Κάθε αρχιτεκτονική παρέμβαση συνεπάγεται τη μεταβολή του χώρου, την αλλαγή του τοπίου. Θα μπορούσαμε κατά συνέπεια να υποστηρίξουμε ότι αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της μετατροπής του περιβάλλοντος. Η επέμβαση στο περιβάλλον, με την έννοια του προσδιορισμού μιας δομημένης τάξης σε αυτό, χαρακτηρίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά εδώ και χιλιετίες, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί πρωταρχική εκδήλωση κοινωνικότητας και ισχύος. Στην ιστορία της αρχιτεκτονικής αλλά και της τέχνης το περιβάλλον (ή το τοπίο) αποτέλεσε την ιδανική «σκηνή» στην οποία εντάχθηκε η ανθρώπινη δημιουργικότητα. Η ανθρώπινη συνθήκη και ο περιβάλλων χώρος εμφανίζονται έτσι ως το αποτέλεσμα μιας και μοναδικής διαλεκτικής διαδικασίας.


Θεωρούμενη από μιαν άλλη οπτική γωνία, η σχέση αρχιτεκτονικής και περιβάλλοντος αποδεικνύεται τόσο άμεση όσο πιο ριζοσπαστική και επιθετική είναι η πρώτη στην επιδίωξη της κυριαρχίας επί του ζωτικού χώρου τον οποίο διεκδικεί. Με την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης (μέσα 18ου αιώνα), το χτιστό περιβάλλον άρχισε να μεταβάλλεται με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα, ενώ η γεωγραφία και η φύση υπέστησαν ­ ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια του αιώνα μας ­ τις συνέπειες των νέων κριτηρίων εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης του χώρου και την εκρηκτική εξάπλωση των νέων κατασκευών που εγκαθίστανται σε περιοχές καλλιεργήσιμες ή σε φυσικά τοπία. Θα πρέπει βέβαια να επισημάνουμε τη διαφορά μεταξύ φυσικού περιβάλλοντος και περιβάλλοντος του οποίου η διαμόρφωση έχει κατά κάποιο τρόπο υποστεί τις συνέπειες της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως όλο σχεδόν εκείνο των βιομηχανικών χωρών.


Ο διάλογος μεταξύ φυσικού και τεχνητού


Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα μια πρωτογενής επεξεργασία της σχέσης μεταξύ αρχιτεκτονικής και περιβάλλοντος εντοπίζεται στο έργο του Αμερικανού F. L. Wright και στην «οργανική» του προσέγγιση, ενώ ο ευρωπαϊκός ρασιοναλισμός του Μεσοπολέμου εμφανίζεται πολύ πιο ρηξικέλευθος στο ζήτημα του διαλόγου μεταξύ φυσικού και τεχνητού, αναζητώντας ή την πλαστική διαμόρφωση «καθαρών όγκων» ή την ικανοποίηση κρίσιμων κοινωνικών αναγκών συνδεδεμένων με την αλματώδη αύξηση των βιομηχανικών-παραγωγικών δραστηριοτήτων εξαρτημένων από βίαιες εναλλαγές της οικονομικής και πολιτικής συνθήκης.


Στο πλαίσιο της μεταπολεμικής κριτικής του μοντέρνου κινήματος εισάγονται ωστόσο στην αρχιτεκτονική προβληματική νέα ζητήματα που οδηγούν στην ίδια την κρίση του φονξιοναλισμού και του «διεθνούς στυλ» καθώς και του έργου των μεσοπολεμικών δασκάλων. Σε περιοχές όπως η Σκανδιναβία (εμπειρισμός), η Αγγλία (new towns), η Καλιφόρνια (bay region style), αναπτύσσεται μια σχεδιαστική δραστηριότητα η οποία αναζητεί τους ψυχολογικούς παράγοντες σχετικούς με τη διαμόρφωση του αρχιτεκτονημένου χώρου, διευρύνει τους τρόπους χρήσης και τις κατηγορίες των υλικών, υπογραμμίζει τη σημασία των τοπικών κατασκευαστικών παραδόσεων, προωθεί την όσο το δυνατόν πιο αρμονική ένταξη του νέου στο ιστορικό περιβάλλον. Είναι χαρακτηριστικό το περιεχόμενο του αγγλικού όρου «landscape» ο οποίος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην επιδίωξη της μέγιστης ισορροπίας μεταξύ της έντεχνης κατασκευής και του περιβάλλοντος χώρου, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις προχωρεί στην άρνηση αυτής καθεαυτής της ιδεολογίας της μοντέρνας βιομηχανικής πόλης. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί φυσικά να έχει και αρνητικές συνέπειες, όταν εστιάζεται αποκλειστικά στην προστασία του περιβάλλοντος και παραβλέπει την ­ απολύτως αναγκαία ­ ανάπτυξη μιας δημιουργικής σχεδιαστικής μεθοδολογίας.


Στις μεσογειακές χώρες η αναζήτηση αυτή επικεντρώθηκε περισσότερο στο ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ παλαιού και νέου στα ιστορικά κέντρα ή στους παραδοσιακούς οικισμούς, με μια όμως αντίληψη του genius loci που υπέκυπτε συχνά στον εικονογραφικό αναχρονισμό και στον επιδερμικό μιμητισμό. Στη χώρα μας κορυφαίοι εκφραστές αυτής της προβληματικής υπήρξαν χωρίς αμφιβολία ο Δημήτρης Πικιώνης και ο Αρης Κωνσταντινίδης, οι οποίοι πρότειναν δύο σχεδόν εναλλακτικές ερμηνείες της σημασίας του περιβάλλοντος και της ένταξης του νέου στο φυσικό τοπίο.


Ο νέος σχεδιαστικός προβληματισμός



Επειτα από τις αναζητήσεις, κυρίως αγγλοσαξονικής προέλευσης, των νέων αρχιτεκτονικών πρωτοποριών από τη δεκαετία του ’60 και μετά γύρω από έννοιες όπως «habitat» ή «environment» ­ οι οποίες δίνουν έμφαση όχι μόνο στη νατουραλιστική διάσταση του χώρου αλλά και στην πολιτισμική, ακόμη και στην υπερτεχνολογική (για παράδειγμα, η περιβαλλοντική ουτοπία της ομάδας Archigram) ­ τα τελευταία χρόνια η ανάγκη συστηματικού ελέγχου της ανθρώπινης επέμβασης στο περιβάλλον έχει γίνει πλέον κοινή συνείδηση στο πλαίσιο του αρχιτεκτονικού και χωροταξικού σχεδιασμού. Οροι όπως «περιβαλλοντικές παράμετροι», «βιότοπος», «οικολογία», «μόλυνση», «βιωσιμότητα», «περιβαλλοντική αναστύλωση», «περιβαλλοντικό σύστημα» (με την έννοια της ισορροπίας των οικοσυστημάτων), «περιβαλλοντική αμοιβαιότητα» (με την έννοια της αντιστρεψιμότητας των επεμβάσεων), παρακολουθούν τον σχεδιαστικό προβληματισμό στην προσπάθεια συνειδητών και συμβατών επιλογών. Παράλληλα αναπτύσσεται μια νέα ευαισθησία που στοχεύει σε μια αρχιτεκτονική «ταυτόχρονα πρωτόγονη και πολύπλοκη», όπως υποστηρίζει ο Φινλανδός Juhani Pallasmaa («Casabella», Ιούνιος 1999, τεύχος αφιερωμένο στην «Αρχιτεκτονική και περιβάλλον»), ενώ ο ίδιος καλεί τους αρχιτέκτονες να «βοηθήσουν τον άνθρωπο να γυρίσει σπίτι» και να αποκαλύψουν τη μεταφυσική έννοια, την υποσυνείδητη σημασία και το πολιτισμικό περιεχόμενο της έννοιας «κατοικία».


Με βάση προβληματισμούς όπως οι παραπάνω, το Καταλανικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτόνων και η Σχολή Αρχιτεκτόνων της Βαρκελώνης οργάνωσαν τον περασμένο Μάρτιο την πρώτη διεθνή Μπιενάλε Τοπίου στην πρωτεύουσα της Καταλονίας, με αφορμή την έναρξη του νέου σε εθνικό επίπεδο μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών για το περιβάλλον στο πολυτεχνείο της ίδιας πόλης. Οι εκδηλώσεις περιέλαβαν ένα συνέδριο, παράλληλες εκδηλώσεις και μια σειρά από θεματικές εκθέσεις περίπου 240 μελετών, οι οποίες εκτείνονταν από τη διαμόρφωση κήπων και γενικότερα χρηστικού περιβάλλοντος μικρής και μεγάλης αστικής κλίμακας, τον σχεδιασμό ανοιχτών δημόσιων χώρων και την επεξεργασία μητροπολιτικών πάρκων και εξυπηρετήσεων, ως την οργάνωση εξωαστικών και αγροτικών περιοχών και την αναδιοργάνωση των υποδομών και του συνολικού βιώσιμου χώρου, τεχνητού και φυσικού. Η έμφαση δόθηκε εδώ περισσότερο στη νέα σχέση του δημόσιου χώρου με τη συλλογική συνείδηση των κατοίκων, στην ενεργοποίηση αδρανοποιημένων αστικών εκτάσεων και κτιριακών υποδομών με την απόδοση νέας ταυτότητας σε αυτές, στην επανεισαγωγή του φυσικού στοιχείου στο δομημένο ή αδόμητο αστικό τοπίο, στην αντιμετώπιση του προβλήματος της κατασκευαστικής διόγκωσης που οδηγεί τις πόλεις σε γιγαντισμό. Πρόκειται, όπως βλέπουμε, για ένα σύνολο θεμάτων πρώτης προτεραιότητας και στον τόπο μας, όπου όμως αποδείχτηκε ότι η ανάλογη περιβαλλοντική οξυδέρκεια δεν αναπτύχθηκε τόσο ώστε να αποτρέψει τη σταδιακή καταστροφή του αστικού και φυσικού χώρου ο οποίος δεν είναι «μοναδικός» ­ δηλαδή ο σπουδαιότερος από όλους ­ όπως αρεσκόμαστε να υποστηρίζουμε, αλλά εξίσου ευάλωτος. Η χώρα μας αντιπροσωπεύτηκε στη Μπιενάλε της Βαρκελώνης από μια σειρά μελετών φοιτητικών εργαστηρίων με την επίβλεψη καθηγητών του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Θεσσαλονίκης, από το γραφείο μελετών της Κατερίνας Τσιγαρίδα και από εργασίες της γλύπτριας Νέλλας Γκόλαντα.


Η ενιαία αστική ανάπλαση της ΔΕΘ


Η μελέτη του ανατολικού μητροπολιτικού άξονα στη Θεσσαλονίκη (Κ. Τσιγαρίδα, Α. Σκουβάκλης, Ν. Καλογήρου, 1997-99), προσεγγίζει το θέμα της ενιαίας αστικής ανάπλασης στον χώρο της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης, ανάπλαση που εκτείνεται στην περιοχή αφενός του συγκροτήματος της πανεπιστημιούπολης αφετέρου προς ένα μνημείο με ιδιαίτερη συμβολική φόρτιση όπως ο Λευκός Πύργος. Οι υιοθετημένες αρχές της ελάχιστης παρέμβασης και της ήπιας τακτοποίησης δεν αναιρούν την ταυτότητα της νέας αρχιτεκτονικής, η οποία αποκτά αναγνωρίσιμο χαρακτήρα, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι η προτεινόμενη «αστική επίπλωση» εντάσσεται στη δύσκολη περιοχή της έκθεσης όπου η κτιριακή παρουσία της δεκαετίας του ’60 είναι έντονη και σε μερικές περιπτώσεις απολύτως συζητήσιμη. Οι πύλες της Helexpo (ιδιαίτερα η νότια που συνοδεύεται από τη διαμόρφωση μιας από τις κυριότερες νέες πλατείες της πόλης) διακρίνονται για τη σχεδιαστική προσέγγιση ενός αφαιρετικού, ελλειπτικού μινιμαλισμού, ο οποίος παράγει αυτοτελή κτιριακά αντικείμενα που εν τούτοις δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά ως προς το περιβάλλον αλλά αποκαθιστούν τον διάλογο με αυτό. Ανάλογη προσέγγιση επιχειρείται σε έργα μικρών διαστάσεων όπως στο σπίτι στο Πήλιο (1988) ή στη μελέτη του διεθνούς διαγωνισμού για τον νέο διαμετακομιστικό σταθμό της Fusina (Βενετία 1998), όπου η Κατερίνα Τσιγαρίδα κατατάχθηκε σε μια εξαιρετικά τιμητική θέση.


Τα λατομεία και οι πλατείες



Η Νέλλα Γκόλαντα παρουσίασε στη Βαρκελώνη δύο γνωστές εργασίες της δεκαετίας του ’90: την αποκατάσταση του τοπίου στα λατομεία του Διονύσου και τη διαμόρφωση των πλατειών στη Λάρισα. Η γλύπτρια επιδίδεται με επιτυχία εδώ και 25 χρόνια στη διαμόρφωση υπαίθριων χώρων κατ’ αρχήν σε αστικές περιοχές της Αττικής, επιδεικνύοντας μια ιδιαίτερα οξεία αίσθηση των φυσικών και πολιτισμικών ιδιοτήτων του χώρου και διαμορφώνοντας μια «γλυπτική τοπίου» που αποκαλύπτει τα βαθύτερα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος και αποκαθιστά μια νέα σχέση του χρήστη με τον νεκρό ή παραμορφωμένο «τόπο». Επεμβάσεις σε εγκαταλειμμένα λατομεία, ήσσονος σημασίας αλλά πάντως ενδιαφέρουσες, δεν είναι καινοφανείς στην ελληνική εμπειρία ενώ έχουν επίσης επιχειρηθεί στο εξωτερικό, όπως για παράδειγμα η μετατροπή των ορεινών (1.200 μ.) λατομείων μαρμάρου Borrella έξω από τη Lucca (Τοσκάνη) σε «ολικό» θεατρικό χώρο, με στόχο έναν νέο προσδιορισμό της σχέσης τέχνης – φύσης. Στην περίπτωση των μη ενεργών λατομείων μαρμάρου της Ανατολικής Πεντέλης (συνεργάτις Ασπασία Κουζούπη) επιδιώκεται η μετατροπή των 135 στρεμμάτων ορεινού όγκου σε ανοιχτό μουσείο παλαιάς λατομικής τέχνης, μέσω της διαμόρφωσης ενός «κυβιστικού τοπίου», ενός συστήματος γλυπτών λόφων και προσπελάσεων για τους πεζούς που αναπτύσσονται μεταξύ των μαρμάρινων μετώπων βράχων έτσι όπως τυχαία παρέμειναν μετά τους παλαιούς τρόπους λατόμησης και δομημένων από τα υπόλοιπα της εξορυκτικής διαδικασίας χωρίς τη χρήση κονιαμάτων.


Στη διαμόρφωση των δύο πλατειών της Λάρισας (της «ορεινής» πλατείας Ταχυδρομείου και της «πεδινής» κεντρικής), άμεσα συσχετισμένων με το αρχαίο θέατρο και ανεπτυγμένων σε έναν συνολικό άξονα που δεν ξεπερνά τα 250 μέτρα, εισάγεται η σχέση με το υγρό στοιχείο μέσω της δημιουργίας ενός «γλυπτού ποταμού» και φυτεύσεων που ανατρέχουν στα φυσικά χαρακτηριστικά του θεσσαλικού τοπίου. Παρά την πληθωρικότητα αυτής της αστικής land art γλυπτικής (συνεργάτις Βαϊούλα Τσομπάνογλου), ενός είδους έντεχνου ορυκτού περιβάλλοντος, με την εναλλαγή ορθογώνιων και διαγώνιων αξόνων, την τεκτονική πολυχρωμία και ποικιλία, τη διαμόρφωση των δαπέδων με φυγές προς όλες τις κατευθύνσεις της πόλης, τη δημιουργία επίπεδων «οπτικών ρυακιών» με ρυθμικά επαναλαμβανόμενα δομικά στοιχεία, τη δημιουργία της γλυπτής εξέδρας και τρεχούμενων «πηγών» ανάβλυσης του υγρού στοιχείου με άμεση αναφορά στον κοντινό Πηνειό (γεγονός που απαίτησε μια όχι απλή υποδομή τεχνητής ροής του νερού), την πρόβλεψη εισαγωγής αρχιτεκτονικών μελών των διάφορων φάσεων της ιστορίας της πόλης καθώς και ενός αρχαιολογικού σκάμματος ευρημάτων, το τελικό αποτέλεσμα προκύπτει ως ένα ενιαίο πλαστικό σύνολο με ιδιαίτερη παιδαγωγική και αισθητική σημασία.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι ιστορικός της Αρχιτεκτονικής.