Είναι γνωστό ότι αυτό που ονομάζουμε «εθνικές προτεραιότητες» δεν είναι απαραίτητα συνάρτηση μιας αντικειμενικής και οξυδερκούς ιεράρχησης μακράς πνοής, αλλά αποτέλεσμα συμφερόντων και ιδιοτελειών, κατ’ αρχήν πολιτικών και οικονομικών. Αντίστοιχα ρητορικό είναι και ένα από τα πιο διαδεδομένα συνθήματα του νεοελληνικού μας ήθους, εκείνο της «μνήμης» και της «ιστορίας». Μνήμη όμως δεν είναι (μόνο) τα αρχαία μάρμαρα ή οι αναμνήσεις των παππούδων, είναι τα γραπτά ντοκουμέντα που οικοδομούν την ταυτότητα του τόπου και την αυτογνωσία των ανθρώπων, οικοδομούν δηλαδή το μέλλον μιας κοινωνίας. Εθνική προτεραιότητα λοιπόν είναι το ζήτημα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, που έχει πλέον εξελιχθεί σε εθνική τραγωδία. Η έλλειψη συνείδησης για το τι σημαίνει η ουσιαστική σχεδόν ακύρωση της λειτουργικότητας αυτού του οργανισμού, πέρα από τους κινδύνους που διατρέχουν τα ίδια τα αποκτήματά του, δημιουργεί ένα μείζον πρόβλημα που δεν θα δίσταζα να ονομάσω εθνικό έγκλημα.


Η ανέγερση νέας στέγης για την Εθνική Βιβλιοθήκη είναι επείγουσα και επιτακτική ανάγκη που θα πρέπει να περιέλθει στην άμεση φροντίδα της ανώτατης πολιτικής και θεσμικής ιεραρχίας του τόπου. Εδώ ακριβώς είναι το θέμα. Στις πρόσφατες συζητήσεις για την επισήμανση του κατάλληλου γηπέδου στην πρωτεύουσα, δημοσιεύματα στον Τύπο ανέφεραν ότι μεταξύ των υποψηφίων χώρων συγκαταλέγεται και η περιοχή των προσφυγικών κατοικιών απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, οι οποίες θα κατεδαφιστούν, ενώ θα διατηρηθούν μία-δύο μονάδες ως «ανάμνηση ιστορική».


Είναι πολλά τα ζητήματα που προκύπτουν. Χάριν της ενίσχυσης της γνώσης και της διατήρησης της μνήμης (όχι της «ανάμνησης», ελπίζουμε), γίνεται κατ’ αρχήν σκέψη για την κατεδάφιση ενός άλλου συγκροτήματος στο οποίο αποδίδεται ιστορική αξία και τούτο είναι σαφώς αντιφατικό. Η ιστορική εν τούτοις σημασία του συγκροτήματος της λεωφόρου Αλεξάνδρας είναι περιορισμένη συγκριτικά με το αρχιτεκτονικό του περιεχόμενο, με την αξία του δηλαδή ως έργου τέχνης. Το τελευταίο μπορεί να φανεί παράδοξο ή και προκλητικό, γιατί δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί στην Ελλάδα η συνείδηση της διατήρησης των σημαντικών κτιρίων του 20ού αιώνα, τα οποία ως σύγχρονα αρχιτεκτονικά μνημεία ολοκληρώνουν την εικόνα ενός καίριου τομέα της εθνικής ταυτότητας που είναι ο κτιριακός πολιτισμός. Στην περίπτωση άλλωστε των κατοικιών της Λεωφόρου μια τέτοια θέση δεν έχει χαρακτήρα ρομαντικής διάσωσης αλλά αντικειμενικά χρηστική σκοπιμότητα.


Μια συμβολική ημερομηνία


Εχουμε στο παρελθόν αναφερθεί, και από αυτές εδώ τις σελίδες, στο ζήτημα της αποκατάστασης του μοντέρνου. Πρόκειται για ένα ζήτημα που τίθεται με όλο και περισσότερη ένταση τις τελευταίες δεκαετίες διεθνώς, ενώ η επιστημονική του αντιμετώπιση παρουσιάζει προβληματικά σημεία χωρίς καθόλου εύκολη επίλυση. Σε πολλές περιπτώσεις η φιλοσοφία, η μεθοδολογία και η τεχνογνωσία αποκατάστασης ενός αρχιτεκτονικού έργου της προμοντέρνας εποχής είναι επαρκέστερες και πιο δοκιμασμένες από εκείνες της αποκατάστασης ενός έργου του 20ού αιώνα.


Συμβολική ημερομηνία έναρξης του διαλόγου για τη διάσωση του μοντέρνου θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον Δεκέμβριο 1967, όταν δημοσιεύεται το τεύχος του ιδιαίτερα έγκυρου την εποχή αυτή περιοδικού «Architectural Design» αφιερωμένο στα «Heroic Relics» του μοντέρνου κινήματος. Θύματα του χρόνου αλλά κυρίως των επιπόλαιων επισκευών, των παραμορφώσεων και της κακής χρήσης ήταν ήδη πολλά από τα πιο διάσημα παραδείγματα του μοντέρνου ­ παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει λίγες μόνο δεκαετίες από την ολοκλήρωσή τους ­, με πρώτα τα έργα του Λε Κορμπυζιέ και το κτίριο του Μπαουχάους. Τη δεκαετία του ’60 άλλωστε κατεδαφίζονταν, παρά τις διεθνείς αντιδράσεις, σύγχρονα αρχιτεκτονικά μνημεία, όπως η Maison du Peuple στις Βρυξέλλες του Horta ή το Imperial Hotel στο Τόκιο του Wright. Θα έπρεπε ωστόσο να φτάσουμε στη δεκαετία του ’80 για να ενεργοποιηθούν επίσημα διεθνείς οργανισμοί, όπως το Icomos, η Unesco, το Συμβούλιο της Ευρώπης και τελευταίο το Docomomo, που ιδρύθηκε το 1988 αποκλειστικά για τη διάσωση και την αποκατάσταση της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου κινήματος.


Η κινητοποίηση αυτή είχε διάφορα σημαντικά αποτελέσματα, όπως την επέκταση στην αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα της Συνθήκης της Γρανάδας για τη διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (1985), με πρωτοβουλία του Συμβουλίου της Ευρώπης (τέλη δεκαετίας του ’80), ή τη σχετική διακήρυξη διεθνούς ομάδας ειδικών της Unesco στη διάσκεψη του Τορίνο για την αρχιτεκτονική της Art Nouveau (μέσα δεκαετίας του ’90). Παράλληλα είχε ως αποτέλεσμα την εντυπωσιακή ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας και της σχετικής βιβλιογραφίας, καθώς και την ευαισθητοποίηση των διαχειριστών της δημόσιας ζωής, κυρίως των τοπικών αυτοδιοικήσεων αλλά και του κοινού, για το πρόβλημα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής ως ιστορικής μαρτυρίας, ως κοινωνικού γεγονότος και ως έργου τέχνης.


Το περιεχόμενο βέβαια του όρου «μοντέρνα αρχιτεκτονική» κατέληξε στο πλαίσιο αυτό να επεκτείνεται στην αρχιτεκτονική ολόκληρου του 20ού αιώνα. Μια πιο οξυδερκής ιστορικοκριτική θεώρηση εκτιμά ότι δεν θα πρέπει να υπερισχύσουν οι πολιτισμικές προκαταλήψεις που διαχωρίζουν την αρχιτεκτονική σε καλή (μοντέρνα) και κακή (μη μοντέρνα ή «ακαδημαϊκή»), γιατί τα αξιολογικά κριτήρια της εποχής μας μπορεί να μην είναι πλέον αντιπροσωπευτικά έπειτα από 100 χρόνια. Είναι χαρακτηριστική η εισαγωγή σε ένα από τα πιο σημαντικά εγχειρίδια ιστορίας της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, αυτό του Η. R. Hitchcock (1958), ενός κεφαλαίου για την «Παραδοσιακή λεγόμενη αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα». Αυτό που έχει βασικά σημασία είναι η προστασία παραδειγμάτων τυπολογιών που ανέκυψαν στον αιώνα μας (οικιστικά συγκροτήματα, κινηματογράφοι, πολυκαταστήματα, βιομηχανικές μονάδες, αθλητικές εγκαταστάσεις, σιδηροδρομικοί σταθμοί, αεροδρόμια, στρατόπεδα συγκέντρωσης, γέφυρες, αποθήκες κτλ.). Οσον αφορά το ουσιαστικό ζήτημα των κριτηρίων επιλογής είναι σκόπιμη η αποδέσμευση από μια μονοδιάστατη ιδεολογική ή αισθητική αντίληψη της ιστορίας και η θεώρηση της αρχιτεκτονικής στο πλαίσιο του σύγχρονου πολιτισμού. Τούτο σημαίνει ότι ένα κτίριο διασώζεται αν επίσης αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο, αντιπροσωπευτική έκφραση της συλλογικής μνήμης.


Το νομικό πλαίσιο αυτής της προστασίας διαφοροποιείται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Συνήθως κηρύσσεται διατηρητέο ένα κτίριο 10 ή 20 χρόνια μετά την κατασκευή, ενώ σε ορισμένες το όριο εκτείνεται στα 50 χρόνια. Υπάρχουν όμως και χώρες, όπως η Αυστρία, που δεν υιοθετούν κανένα χρονικό όριο: ένα σημαντικό κτίριο μπορεί να θεωρηθεί διατηρητέο αμέσως μετά την αποπεράτωσή του. Τούτο όμως δεν θεωρείται δόκιμο γιατί είναι ενδεχόμενο να ευνοεί την ανάθεση έργων σε συγκεκριμένους αρχιτέκτονες και όχι άλλους, ενώ οι ιδιοκτήτες είναι σε θέση να εξασφαλίζουν με αυτό τον τρόπο εκ των προτέρων ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης για τη συντήρησή τους. Για την κήρυξη λοιπόν ενός έργου ως διατηρητέου υιοθετείται γενικά η προϋπόθεση της αποβίωσης του αρχιτέκτονα που το σχεδίασε.


Μεθοδολογία και κριτήρια



Ιδιαίτερα ωστόσο κρίσιμο είναι το ζήτημα της μεθοδολογίας αποκατάστασης. Τίθεται κατ’ αρχήν το πρόβλημα της μελέτης των κατασκευαστικών μεθόδων και υλικών της μοντέρνας αρχιτεκτονικής καθώς και των παθολογιών τους, που προς το παρόν δεν αποτελεί γνωστικό αντικείμενο στις αρχιτεκτονικές σχολές διεθνώς. Στις αρχές του αιώνα, για παράδειγμα, υιοθετήθηκαν διάφορες πειραματικές ευρεσιτεχνίες κατασκευής του οπλισμένου σκυροδέματος (Hennebique, Cottancin και άλλες) για τις οποίες σήμερα παραδόξως δεν γνωρίζουμε πολλά γιατί στη συνέχεια εγκαταλείφθηκαν. Στο σημείο αυτό είναι βασικό το ζήτημα αυτής καθαυτής της διάρκειας του έργου, την οποία οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες θεώρησαν συχνά πεπερασμένη. Ενα συγκρότημα κατοικιών της δεκαετίας του ’20 ή ένα σανατόριο υπολογιζόταν να ανταποκριθεί στις οικιστικές ή στις θεραπευτικές ανάγκες (από τη φυματίωση) για 25-30 χρόνια, και γι’ αυτόν ακριβώς τον χρόνο σχεδιαζόταν, σε πιστή εφαρμογή της μοντέρνας αντίληψης του ωφελιμιστικού κτιρίου ως χρηστικού εργαλείου. Τούτο δείχνει άλλωστε να αποτελεί και μια εγγενή αντίφαση, φαινομενικά τουλάχιστον, όσον αφορά το σημερινό ενδιαφέρον μας για την αποκατάσταση των πιο αξιόλογων κτιρίων της μοντέρνας αρχιτεκτονικής.


Στην αντιμετώπιση αποκατάστασης του μοντέρνου υπεισέρχονται εν τούτοις άλλοι παράγοντες που τη διαφοροποιούν από οποιαδήποτε άλλη κτιρίων παλαιότερων περιόδων. Ανατρέπονται εδώ όλες οι επιστημονικά αποδεκτές αρχές γιατί ανατρέπονται οι ίδιοι οι όροι παραγωγής της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Η προμοντέρνα αρχιτεκτονική συχνά δεν βασίζεται σε σχεδιαστική μελέτη, ενώ πραγματοποιείται σε επόμενες φάσεις και διαφορετικές περιόδους. Οι διαδοχικές επεμβάσεις αποκτούν έτσι τον χαρακτήρα ιστορικής μαρτυρίας και συνθέτουν τον συνολικό χαρακτήρα του έργου (οι μιναρέδες, για παράδειγμα, στον ναό της Αγίας Σοφίας). Είναι λοιπόν κατανοητή η αντίληψη της Χάρτας της Βενετίας που επιτάσσει τον «σεβασμό της πορείας του έργου στον χρόνο», τον σεβασμό δηλαδή των ιστορικών διαστρωματώσεων και μετατροπών που συνθέτουν το σώμα ενός κτιρίου της προμοντέρνας εποχής, και κατά συνέπεια την επέμβαση αποκατάστασης που συντηρεί την ύλη χωρίς να παρεμβαίνει στην εικόνα του έργου. Δεν τίθεται εδώ ζήτημα αποκατάστασης του αυθεντικού αλλά του πρωτότυπου κτιριακού αντικειμένου.


Στη μοντέρνα αρχιτεκτονική τα πράγματα αλλάζουν ριζικά. «Μοντέρνο είναι το μεταβατικό, το φευγαλέο, το περιστασιακό» λέει ο Μποντλέρ, έκφραση μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας. Στα έργα του 20ού αιώνα υπάρχει μια μελέτη άμεσα συνδεδεμένη με τη φάση κατασκευής. Το τελικό αποτέλεσμα διέπεται από μια αυστηρή αρχιτεκτονική λογική με ιδιαίτερη έμφαση στις ογκοπλαστικές ισορροπίες και στην επιμέλεια των λεπτομερειών ­ πώς θα ήταν, για παράδειγμα, η βίλα Κ. Φακίδη στη Γλυφάδα του Στάμου Παπαδάκη (1932-33) αν είχε υποστεί ένα πανωσήκωμα ή μια προσθήκη;


Το μοντέρνο έργο διακρίνεται ως μια πεπερασμένη τυπολογική, κατασκευαστική και αισθητική ενότητα που δεν είναι δυνατόν να διαταραχθεί από διαδοχικές μετατροπές ή χρηστικές αλλοιώσεις, οι οποίες θεωρούνται κάποτε αξιομνημόνευτες ως ιστορική ή κοινωνική έκφραση. Στη μοντέρνα αρχιτεκτονική δεν είναι δόκιμη η διατήρηση της ύλης αλλά εκείνη της εικόνας, δεν έχει έννοια η αναζήτηση του πρωτότυπου αλλά εκείνη του αυθεντικού. Διαφορετικά διαστρεβλώνεται ο χαρακτήρας του μοντέρνου, επανέρχεται στην αρχιτεκτονική του αιώνα μας η έννοια της μνημειακότητας που οι δημιουργοί της αντιπάλεψαν με σθένος. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν δεν είναι δυνατή η αποκατάσταση με τους παραδοσιακούς όρους, είναι προτιμότερη η συνολική, «φιλολογική» ανακατασκευή (εφόσον έχουμε στη διάθεσή μας τη σχεδιαστική μελέτη), όπως δόκιμα πραγματοποιείται τα τελευταία χρόνια με το περίπτερο του Esprit Nouveau του Λε Κορμπυζιέ στην Μπολόνια, το Cabaret Parisiana του Μπέλα Λόιτα στη Βουδαπέστη ή το Γερμανικό Περίπτερο του Μις βαν ντερ Ρόε στη Βαρκελώνη. Αλλωστε οι ίδιοι οι μοντέρνοι αρχιτέκτονες αδιαφόρησαν συχνά για τη φάση κατασκευής και θεώρησαν τη μελέτη μια σχεδιαστική παρτιτούρα που θα μπορούσε να ερμηνευθεί από άλλους. Στον τόπο μας ένα από τα ζητήματα που προέχουν αυτή τη στιγμή είναι η πιστή ανακατασκευή του εργοστασίου Φιξ του Τάκη Ζενέτου.


Το συγκρότημα της Αλεξάνδρας


Οι προσφυγικές κατοικίες στη λεωφόρο Αλεξάνδρας (1933-35) είναι αποτέλεσμα ενός γενικότερου προγράμματος στέγασης από το υπουργείο Πρόνοιας τη δεκαετία του ’30 των προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Αποτελούνται από οκτώ μονάδες τριών ορόφων σε επάλληλη διάταξη με 228 διαμερίσματα συνολικά. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι για τον σχεδιασμό τους οι αρχιτέκτονες κατέφυγαν στην κεντροευρωπαϊκή εμπειρία λαϊκής στέγασης, υιοθετώντας ένα αμιγώς μοντέρνο ιδίωμα που οδήγησε στο καλύτερο παράδειγμα του είδους στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Είναι ενδεικτικό ότι στον κατάλογο της έκθεσης ελληνικής αρχιτεκτονικής στη Φραγκφούρτη, οργανωμένη από το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής, το συγκρότημα αυτό επιλέγεται ως ένα από τα 113 σημαντικότερα έργα του αιώνα. Δημιουργός του είναι ο γνωστός αρχιτέκτων Κίμων Λάσκαρης (1905-1978, που σχεδίασε πολλά αξιόλογα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια κυρίως τη δεκαετία του ’30), σε συνεργασία με τον Δημήτριο Κυριακό (1881-1971), έναν διανοούμενο πολιτικό μηχανικό δραστήριο κυρίως στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου είχε σχέσεις με τον Νίκο Καζαντζάκη (κόρη του είναι η διάσημη πιανίστα Ρένα Κυριακού).


Το συγκρότημα της Λεωφόρου επιβάλλεται να διατηρηθεί στο σύνολό του, όπως συμβαίνει με ανάλογα συγκροτήματα σε όλη την Ευρώπη. Η οικιστική πυκνότητα και η άνεση των κοινόχρηστων χώρων είναι τέτοιες που μπορούν να εγγυηθούν μια ποιότητα ζωής την οποία προφανώς δεν εξασφαλίζουν οι γειτονικές πολυκατοικίες. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε πολυάριθμες εμπειρίες αποκατάστασης διεθνώς με ικανοποιητική σήμερα λειτουργικότητα, θυμίζουμε μόνο την περίπτωση του διάσημου πλέον εργατικού συγκροτήματος Kiefhoek στο Ρότερνταμ του J. J. Ρ. Oud (1925-27), όπου πριν από 10 χρόνια συνενώθηκαν κατά περίπτωση δύο ή τρεις κατοικίες σε μία και οι όψεις αποκαταστάθηκαν πιστά, ενώ η μικρότερη μονάδα ανέκτησε συνολικά την αρχική της μορφή, ακόμη και την πρωτότυπη επίπλωση. Σήμερα το συγκρότημα προσελκύει πολυάριθμους επισκέπτες που ενδιαφέρονται για τη μοντέρνα ολλανδική αρχιτεκτονική, τη σημαντικότερη ίσως στην Ευρώπη.


Η κατάσταση του συγκροτήματος της Αλεξάνδρας επιτρέπει σαφώς τη συνολική του αποκατάσταση, με ενδεχόμενες μετατροπές στους εσωτερικούς χώρους. Κάθε άλλη κατασκευή στο ίδιο σημείο θα αυξήσει άλλωστε την πυκνότητα και τα λειτουργικά προβλήματα στην περιοχή. Αν τα λεγόμενα περί κτιριακού πολιτισμού δεν είναι απλώς φτηνή λογοτεχνία, η περίπτωση αυτή μπορεί να αποδείξει ότι ο τόπος μας έχει συνειδητοποιήσει τη σημασία της αρχιτεκτονικής του αιώνα μας και την έννοια της συλλογικής μνήμης.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος διδάσκει Ιστορία της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.