Το θέμα που άνοιξε με τη δήλωσή του ο κ. Γ. Αλογοσκούφης για τη φορολόγηση των κερδών εκ του Χρηματιστηρίου είναι αρκετά ενδιαφέρον και είναι κρίμα που έσπευσε ύστερα από τις αντιδράσεις προς όλο το πολιτικό σύστημα της χρηματιστηριακής «τρομοκρατίας» να το πάρει ουσιαστικά πίσω.


Αξίζει να δοθεί συνέχεια, αφού κατά την άποψή μου θα αποτελέσει θέμα μεγάλων συζητήσεων και όχι μόνο, στο άμεσο μέλλον.


Συγκεκριμένα:


Δυστυχώς, το Χρηματιστήριο όπως λειτουργεί σήμερα θυμίζει περισσότερο «ιπποδρόμιο» παρά μέσο άντλησης κεφαλαίων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, σύμφωνα με τον ρόλο του, αφού η εισοδηματική νοοτροπία έχει καταλάβει τους πάντες.


Πραγματικές επενδυτικές αποφάσεις που αυξάνουν το προϊόν και τον πλούτο της οικονομίας αναβάλλονται χάριν μεγάλων κερδών από τοποθετήσεις κεφαλαίων σε μετοχές που λαθεμένα στο σημερινό κλίμα θεωρούνται επενδύσεις. Η χρηματιστηριακή αξία για πολλές μετοχές του ελληνικού χρηματιστηρίου έχει παύσει από καιρό να έχει κάποια σύνδεση, επιρροή ή σχέση με τα οικονομικά δεδομένα των αντίστοιχων επιχειρήσεων.


Ατομα και επιχειρήσεις και αφορολόγητη κερδοσκοπία είναι το σημερινό χαρακτηριστικό του.


Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη νομοθεσία, το κέρδος από μεταβίβαση μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα, φορολογείται κανονικά κατά τη διανομή των κερδών από τις πράξεις αυτές. Υπάρχει η δυνατότητα αναστολής της φορολόγησης για μερικά χρόνια, εφόσον οι επιχειρήσεις εγγράψουν τα ποσά αυτά σε ειδικό αποθεματικό για την κάλυψη μελλοντικών ζημιών.


Τα κέρδη από τη μεταβίβαση μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο ή μεριδίων που αποκτούν φυσικά πρόσωπα φορολογούνται με συντελεστή 20%.


Πρόκειται για νομοθεσία επαχθέστατη για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν είναι κατά κανόνα εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Ωστόσο είναι άνευ σημασίας, από εισπρακτική άποψη, γιατί δεν υπάρχουν αξιόπιστοι μηχανισμοί αποτίμησης της αξίας των μετοχών ή μεριδίων που μεταβιβάζονται.


Παρά ταύτα, η νομοθεσία αυτή δημιουργεί τεράστια γραφειοκρατικά εμπόδια στη μεταβίβαση μικρών επιχειρήσεων, χωρίς σημαντικό αντίκρισμα για τα κρατικά ταμεία.


Ο φόρος αυτός είναι ανεξάρτητος από τον φόρο επί των συναλλαγών στο Χρηματιστήριο. Στις περισσότερες χώρες υπάρχουν και οι δύο φόροι. Ο φόρος επί των συναλλαγών στο Χρηματιστήριο που ισχύει στην Ελλάδα (0,6%) είναι έμμεσος φόρος. Οι συντελεστές που εφαρμόζονται στις άλλες χώρες κυμαίνονται από 0,3% ως 1,5%.


Μια άλλη ρύθμιση που ισχύει σε μερικές χώρες, στον φόρο υπεραξίας, είναι αυτή που διακρίνει και φορολογεί διαφορετικά τις μακροχρόνιες υπεραξίες από τις βραχυχρόνιες υπεραξίες. Οι βραχυχρόνιες υπεραξίες θεωρούνται κερδοσκοπία και φορολογούνται επαχθέστερα.


Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο λευκό βιβλίο για την ανάπτυξη και την απασχόληση, προτείνει μεταξύ άλλων και την αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου με αντίστοιχη μείωση της φορολογίας της εργασίας.


Για την Ελλάδα, η φορολόγηση των κερδών από μεταβίβαση τίτλων εντός και εκτός Χρηματιστηρίου θα μπορούσε να αποτελέσει εργαλείο για την ελάφρυνση όχι μόνο του φόρου μισθωτών υπηρεσιών αλλά και των λεγόμενων έμμεσων επιβαρύνσεων της εργασίας, δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών που είναι αρκετά υψηλές, συγκριτικά με άλλες χώρες.


Τα επιχειρήματα υπέρ του φόρου υπεραξίας είναι ότι:


* Εδραιώνει το αίσθημα των πολιτών για φορολογική δικαιοσύνη και συμβάλλει στην εμπέδωση της φορολογικής συνείδησης.


* Καθιστά ουδέτερο τον φόρο σχετικά με τη μορφή τοποθέτησης των χρημάτων τους από τους επενδυτές. Συνεπώς βοηθά στην ορθολογική κατανομή των πόρων.


* Αποκαθιστά μια κάποια ισορροπία στη φορολόγηση μεταξύ των συντελεστών παραγωγής.


Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία 10 χρόνια η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη αυξήθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ αυτή του κεφαλαίου μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες.


Η αποκατάσταση αυτής της ισορροπίας θα ήταν χρήσιμη και για την αύξηση της απασχόλησης. Οπως είναι γνωστό, το σύνολο σχεδόν των πόρων που προορίζονται για την κοινωνική ασφάλιση επιβαρύνει τον συντελεστή εργασίας. Είτε πρόκειται για εισφορές των εργαζομένων είτε για εισφορές των εργοδοτών, αυτές υπολογίζονται και καταβάλλονται εφόσον υπάρχουν θέσεις εργασίας. Ετσι οι επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας υποκαθιστούν τον συντελεστή αυτό με επενδύσεις σε κεφάλαιο, το κόστος του οποίου, λόγω της μη φορολόγησης είναι αρκετά μικρότερο.


Η ανισότητα αυτή επιδεινώνεται με την απαλλαγή από τον φόρο των κερδών από τη μεταβίβαση κεφαλαιουχικών τίτλων των επιχειρήσεων.


Τα επιχειρήματα υπέρ της απαλλαγής είναι ότι:


* Ενισχύει τη συγκέντρωση κεφαλαίων σε επιχειρήσεις που είναι ανταγωνιστικές.


* Ευνοεί την ανάπτυξη του Χρηματιστηρίου που θεωρείται σημαντικός μοχλός άντλησης κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες σε αυτό.


* Παρακινεί τις επιχειρήσεις να αποκτήσουν την απαραίτητη οικονομική υγεία ώστε να εισαχθούν στο Χρηματιστήριο και να απολαύσουν τα οφέλη του. Στις οικονομίες με εξωτερικές ανισορροπίες, όπως η ελληνική, το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό.


Τουλάχιστον, σε πρώτη φάση, ας φορολογηθούν οι βραχυπρόθεσμες υπεραξίες (π.χ. όταν μεταβιβάζονται οι μετοχές εντός του έτους) και να απαλλαγούν οι μακροχρόνιες, οι οποίες κατά τεκμήριο συνιστούν επενδύσεις.


Για όλα τα παραπάνω φρονώ ότι η επιβολή του φόρου υπεραξίας θα ήταν χρήσιμη εκτός των άλλων και για την επαναφορά του συστήματος σε γνήσιες οικονομικές συμπεριφορές.


Σε εποχή εκλογικού κύκλου, όπου όλα υποτάσσονται σε ατμόσφαιρα θωπείας, ανάλογες αποφάσεις προσδίδουν και αξιοπιστία στο πολιτικό και στο οικονομικό σύστημά μας. Γι’ αυτό είμαι αναφανδόν υπέρ της επιβολής του φόρου υπεραξίας.


Ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ και πρώην υπουργός.