«Η τρέχουσα ευφυΐα είναι μια ισορροπία ανάμεσα στο χείριστο και το βέλτιστο»


«Εκ του πλησίον»,


Οδυσσέας Ελύτης




Στο πέμπτο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου των Αδελφών Καραμαζώφ, ο Ντοστογέφσκι πραγματεύεται το ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους, του χωρισμού ή της κυριαρχίας του ενός επί του άλλου, με αφορμή το εύρος των εκκλησιαστικών δικαστηρίων για ποινικές ή αστικές διαφορές.


Σε κάποιο σημείο της συζήτησης κι ενώ έχει ολοκληρώσει την αγόρευσή του ο γέρων Ζωσιμάς, ο πατήρ Παΐσιος αντικρούοντας τον Μιούσωφ του λέγει τα εξής: «Σφάλλετε, εντελώς, κύριε. Δεν είναι η εκκλησία που μετατρέπεται σε κράτος. Παρακαλώ καταλάβετέ το αυτό. Ετσι είναι η Ρώμη και το όραμά της. Αντιθέτως, το κράτος μετασχηματίζεται σε εκκλησία, ανυψώνεται σε αυτή και γίνεται μια εκκλησία σε όλο τον κόσμο ­ αυτός είναι ο μεγάλος προορισμός της ορθόδοξης εκκλησίας στη γη. Αυτό το άστρο θα λάμψει στην Ανατολή».


Ξέρουμε, βέβαια, πως το μόνο άστρο που έλαμψε κι έσβησε μέσα σε εβδομήντα χρόνια στην Ανατολή δεν ήταν παρά το άστρο του υπαρκτού σοσιαλισμού, που κατά την έμπρακτη εφαρμογή του έθεσε την εκκλησία εκποδών. Πράγματι ο σοσιαλισμός ανατολικού ή μάλλον σοβιετικού τύπου δεν απορρόφησε απλώς την εκκλησία, αλλά κυριολεκτικά την κατήργησε και την εξαφάνισε μαζί με άλλους θεσμούς και οργανωμένες εκφάνσεις της κοινωνίας των πολιτών και βέβαια της οικονομίας της αγοράς.


Αν η περίπτωση της υποταγής και της αλλοτρίωσης της εκκλησίας από το κράτος οριοθετεί την μια ακραία περίπτωση, στο άλλο άκρο θα τοποθετούσε κανείς τον τύπο του αμιγώς εκκλησιαστικού κράτους, όπου το κράτος πλέον ταυτίζεται και απορροφάται από την εκκλησία, η οποία δεν ασκεί απλά έναν αλλά τον κυρίαρχο ρόλο στις κρατικές υποθέσεις. Κρατικές και εκκλησιαστικές υποθέσεις ταυτίζονται, δεν νοούνται χωριστά και διέπονται από την ίδια λογική (την εκκλησιαστική λογική) και συμφέροντα. Αυτή είναι η περίπτωση της «Ρώμης» και των ιδεωδών της, όπως έλεγε ο πατήρ Παΐσιος του Ντοστογέφσκι.


Στην περίπτωση αυτή η εκκλησία δεν αποτελεί μόνο κράτος εν κράτει, αλλά αποτελεί το κράτος καθ’ εαυτό. Το σύνολο των κρατικών (πολιτικών) και εκκλησιαστικών αξιωμάτων ταυτίζονται, οι κυβερνητικοί και οι εκκλησιαστικοί θεσμοί και τα όργανα δεν διακρίνονται αλλά συγχέονται και συμπίπτουν. Και φυσικά ταυτίζονται οι ρόλοι του επικεφαλής της εκκλησίας και του κράτους, ένα και το αυτό πρόσωπο ασκεί ισοβίως και τους δύο ρόλους, που στην πράξη γίνονται ένα. Για τον λόγο αυτό δεν διακρίνεται παρά μόνο εντελώς προσχηματικά η ιδιότητα του αρχηγού του κράτους από αυτήν του αρχηγού της εκκλησίας.


Σφάλλουν, επομένως, εκείνοι που «βλέπουν» τον Πάπα ως αρχηγό του κράτους του Βατικανού και μόνο, αποσιωπώντας ή παραβλέποντας την άλλη κεντρική ή πρωτεύουσα ιδιότητά του ­ του αρχηγού της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Πρόκειται για μια έκδηλα στρουθοκαμηλική στάση, γιατί αν αποσιωπηθεί η θρησκευτική ή εκκλησιαστική ιδιότητα του Πάπα, ελάχιστη είναι η σημασία του ως αρχηγού του λιλιπούτειου κρατιδίου του Βατικανού. Και αν υποτεθεί ότι τελικά γίνεται δεκτός ο Πάπας στην Ελλάδα «ως αρχηγός του κράτους του Βατικανού» και μόνο, ποιους άραγε θα συναντήσει, με ποιους θα συνδιαλλαγεί και επί ποίων θεμάτων: αμυντικής πολιτικής ή βιομηχανίας;


Αν επίσης υποτεθεί ότι ο Πάπας δεν ήταν αρχηγός του μικροσκοπικού κρατιδίου του Βατικανού, πώς θα γινόταν τότε δεκτός; Και αν το αίτημα για επίσκεψη στην Ελλάδα διατυπωνόταν από κάποιον αρχηγό της βουδιστικής, της εβραϊκής, της ινδουιστικής ή της μουσουλμανικής θρησκείας, ποια θα ήταν τότε η στάση κυβέρνησης και εκκλησίας;


Το θέμα μοιάζει περίπλοκο λόγω της ιδιάζουσας και ξεχωριστής θέσης που κατέχει η Ορθόδοξη εκκλησία στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα και τις παραδόσεις της Ελλάδος, μια και το ίδιο το Σύνταγμα την αναγνωρίζει ως «επικρατούσα». Το κράτος μας δεν είναι βέβαια «εκκλησιαστικό» (με την έννοια που είναι το κράτος της Ρώμης), αλλά ούτε είναι και εντελώς «εκκοσμικευμένο», πράγμα που θα ίσχυε αν η εκκλησία ήταν πλήρως διαχωρισμένη από το κράτος.


Αποφεύγοντας, προς το παρόν, τον πλήρη μεταξύ τους διαχωρισμό, τη διάκριση και τη διαφοροποίηση των ρόλων και των σφαιρών επιρροής, κράτος και εκκλησία μοιραία διαπλέκονται και διεισδύουν το ένα στο πεδίο λειτουργίας και αρμοδιότητας του άλλου.


Ετσι, το μεν κράτος υπεισέρχεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε αμιγώς εκκλησιαστικά ή θρησκευτικά ζητήματα ­ από τη μισθοδοσία των κληρικών και τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας ως τις σχέσεις μεταξύ εκκλησιών και θρησκευμάτων. Αλλά και η εκκλησία δεν διστάζει, ιδίως επ’ εσχάτοις, να έχει λόγο σχεδόν επί παντός επιστητού, περιλαμβανομένων και ζητημάτων εσωτερικής ή και εξωτερικής πολιτικής της χώρας, όπως, λ.χ. το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών στα σχολεία, η επίσκεψη ξένων προσωπικοτήτων στη χώρα, η αναγνώριση άλλων θρησκευμάτων, οι σχέσεις με άλλες ομόδοξες ή χώρες, ακόμη και η ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα.


Εκκλησία και κράτος αποφεύγουν τον διαχωρισμό γιατί φοβούνται το σχετικό αμοιβαίο κόστος, που δεν θα είναι αμελητέο. Ισως όμως το όφελος να είναι ακόμη μεγαλύτερο από το ξεκαθάρισμα των ρόλων και των αρμοδιοτήτων («τα του Θεού τω Θεώ και τα του Καίσαρος τω Καίσαρι»).


Διαφορετικά θα πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχόμαστε τη διγλωσσία, τα μισόλογα, τα υπονοούμενα, τα πλάγια μέσα, την ύποπτη στάση, μια στάση Ποντίου Πιλάτου και από τις δύο πλευρές. Ισως είναι τελικά προτιμότερο ένα πραγματικά «εκκοσμικευμένο» κράτος παρά ένα κράτος υποκριτικά θρησκευόμενο και μια γνήσια υπερ-πολιτική εκκλησία, παρά μια εκκλησία κρυφά πολιτευόμενη.


Οπως εξομολογήθηκε στον Μιούσωφ ο γάλλος αστυνομικός ­ για να ξαναγυρίσουμε στο σχετικό κεφάλαιο των Αδελφών Καραμαζώφ ­ «υπάρχουν κάτι περίεργοι άνθρωποι που τους φοβόμαστε περισσότερο απ’ όλους, αυτοί είναι χριστιανοί και είναι συνάμα και σοσιαλιστές. Αυτούς φοβόμαστε περισσότερο από όλους. Ενας χριστιανός σοσιαλιστής είναι χειρότερος από ένα σοσιαλιστή που είναι άθεος». Οπως σε πολλά άλλα πράγματα στη ζωή, οι ξεκάθαρες θέσεις είναι όχι μόνο σαφέστερες και απλούστερες, είναι και ηθικά υγιέστερες.


Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.