Στον ονομαστό Campo dei Greci (Γειτονιά ή, ακριβέστερα, Περίβολο των Ελλήνων) στη Βενετία ένας θησαυρός από μνήμες της ελληνικής ιστορίας, και πιο συγκεκριμένα της Βυζαντινής Ιστορίας και των τραγικών αιώνων που ακολούθησαν την Αλωση, παραδίδεται στο κοινό. Το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας ανοίγει τις πύλες του ανακαινισμένου Μουσείου του εγκαινιάζοντας την επανέκθεση των περίφημων φορητών εικόνων του από τον 14ο ως και τον 18ο αιώνα. Εχει ειπωθεί ότι αυτό το κέντρο μελετών με τη μακρόχρονη παράδοση είναι ο καλύτερος πρεσβευτής μας στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Ας θυμηθούμε όμως την ιστορία.


Το πολιτισμικό «πάρε-δώσε» ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Βενετία άρχισε πολύ νωρίτερα από την ίδρυση της Αδελφότητος των Ορθοδόξων Ελλήνων της Βενετίας που έγινε στις αρχές του 15ου αιώνα. Ηδη από το 1204, όταν οι Βενετοί κυριάρχησαν σε ένα μεγάλο μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, άρχισε να αναπτύσσεται το εμπόριο ανάμεσα στους δύο γειτονικούς αυτούς κόσμους και με τον καιρό, όπως γίνεται σχεδόν πάντα, ακολούθησαν οι πνευματικές ανταλλαγές και οι αμφίδρομες επιρροές στις τέχνες. Και οι δύο λαοί ήταν ναυτικοί, και οι δύο είχαν ανεπτυγμένο το εμπορικό ένστικτο, και οι δύο είχαν ξεχωριστές ευαισθησίες στις τέχνες. Οι δεσμοί που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στους δύο λαούς έφεραν έναν ενδιαφέροντα συγκερασμό, πολύ συχνά των καλύτερων στοιχείων και των δύο πλευρών.


Ναυτικοί, έμποροι και τεχνίτες από τη Βενετία ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα, στη Μονεμβασία και στην Κρήτη και αντίστοιχα, Ελληνες, ιδίως από τον 14ο αιώνα και μετά, αναζητούσαν καταφύγιο στην πλούσια και ασφαλή Γαληνοτάτη Δημοκρατία. Αργότερα, μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ακολούθησε μια σχεδόν μαζική έξοδος των Ελλήνων προς τη Δύση. Και όπως γίνεται και τώρα, πρώτη επιλογή των κατατρεγμένων προσφύγων ήταν μέρη με τα οποία είχαν κάποια εμπορική ή άλλη σχέση, τόποι όπου υπήρχε ήδη εγκατεστημένος κάποιος, έστω και πολύ μικρός, ελληνικός πυρήνας. Η ως τότε μικρή παροικία των Ελλήνων στη Βενετία γνώρισε, μετά την Αλωση, σημαντική ανάπτυξη.


Οι δύο προστάτες άγιοι


Πρώτο μέλημα των Ελλήνων της Βενετίας ήταν η ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων τους κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, πράγμα όχι και τόσο εύκολο σε μια παπική Δημοκρατία. Η πρώτη άδεια στους Ελληνες να χτίσουν ορθόδοξη εκκλησία στη Βενετία παραχωρήθηκε το 1456 από τη Γερουσία και ήταν προϊόν παρεξήγησης, καθώς οι βενετοί γερουσιαστές είχαν την εντύπωση ότι οι Ελληνες υπάκουαν στην καθολική πίστη και στην Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία. Οταν έγινε αντιληπτό ότι επρόκειτο για«σχισματικούς ή αιρετικούς», η άδεια αποσύρθηκε και χρειάστηκε να περάσουν 15 χρόνια για να τους επιτραπεί να εκκλησιάζονται σε μια γωνία της καθολικής εκκλησίας του Αγίου Βλασίου. Σαν καλοί Βυζαντινοί όμως οι Ελληνες αναζήτησαν άλλο δρόμο και επικαλούμενοι την πολεμική συμμετοχή τους στην κατάκτηση της Δαλματίας οργανώθηκαν σε Αδελφότητα, πράγμα εφικτό χάρη στο συντεχνιακό δίκαιο της εποχής. Η Ελληνική Αδελφότητα πρόβαλε κυρίως ως μέλη τους έλληνες πλούσιους και ισχυρούς ναυτικούς των οποίων προστάτης ήταν ο Αγιος Νικόλαος και ως σκοπός δηλώθηκε η περίθαλψη των απόρων, των ασθενών και των ορφανών και τραυματιών του πολέμου. Εδρα της νεοσύστατης Αδελφότητας ορίστηκε η εκκλησία του Αγίου Βλασίου και προστάτης της Αδελφότητας ο Αγιος Νικόλαος.


Από τα μέλη της Ελληνικής Αδελφότητας την οποία αποτελούσαν ναυτικοί, έμποροι, τεχνίτες και στρατιώτες, οι τελευταίοι, λόγω της ανδρείας τους, έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης από τους Βενετούς, κατόρθωσαν και πήραν άδεια για να χτίσουν εκκλησία αφιερωμένη στον προστάτη των στρατιωτών, τον Αγιο Γεώργιο. Ετσι η Αδελφότης των Ελλήνων της Βενετίας, με προστάτη τον Αγιο Νικόλαο (των ναυτικών της), άρχισε το 1514 να χτίζει την εκκλησία του… προστάτη των stradiotti, Αγίου Γεωργίου. Από αυτή την εποχή και μετά η Ελληνική Αδελφότης χάρη στην πολιτική ισχύ ορισμένων μελών της, όπως ο Μάρκος Μουσούρος και ο Ιανός Λάσκαρης, που υπήρξαν σύμβουλοι του Πάπα Λέοντος Ι’, έχαιρε ξεχωριστών προνομίων και απόλυτης θρησκευτικής ελευθερίας.


Οι καλές σχέσεις της ελληνικής παροικίας με τη διοίκηση της νέας πατρίδας τους συνεχίστηκαν και στις αρχές του 17ου αιώνα γνωρίζουμε ότι η Αδελφότης έπαιρνε από τη Βενετική Γερουσία τακτική ετήσια χορηγία 150 δουκάτων για τη λειτουργία της σχολής ελληνικών και λατινικών γραμμάτων όπου δίδασκαν έλληνες σοφοί. Η μεγάλη περιουσία του κερκυραίου νομομαθούς Θωμά Φλαγγίνη που κληροδοτήθηκε στην Αδελφότητα στα μέσα του ίδιου αιώνα έδωσε τη δυνατότητα να ιδρυθεί το Φλαγγίνειον Κολλέγιο. Η σχολή, αφιερωμένη σε ανώτερες σπουδές, εγκαταστάθηκε σε ιδιαίτερο κτίριο δίπλα στη Scoletta, έτσι ώστε μαζί με τον ναό του Αγίου Γεωργίου να συμπληρώνεται ένα ελληνικό κτιριακό συγκρότημα στην καρδιά της Βενετίας. Τόσο η Scoletta όσο και η Φλαγγίνειος Σχολή ανεγέρθηκαν με σχέδια του γνωστού αρχιτέκτονα της εποχής Baldassare Longhena. Στον πρώτο όροφο της Scoletta λοιπόν, όπου άλλοτε στεγαζόταν το νοσοκομείο της Αδελφότητας (λειτουργούσε από το 1678 ως τις αρχές του 20ού αι.), βρίσκεται τώρα το Μουσείο των Εικόνων του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας. Ενα Μουσείο που ανήκει σήμερα πια στο διεθνές κοινό και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα αυτής της μοναδικής πόλης η οποία βεβαίως δεν… στερείται σημαντικών μνημείων.


«Οι περισσότερες εικόνες του Μουσείου έχουν βγει από τα κρητικά εργαστήρια του 15ου ως και του 17ου αιώνα, στα οποία συνεχίστηκε η παλαιολόγεια παράδοση και άνθησε εκείνη την περίοδο η τέχνη των φορητών εικόνων. Η συλλογή του Ινστιτούτου περιλαμβάνει εξαιρετικά ενυπόγραφα έργα των πιο φημισμένων κρητικών ζωγράφων του 16ου και του 17ου αιώνα. Καλύτερα από οπουδήποτε αλλού, ο επισκέπτης αυτού του Μουσείου μπορεί να κατανοήσει τις προτιμήσεις και τις επιλογές των δημιουργών αλλά και των πιστών που έζησαν κατά τη διάρκεια αυτών των τριών αιώνων και να παρακολουθήσει την εξέλιξη αυτής της ιδιαίτερης τέχνης των φορητών εικόνων που αναπτύχθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία» εξηγεί στο «Βήμα» η διευθύντρια του Ινστιτούτου της Βενετίας καθηγήτρια Χρύσα Μαλτέζου, η οποία έθεσε ως πρώτο μέλημά της, μετά τον διορισμό της στο Ινστιτούτο στα τέλη της περυσινής χρονιάς, την ανακαίνιση και επανέκθεση των εικόνων του Μουσείου.


Εκτός όμως από τις εικόνες οι οποίες κατά την επανέκθεση ακολουθούν χρονολογική σειρά, δύο πολύτιμα χειρόγραφα που είδαμε και στην έκθεση του Μεγάρου Μουσικής στην Αθήνα, το ιστορημένο ευαγγελιστάριο του 13ου αιώνα και το Μυθιστόρημα του Μεγάλου Αλεξάνδρου (14ος αι.) με τις εκπληκτικές μικρογραφίες του, κυριαρχούν μεταξύ των εκθεμάτων όπου τα πατριαρχικά και δουκικά έγγραφα από το πλουσιότατο Αρχείο του Ελληνικού Ινστιτούτου δίνουν ανάγλυφα την ιστορία της ελληνικής κοινότητας. Ενώ σε ένα περγαμηνό χειρόγραφο του 17ου αιώνα αναγράφονται τα ονόματα των ευεργετών που μνημονεύονταν στις λειτουργίες.