Από την αρχή της ιστορίας του και για πολλές χιλιετίες το κράτος εμφανιζόταν ως ο εγκόσμιος διαμεσολαβητής μιας θεότητας, μιας μεταφυσικής βούλησης κειμένης υπεράνω τόπου και χρόνου. Στην αρχή η θεότητα μιλούσε στη φυλή με τη φωνή του μάγου ή του ιερέα, επιτάσσοντας πίστη και ορισμένους απλούς ηθικούς κανόνες. Την πίστη και τους κανόνες ασπαζόταν και προστάτευε ο αρχιπολεμιστής, ο φύλαρχος ή ο βασιλιάς ­ συνήθως περιδεής και πάντοτε έτοιμος να ακολουθήσει έναν υποβλητικότερο και παραγωγικότερο σε θαύματα μάγο ή ιερέα.


Κάπως έτσι ξεκίνησε η πολύπλοκη σχέση θρησκευτικής πίστης και εγκόσμιας εξουσίας· έτσι και η αμοιβαία στήριξη ιερατείου και κράτους. Στην ουσία τους η σχέση και η αλληλοστήριξη δεν αλλάζουν και πολύ σε μεταγενέστερες ιστορικές εποχές. Ως τη Γαλλική Επανάσταση οι θρησκευτικοί θεσμοί υπαγόρευαν στους πιστούς, μαζί με το δόγμα, και ένα ηθικό και αξιακό σύστημα· το οποίο ασπάζονταν και εγγυόνταν οι κατέχοντες την κρατική εξουσία, άλλοτε πλήρεις ευσεβείας, άλλοτε απλώς ενθουσιασμένοι με την τάξη που εξασφάλιζαν οι ηθικές επιταγές του Θεού και με τη νομιμότητα που οι επίγειοι εκπρόσωποί του προσέδιδαν στο κράτος.


Ως τη σύγχρονη εποχή λοιπόν (την οποία η μόδα επιβάλλει πλέον να ονομάζουμε «νεωτερική») το κράτος ήταν ο θεματοφύλακας μιας ηθικής με θρησκευτική προέλευση. Ετσι νομιμοποιόταν και το ίδιο, στηριζόμενο στο κυρίαρχο ηθικό σύστημα, αλλά και στην υπακοή των υπηκόων του στο ιερατείο.


Η αρχαία Αθήνα και η Ρώμη


Υπήρξαν φυσικά και οι εξαιρέσεις· που δεν πιστοποιούν τον κανόνα (ανόητη φράση)· απλώς τον εκλεπτύνουν. Είναι οι δύο «προ-νεωτερικές» κοινωνίες που σε κάποια ιστορική στιγμή αποπειράθηκαν να διαχωρίσουν την κρατική από τη θρησκευτική νομιμότητα.


Και οι δύο απόπειρες ήταν βραχύβιες. Πρώτη, η αθηναϊκή δημοκρατία του λεγόμενου χρυσού αιώνα, αναζήτησε τη νομιμότητά της στην αυτονομία του Δήμου: «έδοξε τω Δήμω». Δεν άντεξε και πολύ στον χρόνο. Οπως δεν άντεξε και η άλλη απόπειρα του ανθρώπου της αρχαιότητας να χειραφετήσει τους πολιτικούς του θεσμούς από την κηδεμονία της θρησκείας. Η βραχύβια ρωμαϊκή δημοκρατία, πρόγονος του κράτους δικαίου, αντικαταστάθηκε πολύ σύντομα από τον θεό-αυτοκράτορα, γερά στηριγμένο στον τρόμο των λεγεώνων, στον πλούτο των πολιτών και στη συγκαταβατική ανεξιθρησκεία της αυτοκρατορίας ­ την οποία βεβαίως αντικατέστησαν οι διωγμοί μόλις ο χριστιανισμός άρχισε να απειλεί την καθεστηκυία βάση της κρατικής νομιμότητας.


Αλλες σημαντικές εξαιρέσεις δεν υπάρχουν ως την εποχή της νεωτερικότητας· όταν εμφανίζεται η τρίτη εξαίρεση, η σύγχρονη δημοκρατία· η οποία, υποτίθεται, διαχωρίζει ριζικά και διά παντός την κρατική από τη θρησκευτική νομιμότητα, επιβάλλοντας το ανεξίθρησκο κράτος και τον χωρισμό του από την Εκκλησία.


«Υποτίθεται»: διατηρούμε τις αμφιβολίες μας. Εστω, η Γαλλική Επανάσταση επέβαλε ένα κράτος ριζικότατα χειραφετημένο από τη θρησκεία: ούτε απλώς ανεξίθρησκο ούτε άθρησκο, αλλά κατηγορηματικώς και βιαίως άθεο. Η πλήρης αυτή χειραφέτηση όμως ήταν εξαιρετικά βραχύβια. Για να επιβιώσει το περικυκλωμένο από τις μοναρχίες γαλλικό κράτος, δεν αρκούσε ο ορθολογικός πατριωτισμός των άθεων επαναστατών, όσες χιλιάδες και αν ήταν. Χρειαζόταν και ο μεταφυσικός εθνικισμός των εκατομμυρίων χωρικών που θα ακολουθούσαν τον Ναπολέοντα στις Αλπεις, στην αφρικανική έρημο και στη ρωσική στέπα. Και οι χωρικοί αυτοί ήταν χριστιανοί. Ποιον άλλο λόγο είχε άραγε ο μεγαλοφυής και μεγαλομανής Κορσικανός να ανεχθεί τη θρησκευτική του στέψη, έστω και με τον τρόπο που την ανέχθηκε; Ποιον άλλο λόγο άραγε θα έχει ο Ντε Γκωλ, ενάμιση αιώνα αργότερα, να στέψει το κίνημα με τον σταυρό της Λορραίνης, το σύμβολο της θεοπαρμένης Ζαν ντ’ Αρκ;


Η νομιμότητα της δημοκρατίας


Ετσι, σκαλίζοντας λίγο παραπάνω την ιστορία, αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε ότι ακόμη και στη σύγχρονη εποχή το κράτος εξακολουθεί να στηρίζει τη νομιμότητά του (και) στη θρησκεία ­ μόνο που τα στηρίγματα είναι σήμερα αφανή, υπόγεια.


Στην επιφάνεια η νομιμότητα της σύγχρονης δημοκρατίας στηρίζεται στο δικό της αξιακό σύστημα, ανεξάρτητο από οποιανδήποτε θρησκεία. Αλλά κατά βάθος αυτή η υπερήφανη δημοκρατία, πανίσχυρη μέσα στην υπέρτατη νομιμότητα που της χαρίζει, υποτίθεται, η συναίνεση των πολιτών της και μόνο αυτή, η δημοκρατία αυτή των μοντέρνων καιρών, δεν τολμά να είναι άθεη ­ γιατί χωρίς την ανοχή της εγκόσμιας θρησκευτικής εξουσίας κινδυνεύει.


Αυτή είναι μόνο μία πλευρά των πραγμάτων. Υπάρχει και άλλη. Η σύγχρονη, δυτικής προέλευσης δημοκρατία, στηρίζει τη νομιμότητά της στο αξιακό σύστημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Αυτά, στην επιφάνεια. Στο βάθος οι νεωτερικές αυτές αξίες που στηρίζουν ωραία τις νομοθεσίες και τα συντάγματα των σύγχρονων δημοκρατιών στηρίζονται με τη σειρά τους σε ένα γενικότερο σύστημα ηθικών κανόνων και αξιών· το οποίο προέρχεται από τις μεγάλες πηγές της δυτικής ηθικής· από την ιουδαϊκή και τη χριστιανική θρησκεία. Ετσι, κατά βάθος, μέσω ενός ηθικού και αξιακού συστήματος θρησκευτικής προέλευσης, η κρατική νομιμότητα εξακολουθεί ως τις μέρες μας να στηρίζεται (και) στη θρησκεία.


Και τι πειράζει; θα αναρωτηθεί ο καλόπιστος χριστιανός, πιστός στην ορθόδοξη, καθολική ή προτεσταντική Εκκλησία του. Τι ωραιότερο από μια δημοκρατία και ένα κράτος δικαίου που ριζώνουν στις μεγάλες διδαχές της Εκκλησίας μου;


Δεν είναι έτσι τα πράγματα, δυστυχώς. Αλλα επιτάσσουν οι θρησκείες, άλλα πράττουν οι εγκόσμιοι θρησκευτικοί θεσμοί. Αλλα επιτάσσει η ηθική της δημοκρατίας, άλλα πράττει το εξ ορισμού βίαιο κράτος· και μάλιστα με την ανοχή ή και την έγκριση των εγκόσμιων θρησκευτικών θεσμών. Τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται ακόμη και στις σημερινές δυτικές δημοκρατίες· αλλά αντί να αντιδρούν αμέσως σύσσωμοι οι θρησκευτικοί τους θεσμοί, αντιδρούν ολομόναχες ιδιωτικές οργανώσεις. Και αυτό είναι τίποτε μπροστά στους μεγάλους ιστορικούς παροξυσμούς της κρατικής βίας και στις αντίστοιχες σιωπές των χριστιανικών εκκλησιών. Η δικαιοσύνη και η δημοκρατία, ο ανθρωπισμός και η αγάπη του πλησίον (έστω και αν ο πλησίον είναι τελώνης, πόρνη ή Σαμαρείτης) δεν έχουν καμία σχέση με τη σιωπή του Βατικανού όταν οι λόγχες του Μουσολίνι κατέσφαζαν τους Αιθίοπες· ή με τη σιωπή του γερμανικού κλήρου όταν ο Χίτλερ εξόντωνε τις «βρώμικες» φυλές· ή με τη σιωπή της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας για τους βασανισμούς στην Κατοχή και στη δικτατορία· ή με τη σιωπή του Πατριαρχείου της Μόσχας για τα γκουλάγκ και του Πατριαρχείου της Σερβίας για τους ομαδικούς τάφους ­ ώσπου άρχισαν να ενταφιάζονται ομαδικώς και οι Σέρβοι.


Η εμπειρία του κομμουνισμού


Την τελευταία απόπειρα να χειραφετήσει το κράτος (και τον άνθρωπο) από τη θρησκεία επιχείρησε ο κομμουνισμός ­ τη ριζικότερη και μακροβιότερη από όλες.


Οπως στο παρελθόν, έτσι και τώρα η νομιμότητα του κομμουνιστικού κράτους στηρίχθηκε σε ένα ηθικό και αξιακό σύστημα. Πολλοί παρομοιάζουν μάλιστα τον κομμουνισμό με θρησκεία, φέροντας ως επιχείρημα τα χιλιαστικά του κηρύγματα. Εχουν άδικο· υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Η κομμουνιστική ηθική δεν προερχόταν άνωθεν, από μια υπερφυσική και υπεράνθρωπη θεότητα· δεν στηριζόταν σε μια μεταφυσική πίστη και υπακοή· δεν αναζωπυρωνόταν συνεχώς από την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος και τον τρόμο της τιμωρίας· ούτε από την ελπίδα μιας καλύτερης μετά θάνατον ζωής. Ο Μαρξ και όσοι μετ’ αυτόν πίστεψαν πραγματικά στην ηθική αυτή, την ήθελαν να στηρίζεται στην ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και να αναζωογονείται συνεχώς από την ελπίδα μιας καλύτερης επίγειας ζωής και από το αίσθημα κοινωνικής ευθύνης του πολίτη.


Ελπίδες μακρινές, αξίες και απαιτήσεις δύσκολες για απλούς, αδύναμους ανθρώπους· αλλά και αντιφατικές από τη στιγμή που τις υιοθέτησε, τις διακήρυξε και δήθεν τις εφάρμοσε το κράτος, σύστημα εξ ορισμού εξουσιαστικό και βίαιο. Η εξουσία και η βία δεν συμβιβάζονται με την ελεύθερη βούληση, με την κοινωνική ευθύνη, με ανθρωπιστικές ελπίδες. Αναπόδραστα, ο σοβιετικός κομμουνισμός κατέληξε στον ολοκληρωτισμό. Οι διακηρύξεις του αποδείχθηκαν ψευδείς, η ιδεολογία κίβδηλη. Ολα συνέτειναν στην κατάρρευση της εξουσίας του και του ηθικού συστήματος που τη νομιμοποιούσε: η ηθική που αυτοδιαψευδόταν· η εξουσία που συνεχώς ψευδόταν· η επίγεια ελπίδα που διαρκώς εξανεμιζόταν.


Αλλά κατά βάθος συνέτεινε επίσης, μου φαίνεται, και η ανθρώπινη ανάγκη για μια άλλη ελπίδα, μεταφυσική: για μια θρησκευτική πίστη που να υπερβαίνει τόσο τον τρόμο του θανάτου όσο και τις απελπισίες της ζωής.


Ανάγκη φοβισμένου παιδιού, έντρομη υποδούλωση στον Θεό· από την οποία δεν μπορεί να απελευθερώσει τους ανθρώπους ούτε η βάναυση δικτατορία του προλεταριάτου ούτε η παμπόνηρη δημοκρατία του «φιλελεύθερου» χρηματισμού.


Και βεβαίως δεν θα τους απελευθερώσει ούτε ο οποιοσδήποτε θεός. Οχι επειδή τους θέλει δούλους ­ κανένας σοβαρός θεός δεν θα το ήθελε. Αλλά επειδή αποκλείεται να τους θέλει απελεύθερους. Αν λοιπόν υπάρχει, πιθανότερο είναι να τους αφήνει μόνους, μήπως και κατακτήσουν μόνοι τους την ηθική, την ομορφιά, τη γνώση ­ και την ελευθερία, ακόμη και από τον Θεό.


Ο κ. Γεώργιος Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.