Από τις 14 ως τις 16 Οκτωβρίου πραγματοποιείται στην Αθήνα διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα «Πούσκιν και Ελλάδα». Διοργανωτές του συνεδρίου είναι το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και το Πάντειο Πανεπιστήμιο, υπό την αιγίδα του πρέσβη της Ρωσίας στην Ελλάδα κ. Μ. Μποτσάρνικοφ. Με αφορμή τη διοργάνωση που γίνεται στα πλαίσια των 200 χρόνων από τη γέννηση του μεγάλου ρώσου ποιητή και πεζογράφου, το κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται σε ορισμένες χαρακτηριστικές στιγμές της ζωής του, δηλωτικές των σχέσεών του με την Ελλάδα.



Τιμωρώντας τον Πούσκιν με εξορία στο Κισινιόφ, ο τσάρος Αλέξανδρος υπολόγιζε να τον θέσει σε απομόνωση. Και διαψεύστηκε. Ο κύκλος συναναστροφών που απέκτησε εκεί ο εξόριστος ποιητής υπήρξε εντυπωσιακά πλούσιος και με αρκετά ελληνικά ονόματα. Οι μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν συχνές επισκέψεις του στο σπίτι του Ζαμφύριου Ράλλη και τη φιλία με τον γιο του Κωνσταντίνο, λάτρη της μουσικής και της λογοτεχνίας (μελετούσε τον Βολταίρο και τον Ρουσό, ήξερε απ’ έξω τον Μπάιρον). Μνημονεύεται και η παντρεμένη αδελφή του Κωνσταντίνου Αικατερίνη Στάμου, 22 χρόνων, «πολύ μικρού αναστήματος, με εξαιρετικά εκφραστικό μελαχρινό πρόσωπο και ωραιότατα μεγάλα μάτια, έξυπνη και καλλιεργημένη…». Δεκαετίες μετά η Αικατερίνη θα αφηγείται τις αναμνήσεις της για τον Πούσκιν στον γιο του Κωνσταντίνου Ζαμφύριο Ράλλη και εκείνος, με τη σειρά του, θα καταγράψει όσα είχαν διατηρηθεί στη μνήμη του.


Πολύ νέος τότε, μόλις 21 χρόνων, ο Πούσκιν ερωτευόταν τις ωραίες γυναίκες. «Ηταν πολύ ζωηρός», θυμάται η Στάμου, «κι εγώ επιπλέον, προς δυστυχία μου, έλεγαν πως ήμουν καλλονή. Με πολλή δυσκολία συγκρατούσα τη νεανική του ορμητικότητα. Ημουν πάντα πολύ αυστηρών ηθών, τέτοια αγωγή μας είχαν δώσει, ενώ ο Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς είχε πολύ ελαφριές αντιλήψεις περί γυναικών, και να μην ξεχνάμε συν τοις άλλοις ότι ήταν Ρώσος και το περιβάλλον μας τού ήταν τελείως ξένο. Από τη μια πλευρά χάρη στη διακριτικότητά μου και από την άλλη χάρη στην επιρροή του πατέρα σου, τελικά κατόρθωσα να τοποθετήσω έτσι τον εαυτό μου απέναντι στον Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς ώστε εκείνος δεν επαναλάμβανε πλέον την declaration του που έκανε μία φορά σε μένα, παντρεμένη γυναίκα. Ημασταν φίλοι και η φιλία μας συνεχίστηκε και μετά την αναχώρησή του για την Οδησσό».


Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαρτυρία της που συνδέεται με τη συγγραφή του ποιήματος Τσιγγάνοι. «Μια φορά», έλεγε η Στάμου στον ανιψιό της, «ο πατέρας σου αποφάσισε να πάει σε ένα από τα πατρικά κτήματα, την Ντόλνα. Ανάμεσα στην Ντόλνα και στο άλλο κτήμα, Γιουρτσένι, βρισκόταν στο δάσος ένα χωριό τσιγγάνων που ανήκε στον πατέρα σου. Θυμάμαι λοιπόν πως ο Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς πήγε μαζί του στην Ντόλνα και από ‘κεί, μέσα από το δάσος, στο Γιουρτσένι και βέβαια επισκέφθηκαν τους τσιγγάνους. Αρχηγός του καταυλισμού ήταν ένας γέρος με μεγάλο κύρος που είχε μια πανέμορφη κόρη. Τη θυμάμαι πολύ καλά αυτή την κοπέλα, την έλεγαν Ζεμφύρα· ήταν ψηλή, με μεγάλα μαύρα μάτια και μακριά κατσαρά μαλλιά, δεμένα σε κοτσίδες. Φορούσε ανδρικά ρούχα, παρδαλό παντελόνι, καπέλο από προβιά, κεντητή μολδαβική πουκαμίσα και κάπνιζε πίπα. Ηταν πράγματι αληθινή καλλονή και το πλούσιο κολιέ από διάφορα παλιά χρυσά και αργυρά νομίσματα που στόλιζε τον λαιμό αυτής της άγριας πανέμορφης δεν ήταν δώρο ενός μόνο θαυμαστή της.


Ο Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς έμεινε τόσο έκπληκτος μπροστά στα κάλλη της τσιγγάνας που με παρακάλια έπεισε τον Κωνσταντίνο να μείνουν μερικές μέρες στο Γιουρτσένι. Εμειναν εκεί πάνω από δύο εβδομάδες ώστε ο πατέρας μας ανησύχησε και έστειλε να μάθει τι απέγιναν οι νεαροί κύριοι. Και να, προς μεγάλη μας έκπληξη, λάβαμε από την Ντόλνα την πληροφορία ότι ο Κωνσταντίνος και ο Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς μετακινήθηκαν μαζί με το μπουλούκι των τσιγγάνων προς το Βαρζαρέστι. Λαμβάνοντας αυτή την είδηση, ο πατέρας αμέσως έστειλε εκεί άλλον απεσταλμένο με επιστολή προς τον Κωνσταντίνο κι εμείς με ανυπομονησία περιμέναμε την απάντηση που, όσο θυμάμαι, καθυστέρησε αρκετά. Επιτέλους το γράμμα έφτασε, ήταν στα ελληνικά, και ο πατέρας, αφού το διάβασε, μας ανακοίνωσε ότι δεν τρέχει τίποτε το έκτακτο, απλούστατα ο Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς είναι ξετρελαμένος με την τσιγγάνα Ζεμφύρα.


Μετά από δύο εβδομάδες οι νέοι μας επιτέλους γύρισαν. Ο αδελφός μάς διηγήθηκε ότι ο Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς τον εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο τσαντίρι του αρχηγού. Μέρες ολόκληρες εκείνος και η Ζεμφύρα έκαναν βόλτες μακριά από τον καταυλισμό και ο αδελφός μου τους είχε δει να κάθονται σιωπηλά στους αγρούς, κρατημένοι από το χέρι. Η Ζεμφύρα δεν ήξερε ρωσικά, ο Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς δεν ήξερε, βέβαια, ούτε λέξη από εκείνο το τσιγγανο-μολδαβικό κράμα που μιλούσε εκείνη, οπότε πρέπει να συνεννοούνταν με τη γλώσσα της παντομίμας. Αν δεν άναβε η ζήλια του Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς που, όπως μας έλεγε ο αδελφός μου, υποψιάστηκε πως η Ζεμφύρα δείχνει συμπάθεια σ’ έναν νεαρό τσιγγάνο, το ειδύλλιο αυτό μπορούσε να κρατήσει πολύ, αλλά η ζήλια έθεσε σ’ όλα ένα ξαφνικό τέλος. Ενα πρωί ο Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς ξύπνησε στο τσαντίρι του αρχηγού ολομόναχος, η Ζεμφύρα είχε εξαφανιστεί. Αποδείχτηκε ότι έφυγε για το Βαρζαρέστι, όπου έτρεξε από πίσω της ο Πούσκιν, αλλά δεν τη βρήκε ­ τον πρόλαβαν ασφαλώς οι τσιγγάνοι. Ετσι τελείωσε αυτή η ζαβολιά του…



Με τον Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς δεν είχα μιλήσει ποτέ για την amourette του κι εκείνος, όταν επέστρεψε, δεν είπε ούτε λέξη για την escapade με την τσιγγάνα Ζεμφύρα… Αργότερα, αφού είχε φύγει από μας, μου έστειλε τους Τσιγγάνους του, θαυμάσιο ποίημα, και όλοι μας γελούσαμε πολύ με τη φλογερή φαντασία του ποιητή που έπλασε από τη Ζεμφύρα μας τη φιλελεύθερη ηρωίδα του… Ο Κωνσταντίνος τού έγραψε στην Οδησσό για την τύχη της: την έσφαξε ο αγαπημένος της τσιγγάνος κι έτσι η φτωχή ηρωίδα του πράγματι τελείωσε τραγικά τη σύντομη ζωή της».


Οταν ο ανιψιός τη ρωτούσε για τις πολιτικές ιδέες του Πούσκιν, του απαντούσε πάντα γαλλικά: «Oh, il etait tout-a-fait rouge!». «Οταν είχαμε πολιτικές συζητήσεις, τον Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς τον παρακαλούσαν να μιλά γαλλικά ­ pour que les domestiques ne comprennent pas. Στο σπίτι μας για τέτοια θέματα μιλούσαν ελληνικά, αλλά, παρουσία του Πούσκιν που δεν γνώριζε ελληνικά, περνούσαν από ευγένεια στα γαλλικά… Τα πολιτικά φρονήματα του Πούσκιν και η φιλία του με τον πατέρα σου ήταν αιτία της δυσπιστίας προς το πρόσωπό του εκ μέρους της κυβέρνησης και γι’ αυτό δεν προβιβάστηκε αρκετά στην υπηρεσία του. Χρόνια μετά, κατά τη θητεία του κυβερνήτη Φιόντοροφ, έφτασε εδώ ένα επίσημο έγγραφο με αναφορά στον βλαβερό τρόπο σκέψης του «πρώην φίλου του Πούσκιν». Για τους λόγους αυτούς ο πατέρας σου έφυγε έπειτα στο εξωτερικό, όπου έζησε πολλά χρόνια».


Το είχε, φαίνεται, η μοίρα της οικογένειας και ο γιος του Κωνσταντίνου Ράλλη Ζαμφύριος προχώρησε προς αυτή την κατεύθυνση πολύ περισσότερο. Στη δεκαετία του 1860, όντας φοιτητής της Ιατρικής στην Πετρούπολη, πήρε μέρος στις επαναστατικές οργανώσεις στο πλευρό του θρυλικού Νιετσάγεφ, είχε συλληφθεί, πέρασε από ανακρίσεις, «το καλοκαίρι του 1871 διέφυγε στο εξωτερικό κι έγινε ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Μπακούνιν». Στις αρχές του 20ού πια αιώνα στις αναμνήσεις για τον διάσημο φίλο του θα αναφέρει πως η εξαδέλφη του Μπακούνιν Α. Πολταράτσκαγια είχε παντρευτεί τον θείο του Ιβάν Ράλλη και έζησε στο Κισινιόφ, όταν εκεί βρισκόταν και ο Πούσκιν. Ο Μπακούνιν εξεδήλωνε επίμονο ενδιαφέρον για τις αφηγήσεις περί Πούσκιν που διασώθηκαν στην οικογένεια, ιδιαίτερα της Αικατερίνης Στάμου που φύλαγε δύο γράμματα του ποιητή με τις ερωτικές εξομολογήσεις του, αλλά αρνήθηκε να τα δείξει στον ανιψιό της.


Η σύνταξη του περιοδικού Τα περασμένα χρόνια, αφού παρέλαβε προς δημοσίευση τις αναμνήσεις για τον Μπακούνιν, πρόσεξε αυτή τη φευγαλέα μνεία και παρακίνησε τον Ράλλη να καταγράψει ό,τι θυμόταν από τις αφηγήσεις της Στάμου. Με τον τίτλο «Από τις οικογενειακές αναμνήσεις για τον Α. Σ. Πούσκιν» το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε το 1908. Εμείς με τη σειρά μας βρήκαμε τη σχετική άκρη του νήματος στο βιβλίο του Μ. Αλεξανδρόπουλου Δαίμονες και Δαιμονισμένοι. Επιστροφές στον Ντοστογέφσκι, όπου οι πλούσιες αναφορές στο επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία τη δεκαετία του 1860 είχαν συμπεριλάβει και τις ελληνικές συμμετοχές, μεταξύ των οποίων είναι και η περίπτωση του Ζ. Ράλλη. Ετσι, ξετυλίγοντας το νήμα, φθάσαμε στη σημερινή παρουσίαση.


Στις 6 Σεπτεμβρίου 1826 ο ειδικός απεσταλμένος του νέου τσάρου που μετέφερε τον Πούσκιν από την εξορία στη Μόσχα τον πήγε κατευθείαν στο παλάτι του Κρεμλίνου. Εκ μέρους του Νικόλαου ήταν ένα καλά υπολογισμένο πολιτικό διάβημα με σκοπό να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ποιητή και τη συμπάθεια της κοινής γνώμης. Μετά τη συνάντηση δήλωσε πως θεωρεί τον Πούσκιν τον εξυπνότερο άνθρωπο της Ρωσίας. Τον άφησε ελεύθερο και εξέφρασε την επιθυμία να τον λογοκρίνει ο ίδιος.


Ηταν μεγάλη εύνοια: οι πέντε αρχηγοί των δεκεμβριστών είχαν εκτελεστεί, οι υπόλοιποι πήραν τον δρόμο για τα κάτεργα. Είναι γνωστό ότι ο Νικόλαος ρώτησε τον Πούσκιν πού θα ήταν αν βρισκόταν την ημέρα της εξέγερσης στην Πετρούπολη. Του απάντησε πως δεν θα μπορούσε παρά να είναι με τους φίλους του. Στα χειρόγραφά του ζωγραφίζει τις κρεμάλες και υπογράφει: «Ισως να ήμουν κι εγώ…».


Ο τσάρος ως λογοκριτής του κάθε άλλο παρά τον λύτρωσε από τους περιορισμούς της λογοκρισίας. Σημαντικός αριθμός έργων που έγραψε εκείνα τα παραγωγικότατα χρόνια δεν είδε, όσο ζούσε, το φως της δημοσιότητας: οι μετατροπές που ζητούσε ο Νικόλαος ήταν απαράδεκτες. Αυτά είχαν σοβαρές συνέπειες. Μετά τη θριαμβευτική υποδοχή στην επιστροφή του Πούσκιν από την εξορία και την «ενθρόνισή» του ως μεγάλου εθνικού ποιητή, ο αραιός ρυθμός των δημοσιεύσεων προκαλούσε απορίες και πικρόχολα σχόλια για τη δημιουργική κρίση που περνούσε, ενώ στην πραγματικότητα βρισκόταν στην κορυφή της ακμής: προέτρεχε πολύ της εποχής του αφήνοντας πίσω τους αναγνώστες και την κριτική που είχαν προσηλωθεί στην παλιά ρομαντική γραφή του.


Αλλη ιδιαίτερα οδυνηρή πλευρά της ζωής του, ο ασφυκτικός κλοιός παρακολούθησης. Η αλληλογραφία του ελέγχεται, η κάθε κίνησή του αξιολογείται και συχνά προκαλεί αυστηρές παρατηρήσεις και απειλές (τον ανακρίνουν για τα ποιήματά του που κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι, του απαγορεύουν να διαβάζει σε φιλικό κύκλο έργα που δεν πέρασαν λογοκρισία), για οποιαδήποτε απουσία από την Πετρούπολη πρέπει να ζητά άδεια. Για να ξεφύγει υποβάλλει αίτηση για ταξίδι στο εξωτερικό και αντιμετωπίζει άρνηση. Τελικά θα αναζητήσει καταφύγιο στην οικογενειακή ευτυχία…


Η κυρία Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.