50 χρόνια μετά τον Εμφύλιο



Εφέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Τυπικές ημερομηνίες δεν υπάρχουν… Οι μεγάλης κλίμακας πολεμικές επιχειρήσεις ολοκληρώθηκαν στις 30 Αυγούστου 1949 με την κατάληψη του Γράμμου. Στις 15 Σεπτεμβρίου ο ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» ανακοίνωσε την κατάπαυση των εχθροπραξιών, απόφαση την οποία επισημοποίησε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ στις 9 Οκτωβρίου 1949. Παρ’ όλα αυτά υπολογίζεται ότι τον Νοέμβριο 1949 δρούσαν ακόμη στην Ελλάδα περίπου 2.500 αντάρτες. Χρειάστηκε σχεδόν άλλος ένας χρόνος για να κατασταλεί η δράση τους εντελώς.


Ο Εμφύλιος δεν έχει τυπική λήξη, όπως δεν έχει και τυπική έναρξη. Στην παλαιά εκδοχή ότι άρχισε κάπου μεταξύ 1945 και 1947 ή στην πιο «αριστερή» άποψη ότι ο Εμφύλιος είναι η συνέχεια των Δεκεμβριανών έρχεται βασίμως να αντιπαρατεθεί η εκδοχή της «μακράς διαμάχης». Μιας διαμάχης που ξεκίνησε με τις πρώτες συγκρούσεις μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων στη διάρκεια της Κατοχής, περνάει από την «κόκκινη τρομοκρατία» του 1944, τα Δεκεμβριανά, τη «λευκή τρομοκρατία» της μετα-δεκεμβριανής εποχής, προτού οδηγηθεί στην τελική πράξη του δράματος, την ανοιχτή ένοπλη αναμέτρηση του 1947-1949.


Μια σχεδόν επταετής σύγκρουση, με πολλά κεφάλαια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι αντιμαχόμενες πλευρές, οι συμμαχίες τους, οι επιδιώξεις τους και, κυρίως, το διεθνές περιβάλλον ήταν πάντα τα ίδια. Το αντίθετο: από την αρχή ως το τέλος, όλα τα στοιχεία της σύγκρουσης μεταβλήθηκαν σημαντικά.


Από πολιτικής πλευράς, ένας εμφύλιος είναι τυπικά μια περίπτωση ακραίας πόλωσης. Το βασικότερο πολιτικό χαρακτηριστικό του είναι η ολοκληρωτική κατάρρευση του «μεσαίου χώρου». Είναι μια σύγκρουση δύο άκρων, την οποία μάλλον υπέστη παρά πυροδότησε η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού.


Η χώρα βγήκε από τη γερμανική κατοχή με ένα τραγικό έλλειμμα ηγεσίας. Η παραδοσιακή πολιτική τάξη επανεμφανίστηκε εγκλωβισμένη στον χειρότερο προπολεμικό εαυτό της, χωρίς νέα πρόσωπα, χωρίς νέες ιδέες, αλλά με πολλές παλιές συνήθειες: κομματάρχες προσκολλημένοι στη Βρετανική Πρεσβεία. Είμαστε ίσως η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα όπου η Κατοχή και η Αντίσταση δεν ανανέωσαν ή δεν ανακύκλωσαν το παραδοσιακό πολιτικό δυναμικό.


Στην ηγεσία της Αριστεράς, δηλαδή του ΚΚΕ, η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη. Το εαμικό κίνημα είχε αναδείξει μια περιθωριακή προπολεμική οργάνωση σε εθνική δύναμη. Μέσα σε τρία χρόνια, μια ομάδα στελεχών χαμηλοτάτης πολιτικής συγκρότησης και παιδείας εκτοξεύθηκε στο διεθνές προσκήνιο με μοναδικό προσόν την ικανότητα στη συνωμοτική δουλειά. Σε περίοδο ξενικής κατοχής, αυτό το προσόν είχε μια χρησιμότητα. Αλλά μετά… Εδιναν την αίσθηση ότι σχεδόν δεν καταλάβαιναν τι συμβαίνει γύρω τους!


Δεν είναι τυχαίο ότι, 50 χρόνια αργότερα και παρά την ιστορική έρευνα, παραμένει ακόμη δυσεξήγητο το βασικότερο ίσως στοιχείο της εποχής: η πολιτική στρατηγική του ΚΚΕ το διάστημα 1943-49. Τι ακριβώς επεδίωκε; την επανάσταση; την ανατροπή του καθεστώτος στην Αθήνα; τη διαπραγμάτευση των εξελίξεων; την πολιτική ομαλότητα; την ενσωμάτωσή του στην πολιτική ζωή; τη ρήξη; την εγκαθίδρυση μιας «δεύτερης Ελλάδας» στον Βορρά; τη διχοτόμηση της χώρας; Τι ακριβώς; Δημιουργείται η αίσθηση ότι όλα αυτά ίσχυαν μαζί και ταυτοχρόνως!


Ο Εμφύλιος όμως δεν είναι μόνο πολιτική, κόμματα και ηγεσίες. Είναι η χειρότερη μορφή σύγκρουσης που μπορεί να γνωρίσει το ανθρώπινο γένος. Οχι επειδή διεκπεραιώνεται με περισσότερη ή λιγότερη βία και βαρβαρότητα· αλλά επειδή διαπερνά και διαρρηγνύει τις πιο στοιχειώδεις μορφές κοινωνικής συνύπαρξης: το χωριό, τη γειτονιά, την οικογένεια. Εξ αυτού του λόγου, το αίμα και οι μνήμες του αίματος παραμένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στη διαδρομή των επιζώντων.


Αυτοί ακριβώς οι παράγοντες φορτώνουν την ιστορική προσέγγιση με πρόσθετες επιφυλάξεις. Και πολλή καθυστέρηση… Αν εξαιρέσει κανείς την επτάτομη αφήγηση του James Ford Rhodes (1892-1906), χρειάστηκε να φθάσουμε στη δεκαετία του 1930 για να δούμε τις πρώτες αξιόπιστες ιστορικές έρευνες για τον αμερικανικό Αποσχιστικό Πόλεμο του 1861-65. Ο μεγάλος εμφύλιος του 20ού αιώνα, ο Ισπανικός (1936-39), μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και ίσως λίγο αργότερα αξιώθηκε το ιστοριογραφικό ενδιαφέρον που του αναλογεί. Στην Ελλάδα, μόλις προ δεκαετίας κατάφερε αυτή η σύγκρουση να ξεφύγει από τον χώρο της μαρτυρίας, της προσωπικής αφήγησης προσωπικών διαδρομών και της κομματικής προπαγάνδας.


Είναι γνωστό ότι την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Στην περίπτωση του ελληνικού εμφυλίου, ένα μεγάλο μέρος της το έγραψαν οι ηττημένοι, κυρίως μετά το 1974. Κάθε ιστοριογραφική παρεκτροπή παράγει τις υπερβολές της. Από την άκριτη αποθέωση των νικητών περάσαμε στην αβασάνιστη δικαίωση των ηττημένων. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, ορισμένα επετειακά αφιερώματα αναπαράγουν το σχήμα «καλοί/κακοί», ανεξάρτητα από το ποιον καταχωρίζουν στην κάθε ετικέτα.


Είναι προφανές πως ο Εμφύλιος δεν είναι κανένα από τα ιδεολογικά στερεότυπα με τα οποία τον έχουν κατά καιρούς ερμηνεύσει. Δεν είναι η συνέχεια της Αντίστασης, όπως δεν είναι και συμμοριτοπόλεμος. Δεν είναι σύγκρουση Εαμοβουλγάρων και Ελλήνων, όπως δεν είναι και μια εξέγερση Δημοκρατών κατά του Μοναρχοφασισμού. Ούτε οι μεν πολεμούσαν υπέρ του Λαού ούτε οι δε υπέρ του Εθνους. Ηταν μια σκληρή σύγκρουση για την εξουσία που διεκπεραιώθηκε και από τις δύο πλευρές με ανάλογες μεθόδους.


Ακόμη και ένα μέρος της Αριστεράς έχει αποδεχθεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ότι η τελική έκβαση του Εμφυλίου ήταν η λιγότερο αρνητική εξέλιξη για το γενικό συμφέρον του τόπου. Οπως κι αν το δει κανείς, μια Ελλάδα υπό τον Πλαστήρα, τον Παπάγο και τον Καραμανλή, έστω με ισχυρή δόση Βαν Φλιτ και Φρειδερίκης, είναι απείρως προτιμότερη εκδοχή από μια Ελλάδα υπό τον Ζαχαριάδη, τον Γούσια, τον Ιωαννίδη και τον Μπαρτζιώτα. Αλλά αυτό δεν μας λέει τίποτε. Δεν είναι καν εκεί το θέμα. Η ιστοριογραφία δεν ασκεί αναδρομική πολιτική ούτε μοιράζει εκ των υστέρων μομφές και εύσημα. Ερευνά για να ερμηνεύει. Και αυτό είναι κατ’ αρχήν το ζητούμενο.