50 χρόνια μετά τον Εμφύλιο



Λέγεται συχνά ότι την Ιστορία τη γράφουν οι (εκάστοτε) νικητές σφραγίζοντας και τη μετέπειτα συλλογική μνήμη. Αυτό όμως δεν είναι απόλυτο, ιδίως στην περίπτωση των εμφυλίων συγκρούσεων. Κάποτε υπερισχύει η γοητεία που ασκούν οι ηττημένοι. Στην οπτική αυτή, που είναι στην ουσία της βαθύτατα ρομαντική, οι ηττημένοι προβάλλουν ως «ήρωες» και «μάρτυρες» για μια «χαμένη υπόθεση», που καθαγιάζεται και η ίδια, ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο περιεχόμενό της. Αρκούν οι αγώνες και οι θυσίες, χωρίς να εξετάζεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο έγιναν ούτε τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν. Ετσι οι πιο ανόμοιες περιπτώσεις ηττημένων μπορούν να γίνουν αντικείμενο παρόμοιας ρομαντικής αναπόλησης: από τους Νοτίους στον αμερικανικό Εμφύλιο ως τους Δημοκρατικούς στον ισπανικό (δηλαδή, από το «Οσα παίρνει ο άνεμος» ως το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα»).


Στο πεδίο του ρομαντισμού οι (εκάστοτε) νικητές εύλογα μειονεκτούν. Ανεξάρτητα από τις δικές τους θυσίες, αυτοί κρίνονται τελικά στο πεδίο της απτής και πεζής πραγματικότητας που επέβαλαν χάρη στην επικράτησή τους. Κρίνονται όμως επίσης από τον τρόπο που διαχειρίστηκαν τη νίκη και μεταχειρίστηκαν τους ηττημένους.


Από την άποψη αυτή το καθεστώς διακρίσεων που εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα σε βάρος των ηττημένων του Εμφυλίου χαρακτηριζόταν από τόση μικροψυχία, αυθαιρεσία και ιδιοτέλεια εκ μέρους των διαχειριστών του ώστε διευκόλυνε από πολύ νωρίς τη ρομαντική ανασκευή του παρελθόντος από την Αριστερά. Η δικτατορία υπήρξε ύστατη προσπάθεια να διασωθεί το καθεστώς αυτό, με αποτέλεσμα πρώτα να το γελοιοποιήσει και ύστερα να το συμπαρασύρει στην πτώση της. Ανοιξαν έτσι διάπλατα οι πόρτες για μια «ρεβάνς» των ηττημένων στο πεδίο της συλλογικής μνήμης που επιβλήθηκε και επίσημα μετά το 1981.


Παρά τη σχετική συνθηματολογία, δεν πρόκειται ουσιαστικά για μια νέα οπτική «εθνικής συμφιλίωσης». Ξαναγράφεται απλώς η Ιστορία από τη σκοπιά των ηττημένων. Αυτό αποτελεί πλέον τη νέα «ορθοδοξία». Η ηγεμονία της έχει τα πιο παράδοξα και οξύμωρα αποτελέσματα. Συμπαρασύρει ακόμη και έγκυρες εφημερίδες της νικήτριας παράταξης που υπήρξαν άλλοτε πιστοί θεματοφύλακες της ιστορικής της μνήμης. Εξάλλου, με αφορμή το παρελθόν κάποιου υπουργού, γίνεται πλέον λόγος για «αντιστασιακή δράση» την περίοδο 1945-49!


Η αντίστροφα επιλεκτική μνήμη που συνεπάγεται αυτή η νέα ορθοδοξία όχι μόνο δεν υπηρετεί την «εθνική συμφιλίωση» αλλά και συσκοτίζει εντελώς τα γεγονότα εμποδίζοντας την κατανόηση της διαπλοκής τους. Αποσιωπάται π.χ. η πρωτοφανής ωμότητα και συστηματικότητα της εαμικής τρομοκρατίας από το 1943, χωρίς την οποία μένει ανεξήγητη τόσο η εξάπλωση των Ταγμάτων Ασφαλείας όσο και η μεταγενέστερη αγριότητα των αντεκδικήσεων (μετά το 1944). Παρουσιάζονται π.χ. τα Δεκεμβριανά ως αντίσταση κατά των Αγγλων, που τα είχαν τάχα προσχεδιάσει, ενώ στόχος του ΕΛΑΣ ήταν αποκλειστικά η εξόντωση των ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων, χωρίς να εμπλακούν οι Αγγλοι (που ήσαν άλλωστε απροετοίμαστοι).


Γενικότερα παραβλέπεται ποια πλευρά πήρε την πρωτοβουλία και για τους τρεις «γύρους» της εμφύλιας σύγκρουσης, χωρίς μάλιστα να διαθέτει την υποστήριξη της πλειοψηφίας. Παρακάμπτεται προπαντός το πιο κρίσιμο, τελικά, ερώτημα: Τι συνέπειες θα είχε μακροπρόθεσμα για τη χώρα μια ενδεχόμενη νίκη της πλευράς αυτής, δηλαδή του ΚΚΕ; Από το 1989 τουλάχιστον η απάντηση στο υποθετικό ερώτημα θα έπρεπε να είναι αυτονόητη για όλους, χρωματίζοντας ανάλογα κάθε ερμηνεία. Αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι συμβατό με τη νέα ορθοδοξία, που παραμένει βαθύτατα ρομαντική, δηλαδή και αναχρονιστική. Σε πλήρη αναντιστοιχία με άλλα επίπεδα, αυτή δεν επιδέχεται ούτε ανέχεται «εκσυγχρονισμό».


Υπηρετεί ωστόσο ορισμένες ψυχικές και πολιτικές ανάγκες που δεν είναι διόλου αμελητέες. Η ρομαντική «ρεβάνς» των ηττημένων στο επίπεδο της συλλογικής μνήμης λειτουργεί ως σαγηνευτικό άλλοθι για όσους απολαμβάνουν την πεζή, πεζότατη ευμάρεια που τους εξασφάλισε η επικράτηση των νικητών. Προσφέρει επίσης ένα άλλοθι για την απουσία ηρωισμών και θυσιών σε πιο πρόσφατες εποχές. Προσφέρει, τέλος, ένα άλλοθι σε μια κομματική ηγεσία που εννοεί να παραμένει αμετανόητη.


Από όλες αυτές τις απόψεις δεν υπάρχουν ακόμη οι προϋποθέσεις για μια αποστασιοποιημένη και (κατά τούτο τουλάχιστον) επιστημονική συζήτηση για τον ελληνικό Εμφύλιο, παρά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την τυπική λήξη του.


Ο κ. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.