Πριν από χρόνια είχα υποστηρίξει από τις στήλες του «Βήματος» ότι το ελληνικό βέτο στην τελωνειακή ένωση Τουρκίας-ΕΕ ήταν λάθος στρατηγική. Και αυτό γιατί η στενότερη συνεργασία μεταξύ Τουρκίας και Ευρώπης συμφέρει ιδιαίτερα τη χώρα μας (βλ. «Το Βήμα», 11.2.96). Η τυχόν απομόνωση της Τουρκίας από την Ευρώπη θα οδηγούσε τη γείτονα χώρα στην εντατικοποίηση της εξαγωγής/μετάθεσης των εσωτερικών προβλημάτων της προς τα έξω. Και αυτό θα δημιουργούσε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η ειρηνική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών θα ήταν αδύνατη. Από αυτή τη σκοπιά η χώρα μας όχι μόνο δεν πρέπει να εμποδίζει τη στενότερη συνεργασία ΕΕ και Τουρκίας (πράγμα που ούτως ή άλλως δεν είναι σε θέση να κάνει μακροχρόνια) αλλά, αντίθετα, θα έπρεπε να παίξει τον ρόλο του συνδετικού κρίκου μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας. Ενας τέτοιος διαμεσολαβητικός ρόλος θα δημιουργούσε ένα ευνοϊκό κλίμα μέσα στο οποίο ο ορθολογικός διάλογος μεταξύ των δύο χωρών θα ήταν εφικτός. Και παρ’ όλο που οι Ευρωπαίοι θέλουν την τελωνειακή ένωση (βασικά επειδή τους συμφέρει οικονομικά), με κανέναν τρόπο δεν θέλουν την ένταξη της καθαρά τριτοκοσμικής Τουρκίας στην ΕΕ. Ούτε και βέβαια έχουν σκοπό να διαθέσουν σημαντικούς πόρους για την ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας. Αντί λοιπόν να γινόμαστε ο αποδιοπομπαίος τράγος παίζοντας τον ρόλο του κακού εταίρου που εμποδίζει την Τουρκία, θα έπρεπε απεναντίας να δείξουμε ότι εμείς έχουμε και συμφέρον και διάθεση να διευκολύνουμε όσο γίνεται τον ουσιαστικό «εξευρωπαϊσμό» της Τουρκίας («Το Βήμα», 26.2.96).


Πέρα από τα παραπάνω, η πολιτική του βέτο εξαγριώνει την Τουρκία χωρίς να επιφέρει στη χώρα μας συγκεκριμένο όφελος. Η ιδέα ότι με το βέτο η Ελλάδα θα «σωφρονίσει» τη γείτονα χώρα ­ εξαναγκάζοντάς την να κάνει εσωτερικές μεταρρυθμίσεις ή παραχωρήσεις προς την ελληνική πλευρά ­ είναι αστεία. Δείχνει περισσότερο την παρανοϊκή ιδέα που έχουμε για τον ρόλο που παίζει η χώρα μας στη διαμόρφωση των ευρωτουρκικών σχέσεων και λιγότερο το υποτιθέμενο «ατού» που το βέτο μάς δίνει.


Τον τελευταίο καιρό η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αλλάξει την καθαρά αμυντική πολιτική της απέναντι στην Τουρκία κάνοντας ανοίγματα και με την απαρχή διαλόγου (διαλόγου που για χρόνια τώρα κατά τελείως στρουθοκαμηλικό τρόπο αποφεύγουμε) και με τη γενναία δήλωση του υπουργού Εξωτερικών σχετικά με το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των μουσουλμάνων της Θράκης. Και το ευνοϊκό κλίμα που δημιούργησαν τα παραπάνω θετικά βήματα (στα οποία, όπως ήταν προβλεπτό, αντέδρασαν κατά μικροκομματικό, ψηφοθηρικό τρόπο όλα σχεδόν τα κόμματα της αντιπολίτευσης) ενισχύθηκε με την άμεση θετική αντίδραση της κυβέρνησης καθώς και της πλειονότητας του ελληνικού λαού στα δραματικά γεγονότα του σεισμού. Αυτή η πηγαία λαϊκή αντίδραση που δείχνει τα αισθήματα ανθρωπιάς και μεγαλοψυχίας του απλού έλληνα πολίτη είχε θετική ανταπόκριση από την τουρκική πλευρά. Οι εκφράσεις ευγνωμοσύνης του τουρκικού λαού και του Τύπου για την άμεση και γενναιόδωρη ελληνική συμπαράσταση δείχνουν ότι, πέρα από τις κυβερνήσεις και τους ψηφοθηρικούς υπολογισμούς των κομματικών μαγαζιών, και από τις δύο μεριές, υπάρχει ένα σημαντικό απόθεμα αμοιβαίας συμπάθειας και καλής θέλησης ­ απόθεμα που οι εθνοκάπηλοι υπερπατριώτες και από τις δύο χώρες κάνουν το παν για να καταστρέψουν.


Αν λάβουμε υπόψη μας τα παραπάνω, είναι προφανές ότι σε αυτή τη συγκυρία η κυβέρνηση έχει μια χρυσή ευκαιρία να άρει το βέτο ως ένα επιπλέον δείγμα της συμπαράστασής μας στον πάσχοντα τουρκικό λαό. Πέρα από τους ανθρωπιστικούς λόγους, μια τέτοια κίνηση όχι μόνο θα ενίσχυε δραματικά το ευνοϊκό κλίμα που έχει δημιουργηθεί αυτή τη στιγμή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (κλίμα που είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για ουσιαστικό διάλογο) αλλά και θα έβαζε τέλος σε μια καθαρά αρνητική για μας πολιτική που και μας απομονώνει διπλωματικά μέσα στην ΕΕ και δηλητηριάζει επί μονίμου βάσεως τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Γιατί, αν το βέτο στο παρελθόν ερχόταν σε αντίθεση με τα εθνικά μας συμφέροντα, η συνέχισή του σήμερα μπορεί να έχει καταστρεπτικές για μας συνέπειες.


Θα αμβλύνει ή μάλλον θα ανατρέψει τη θετική εικόνα που η κυβέρνηση και κυρίως η μεγαλόψυχη αντίδραση του ελληνικού λαού δημιούργησαν και στην Τουρκία και στην Ευρώπη. Και βέβαια εξίσου αρνητικό αποτέλεσμα θα είχε η φημολογούμενη «μερική άρση» του βέτο που η κυβέρνηση φαίνεται να προγραμματίζει. Μια τέτοια άτολμη λύση δεν θα ικανοποιούσε κανέναν. Από τη μία μεριά δεν θα εμπόδιζε καθόλου τους υπερπατριώτες εντός και εκτός του κυβερνητικού κόμματος να κατηγορήσουν την κυβέρνηση για μειοδοσία, προδοσία, δουλική υποχώρηση στις πιέσεις του ΝΑΤΟ και στα σατανικά σχέδια των Αμερικανών κτλ. Από την άλλη μεριά, θα υπονόμευε το εξαιρετικά ευνοϊκό κλίμα που, όπως ήδη είπα, είναι η αναγκαία (όχι βέβαια και ικανή) προϋπόθεση για την άμβλυνση των ελληνοτουρκικών διαφορών.


Συμπέρασμα: ο υπουργός Εξωτερικών, με την υποστήριξη του Πρωθυπουργού, πρέπει να συνεχίσει την εξωτερική πολιτική της τόλμης και της φαντασίας άροντας το βέτο άνευ όρων. Και αυτό πρέπει να γίνει αμέσως, προτού η πρωτοβουλία της άρσης του βέτο περάσει στους εταίρους μας, που είναι αποφασισμένοι, έστω και με πλάγιους τρόπους, να αγνοήσουν το ελληνικό βέτο.


Τελειώνοντας επαναλαμβάνω ότι η ολική άρση του ελληνικού βέτο πρέπει να γίνει αμέσως όχι λόγω της πιέσεως από την ΕΕ, όχι για συναισθηματικούς λόγους, ούτε και για ανθρωπιστικούς λόγους. Η άρση του βέτο επιβάλλεται γιατί η πολιτική μας στο θέμα αυτό ήταν από την αρχή τελείως λανθασμένη· και γιατί η συνέχισή της στη σημερινή συγκυρία θα βλάψει σοβαρά τα εθνικά μας συμφέροντα.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.