Οι άνθρωποι που αρχίζουν τον 15ο αιώνα να εξερευνούν την υδρόγειο, να τη μοιράζουν αναμεταξύ τους με λυσσώδεις πολέμους και να περνούν τους «ιθαγενείς» διά πυρός και σιδήρου δεν αυτοονομάζονται «Ευρωπαίοι». Αισθάνονται κυρίως χριστιανοί· ίσως να αισθάνονται δευτερευόντως και Ισπανοί, Πορτογάλοι, Αγγλοι, Γάλλοι ή Ολλανδοί ­ όχι, πάντως, Ευρωπαίοι. Η «ευρωπαϊκή ταυτότητα» είναι μεταγενέστερο ιδεολόγημα. Αρχίζει να διαμορφώνεται με τον Διαφωτισμό και εδραιώνεται, τον 19ο αιώνα, επάνω σε βάσεις πολιτισμικές και οικονομικές.


Με τον όρο «ευρωπαϊκή ταυτότητα», επομένως, εννοώ την ιδεαλιστική αντίληψη της Ευρώπης που είχαν ενστερνισθεί οι περισσότεροι μορφωμένοι Ευρωπαίοι ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα: μια Ευρώπη εκσυγχρονισμένη, καλλιεργημένη και προσανατολισμένη οριστικά προς την πολιτισμική πρόοδο, την υλική ευημερία και την οικονομική ανάπτυξη. Αυτή την αντίληψη άλλωστε έχει ακόμη και σήμερα η πλειονότητα των Ευρωπαίων.


Στην περίοδο της διαμόρφωσής της, από τον Διαφωτισμό ως τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, η αντίληψη αυτή στηρίχθηκε σε τρία ιδεολογήματα· και τα τρία είχαν περιεχόμενο εν μέρει ηθικολογικό.


Σύμφωνα με το πρώτο ιδεολόγημα, η πρόοδος του ανθρώπου (επιστημονική, άρα και τεχνολογική) είναι προκαθορισμένη· την προκαθορίζει είτε η Φύση είτε η Θεία Πρόνοια. Κατά συνέπεια, κάθε καθυστέρηση της προόδου είναι παθολογική· οι κοινωνίες που δεν προοδεύουν και δεν αναπτύσσονται παραβαίνουν τους νόμους της Φύσης ή προσβάλλουν την ευμενή προς τον άνθρωπο προαίρεση της Θείας Πρόνοιας.


Πρόκειται για ένα ιδεολόγημα αγκιστρωμένο στο σύστημα αξιών είτε του χριστιανισμού, κυρίως στην προτεσταντική εκδοχή του, είτε του Διαφωτισμού και ειδικώς των θετικιστικών και υλιστικών ιδεών του. Οι ιδέες αυτές είχαν αναγάγει τη Φύση σε ένα είδος υλιστικής μητέρας και ημι-θεάς: είναι η μητέρα που γεννά και προκαθορίζει τον άνθρωπο· αλλά είναι και η ημι-θεά την οποία ο άνθρωπος αντιπαλεύει, υποτάσσει και γονιμοποιεί.


Το δεύτερο ιδεολόγημα, προέκταση του προηγουμένου, ήταν εμπνεύσεως αστικής και καπιταλιστικής. Η επιστημονική πρόοδος οδηγεί στην τεχνική, αυτή με τη σειρά της στην παραγωγικότητα και τελικώς στην υλική πρόοδο και στην οικονομική ευημερία, που καθιερώνονται έτσι ως αυθύπαρκτες πολιτισμικές αξίες, ως σημαντικά στοιχεία του συστήματος αξιών του «πολιτισμένου κόσμου»: η υλική και η οικονομική ανάπτυξη ξεχωρίζουν τον πολιτισμό από τη βαρβαρότητα.


Το τρίτο ιδεολόγημα ανέθετε στις «πολιτισμένες» κοινωνίες και ειδικότερα στα ανώτερα στρώματα της κοινωνικής ιεραρχίας τους μια εκπολιτιστική αποστολή σε ευρωπαϊκό και κυρίως σε διεθνές επίπεδο. Είναι ουσιαστικώς μια ιδέα ρωμαϊκή· που ανακαλύφθηκε πάλι κατά την Αναγέννηση και εκμοντερνίστηκε την περίοδο του Διαφωτισμού και της Βιομηχανικής Επανάστασης.


Ως εκπολιτισμός νοείται, με τη λογική της νεωτερικής εποχής, μια διαδικασία που οδηγεί στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο· και που καταλήγει στην υλική ευημερία και στην οικονομική ανάπτυξη. Επομένως είναι μια διαδικασία που συνάδει αρμονικά προς τα δύο προηγούμενα ιδεολογήματα.


Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η οικονομική επιστήμη και ο μαρξισμός αποδέχθηκαν σιωπηρώς (ή, πάντως, δεν αμφισβήτησαν) αυτές τις ιδέες: μπορεί να πει κανείς ότι τις θεώρησαν, αν όχι αξιώματα, τουλάχιστον αυτονόητους κοινούς τόπους.


Ο μαρξισμός, π.χ., αποδέχθηκε την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο ως ντετερμινιστικώς προκαθορισμένη ιστορική διαδικασία. Υιοθέτησε επίσης την υλική πρόοδο ως αξία που ταίριαζε αρμονικά με την υλιστική μαρξιστική κοσμοθεωρία. Αποδέχθηκε, τέλος, και την εκπολιτιστική αποστολή των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων· μόνο που ανέθεσε τον ρόλο αυτό στο επαναστατικό προλεταριάτο, στο ανώτερο δηλαδή κοινωνικό στρώμα της μεταβατικής προς τον κομμουνισμό σοσιαλιστικής κοινωνίας· και έτσι ενέταξε την εκπολιτιστική αποστολή του προλεταριάτου στις νομοτελειακές συνέπειες της πάλης των τάξεων.


Η οικονομική επιστήμη, από την πλευρά της, οικοδόμησε με την πάροδο του χρόνου διάφορες θεωρητικές κατασκευές οι οποίες ουσιαστικώς συνεπάγονται τα τρία ιδεολογήματα, αν δεν τα ενισχύουν κιόλας. Μία από αυτές είναι η λεγομένη «θεωρία της ανάπτυξης». Η θεωρία αυτή μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως επειδή μία από τις γνωστότερες εκδοχές της στηρίζεται στη διάκριση ανάμεσα σε ένα ανεπτυγμένο «κέντρο» και σε μια καθυστερημένη «περιφέρεια».


Και το σύνδρομο της διάκρισης αυτής στάθηκε, ήδη από τον 19ο αιώνα, ο ευρωκεντρισμός. Η Βρετανία, λίκνο της Βιομηχανικής Επανάστασης, άρχισε έκτοτε να θεωρείται το κέντρο της ανεπτυγμένης Βορειοδυτικής Ευρώπης και αυτή με τη σειρά της το κέντρο του κόσμου.


Το θεώρημα «κέντρο – περιφέρεια» έλαβε τη σημερινή μορφή του στα μέσα του 20ού αιώνα. Η επιχειρηματολογία που έκτοτε το στηρίζει, πολύ περιληπτικά, έχει ως εξής:


Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Βορειοδυτική Ευρώπη, ιδίως μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, υποτίθεται ότι δημιούργησε έναν σκληρό πυρήνα, ένα «κέντρο» οικονομικής νεωτερικότητας και τεχνολογικής και επιστημονικής προόδου. Σε αντιδιαστολή προς αυτό το κέντρο τοποθετούνται οι υπανάπτυκτες οικονομίες των άλλων χωρών της ηπείρου και του υπόλοιπου κόσμου. Σε κάθε εποχή αυτές οι χώρες της «περιφέρειας» ενσωματώνονται στο διεθνές σύστημα με όρους εξαιρετικά δυσμενείς· η «καθυστέρησή» τους, όμως, έμμονη επί δεκαετίες, αν όχι επί αιώνες, είναι αναπόφευκτη. Εκτός και αν κατορθώσουν να φθάσουν τον βαθμό οικονομικής ανάπτυξης των χωρών του κέντρου.


Οι κακομοίρες υπανάπτυκτες χώρες έχουν δύο τρόπους να μεταβούν από την κατηραμένη περιφέρεια στο ειδυλλιακό κέντρο: είτε να ακολουθήσουν το πρότυπο των ανεπτυγμένων χωρών σε όλα τα πεδία ­ οικονομικό, τεχνολογικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό ­, σύμφωνα με τις συνταγές που προτείνουν οι διάφορες παραλλαγές της θεωρίας της ανάπτυξης· είτε, εναλλακτικώς και σύμφωνα με τα μαρξιστικά-λενινιστικά θεωρήματα, να ανατρέψουν αυτό το πρότυπο σε όλα τα άλλα πεδία, ακολουθώντας το όμως στα πεδία της οικονομίας και της τεχνικής.


Στις ημέρες μας, βέβαια, το σχήμα «κέντρο – περιφέρεια» δεν ασκεί πια την επίδραση που ασκούσε στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Παρ’ όλα αυτά, έχει ακόμη αρκετά μεγάλη επιρροή. Ρητώς ή σιωπηρώς ενυπάρχει σε πολλές εργασίες ιστορίας και κοινωνιολογικής ιστορίας, ακόμη και σύγχρονες, κυρίως εργασίες σύνθεσης και γενικής ερμηνείας. Σήμερα, τέλος, το μοντέλο επηρεάζει πολύ την κοινή γνώμη ως ιμπρεσιονιστική αντίληψη της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας ιστορίας.


Ιδεολογήματα, συστήματα αξιών και ατελείς επιστημονικές θεωρίες διαμόρφωσαν έτσι από κοινού, εδώ και δύο αιώνες, μια ευρωπαϊκή συλλογική ταυτότητα που δεν υπήρχε προηγουμένως και που εξιδανικεύει την Ευρώπη ως μητέρα της προόδου και τους Ευρωπαίους ως ιεραποστόλους του πολιτισμού. Περισσότερα θα πούμε σε άλλη ευκαιρία. Προς το παρόν ας θυμόμαστε ότι ο ναρκισσικός αυτός ευρωκεντρισμός διατηρείται, με αμείωτη αυταρέσκεια αλλά και αυξημένη ανασφάλεια, ως τις ημέρες μας.


Ο κ. Γεώργιος Β. Δερτιλής είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.