Η ελληνική εικαστική παράδοση, την οποία οριοθέτησε ό,τι αποκαλείται «Ομάδα του Μονάχου», είχε μεταλλαγές ενδιαφέρουσες κατά τις ύστερες εκφάνσεις της. Πράγματι οι μεγάλες στη ζωγραφική αξίες της θεματικής σαφήνειας και της ευκρινούς γραφής, απόηχοι οπωσδήποτε του ιδεαλιστικού ρομαντισμού και του περιγραφικού «είδους» (genre), που κυριάρχησαν το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, εντοπίζονται ως αρετές στο έργο του ζωγράφου Γεωργίου Ροϊλού (1867-1928).


Στις συλλογές του Μουσείου Βούρου-Ευταξία (της Πόλεως των Αθηνών) βρίσκονται δύο προσωπογραφίες φτιαγμένες από αυτόν τον καλλιτέχνη. Και οι δύο αυτοί πίνακες ανήκουν στη συλλογή Στάθη, η οποία από καιρό έχει περιέλθει στο Μουσείο χάρη σε δωρεά.


Το πρώτο και σημαντικότερο έργο, ανάλυση του οποίου για πρώτη φορά δημοσιεύεται, είναι αυτοπροσωπογραφία του Ροϊλού. Πρόκειται για ελαιογραφία σε μουσαμά διαστάσεων 61Χ43 εκατ. Η τεχνοτροπία μα και η όψη του ζωγράφου ο οποίος απεικονίζεται μας επιτρέπουν να χρονολογήσουμε το έργο γύρω στα 1910. Οι επιφάνειες του προσώπου διαπλάθονται με κοφτερές επιθέσεις χρωματικής ύλης. Ο πίνακας διακρίνεται για τη λιτότητα αλλά και την αυτάρκεια των εκφραστικών μέσων. Εργο «εσωστρεφές», η δικαίωση του οποίου επιτυγχάνεται μέσω της προβολής της ενεργητικής αξίας της όρασης αλλά και χάρη στην ψυχογραφική ικανότητα που αποκαλύπτει.


Το δεύτερο έργο έχει σημασία μικρότερη· είναι λάδι σε ξύλο, διαστάσεων 26Χ34 εκ. Σε αυτό απεικονίζεται νεαρή γυναίκα καθισμένη σταυροπόδι σε ξύλινη καρέκλα κρατώντας βιβλίο. Προφανώς αποτελεί πρώιμη σπουδή των στάσεων του σώματος. Το έργο πάντως τοποθετείται γύρω στα 1890.


Κυρίως στον πρώτο από τους πίνακες που εδώ περιγράφονται αποκαλύπτεται καλλιτεχνική προσωπικότητα ρωμαλέα η οποία επιτυγχάνει υπέρβαση ­ αλλά όχι και απάρνηση ­ του ύστερου ακαδημαϊσμού. Επικός κατά συνείδηση, ανθρωποκεντρικός στην ιδιοσυγκρασία, ο Ροϊλός συνενώνει στο έργο του τόσο την καταξιωμένη παράδοση όσο και τη γόνιμη πρωτοπορία. Με αρχικούς διδασκάλους τον Νικηφόρο Λύτρα και, για σύντομο διάστημα, τον Νικόλαο Γύζη, υιοθετεί ως υπόβαθρο του δημιουργικού του έργου τις βασικές αρχές της Σχολής του Μονάχου. Στο Παρίσι, όμως, δουλεύοντας, από το 1890, δίπλα στους Paul Laurens και Benjamin Constant, ανέπτυξε την προτίμησή του στην ιστορική θεματολογία, ενώ ταυτόχρονα ήρθε σε επαφή με τα κύρια ρεύματα του ιμπρεσιονισμού. Τελευταίος πάντως σταθμός των ευρωπαϊκών σπουδών του υπήρξε το Λονδίνο (1903-1908), όπου επηρεάστηκε από τα έντονα χρώματα της αγγλικής ζωγραφικής. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα δίδαξε, σχεδόν ως τον θάνατό του, ελαιογραφία στη Σχολή Καλών Τεχνών.


Οσον αφορά πάντως τις ιστορικές ιδίως σκηνές, η συμβολή του Ροϊλού στη νεοελληνική ζωγραφική δεν έχει ως τώρα αποτιμηθεί πλήρως. Ο Ροϊλός, πράγματι, είναι γνωστός για τις προσεγμένες απεικονίσεις της ελληνοτουρκικής σύρραξης του 1897 και των Βαλκανικών Πολέμων, γεγονότα που παρακολούθησε από κοντά εν είδει εικαστικού πολεμικού ανταποκριτή. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να υποτιμηθεί η εκφραστική πληρότητα η οποία μέσω της προσωπογραφίας εκφράζεται στην εικαστική του δημιουργία. Με βάση την περιγραφική επιδεξιότητα που είχε αποκτήσει από τη μαθητεία του στον Ν. Λύτρα, ο Ροϊλός μπόρεσε να προχωρήσει σε συνθέσεις στις οποίες είχαν απήχηση τα νεωτερικά ρεύματα της εποχής του. Ετσι αξιοποίησε τα καινοφανή διδάγματα του ιμπρεσιονισμού ενώ δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ακόμη και στοιχεία εξπρεσιονιστικής υφής. Πάντως τα έργα ειδικώς που αναλύθηκαν στα πλαίσια αυτού του σύντομου άρθρου θα εκτίθενται, από τον προσεχή Οκτώβριο, στη νέα πτέρυγα του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.


Ο κ. Ιωάννης Κωτούλας είναι επιστημονικός συνεργάτης του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.