εμφυλίου δεν αποτελούν θλιβερό προνόμιο των αριστερών. Η σχετική λογοτεχνική παραγωγή περιλαμβάνει λαμπρά έργα και από λογοτέχνες, όπως ο Τάκης Σινόπουλος ή ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, που δεν συμπαρατάχθηκαν με την Αριστερά, δεν υπέστησαν διώξεις και έζησαν φαινομενικά μια πιο κανονική ζωή. Εκείνο ωστόσο που τους συνδέει όλους τελικά σε ένα σύνολο είναι η ανήσυχη συνείδησή τους, η μη προσχώρησή τους σε έτοιμες ερμηνείες και η τόλμη τους να εισχωρήσουν σε βάθος σε όποια πλευρά του δράματος διάλεξαν.


Η λογοτεχνία του Εμφυλίου, με την παραπάνω έννοια, είναι ιδιαίτερα πλούσια σε λογοτεχνικά επιτεύγματα. Συνέθεσε νεωτερικές τεχνικές του μοντερνισμού με τον πιο ωμό ρεαλισμό, διαλέχθηκε σε ισότιμη βάση με την ξένη λογοτεχνία (ας θυμηθούμε τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα αλλά και το καφκικό Κιβώτιο του Αλεξάνδρου), επαναδιέταξε τις σχέσεις με τη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση (ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης απέκτησαν άλλο βάρος μέσα στα μεταπολεμικά συμφραζόμενα). Τέλος, η λογοτεχνία αυτή δοκίμασε μέχρις εξαντλήσεως τα εργαλεία και τα κριτήρια της λογοτεχνικής κριτικής, η οποία, περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες της ιδεολογίας, του πολιτικού συμφέροντος, του φόβου και της ευθύνης, έχασε ένα μέρος της αξιοπιστίας της ως αντικειμενικής πνευματικής λειτουργίας, αν την είχε ποτέ, αλλά τελικά έδωσε λαμπρά δείγματα πνευματικής εγρήγορσης (βλέπε το περιοδικό «Κριτική» που διηύθυνε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, 1959-1961, αλλά και πιο πρόσφατα την ώριμη μελέτη του Δημήτρη Ραυτόπουλου για τον Αρη Αλεξάνδρου), ανανέωσε σημαντικά τα εργαλεία της και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για έναν νέο λόγο περί λογοτεχνίας.


Σήμερα, με το πλεονέκτημα της χρονικής απόστασης και της συναισθηματικής νηφαλιότητας, μπορούμε να πούμε ότι η λογοτεχνία που σφραγίστηκε από τον Εμφύλιο, αν είχε ως αφετηρία της μια πολιτική ήττα, δεν είναι καθόλου γι’ αυτό μια ηττημένη λογοτεχνία. Αντίθετα είναι μια λογοτεχνία η οποία στο σύνολό της ­ ποίηση, πεζογραφία, κριτική και θέατρο ­ από περιθωριακή έγινε σταδιακά κεντρική στη νεοελληνική κουλτούρα και σημάδεψε την εξέλιξη και την ταυτότητά της.


Η κυρία Βενετία Αποστολίδου είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο ΑΠΘ.