Μια βασική διάσταση που πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του στην αξιολόγηση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος είναι αυτή της «αντιπροσώπευσης». Δηλαδή κατά πόσο τα κόμματα και οι πολιτικοί γενικά αντιπροσωπεύουν αποτελεσματικά στο επίπεδο του κοινοβουλίου και του δημόσιου χώρου πιο γενικά αυτούς που τους ψήφισαν. Από αυτή την άποψη, οι αντιπρόσωποι δεν πρέπει ούτε να αγνοούν τα συμφέροντα και τις δοξασίες-γνώμες των ψηφοφόρων τους (αν το κάνουν αυτό τότε έχουμε αυταρχικές μορφές κοινοβουλευτισμού) ούτε να είναι παθητικά όργανα, πολιτικά φερέφωνα-ανδρείκελα αυτών που αντιπροσωπεύουν (στην περίπτωση αυτή πάμε σε λαϊκιστικές, οχλοκρατικές μορφές κοινοβουλευτισμού). Πιο συγκεκριμένα, αυτή η λεπτή ισορροπία που αποφεύγει και τον αυταρχισμό εκ των άνω και τον αυταρχισμό εκ των κάτω σημαίνει ότι ο πολιτικός θα έπρεπε όχι μόνο να σέβεται και να παίρνει στα σοβαρά την κοινή γνώμη αλλά συγχρόνως να τη διαμορφώνει, να τη διαφωτίζει. Αυτός ο βαθιά διαλεκτικός χαρακτήρας της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη από τους πολιτικούς μας. Και αυτό με την έννοια ότι σε μια σειρά από θέματα, για καθαρά ψηφοθηρικούς μικροκομματικούς λόγους, οι εκπρόσωποι του λαού δεν είναι διατεθειμένοι ­ ριψοκινδυνεύοντας το πολιτικό κεφάλαιό τους ­ να διαφωτίσουν την κοινή γνώμη, να πούνε στον πολίτη «δυσάρεστες» αλήθειες, αλήθειες που ο τελευταίος ίσως και να μη θέλει να ακούσει. Για να το πω διαφορετικά, οι πολιτικοί στην πλειονότητά τους δεν είναι διατεθειμένοι να σπάσουν ταμπού και να αντισταθούν σε συλλογικές υστερίες και δημαγωγικά κατασκευασμένες λαϊκιστικές πιέσεις ­ ακόμη και αν αυτές υποσκάπτουν σοβαρά τα εθνικά συμφέροντά μας. Το είδαμε αυτό στο Μακεδονικό και το βλέπουμε ξανά σήμερα στο θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη.


Οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών σχετικά με το θέμα των μειονοτήτων είναι μια εξαίρεση, εξαίρεση όμως που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ο κ. Γ. Παπανδρέου είχε το κουράγιο, με την υποστήριξη του Πρωθυπουργού, να πει κάτι που πολλοί σκεπτόμενοι πολιτικοί είχαν αντιληφθεί εδώ και χρόνια αλλά δεν τολμούσαν να πουν δημόσια: ότι δεν συμφέρει την Ελλάδα να αρνείται το ατομικό δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού στους μουσουλμάνους της Θράκης. Δηλαδή δεν συμφέρει τη χώρα μας να απαγορεύει (de facto, αν όχι de jure) σε όσα μέλη της κοινότητας είναι Ελληνες μεν στην υπηκοότητα αλλά έχουν τουρκική εθνότητα-κουλτούρα να αποκαλούν τους εαυτούς τους Τούρκους.


Πέρα από την αντιδημοκρατικότητα της απαγόρευσης, από τη στιγμή που η χώρα μας έχει δεσμευθεί (υπογράφοντας τις σχετικές διεθνείς συμφωνίες) να σεβαστεί το ατομικό δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, από τη στιγμή που η κρατική πρακτική της απαγόρευσης του αυτοπροσδιορισμού έχει επανειλημμένα καταδικαστεί από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο (π.χ. υπόθεση Σαδίκ), από τη στιγμή που ο κρατικός αυταρχισμός στο θέμα αυτό λειτουργεί σαφώς υπέρ της Τουρκίας (φανατίζει τη μειονότητα και δίνει μια χρυσή ευκαιρία στη γείτονα χώρα να επεμβαίνει κατά βούληση στα εσωτερικά μας), από τη στιγμή που η απαγόρευση του αυτοπροσδιορισμού αμαυρώνει το πολιτικό προφίλ της χώρας και δημιουργεί τη λανθασμένη εντύπωση στους ξένους ότι η δημοκρατία μας είναι τριτοκοσμικού τύπου ­ από τη στιγμή που συμβαίνουν όλα αυτά, είναι φυσικό οι σκεπτόμενοι πολιτικοί από όλα τα κόμματα να έχουν αντιληφθεί ότι πρέπει να αλλάξει η πολιτική μας στο θέμα του αυτοπροσδιορισμού.


Και όμως, όταν βρίσκεται ένας έλληνας πολιτικός που τολμά να παίξει σωστά τον αντιπροσωπευτικό ρόλο του, σπάζοντας τα ταμπού και διαφωτίζοντας την κοινή γνώμη επάνω σε αυτό το θέμα ­ σύσσωμη η αντιπολίτευση (εσωκομματική και εξωκομματική) αντιδρά με τον συνήθη λαϊκιστικό ή και μικροκομματικό τρόπο. Ετσι, οι δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών χαρακτηρίστηκαν από «ολίσθημα» ως «προδοσία» ­ ενώ οι πατριωτικές κορόνες και τα γνωστά σενάρια καταστροφολογίας και συνωμοσιολογίας εξετόπισαν παντελώς τον ουσιαστικό διάλογο, τα ουσιαστικά επιχειρήματα.


Η ΝΔ, για παράδειγμα, μέσω του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της, υποστήριξε ότι η στάση του κ. Παπανδρέου είναι «απαράδεκτη και ανεπίτρεπτη» γιατί «υιοθετεί θέσεις που διατυπώνονται από την Αγκυρα ή κατ’ εντολή της Αγκυρας, οι οποίες αποβλέπουν στην άμεση ανατροπή της Συνθήκης της Λωζάννης και στη μακροπρόθεσμη προώθηση σχεδίων εις βάρος του ελληνισμού».


Αυτό που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι η μισή από την παραπάνω δήλωση είναι λανθασμένη και ότι η άλλη μισή δείχνει την παντελή απουσία ουσιαστικών επιχειρημάτων: ο υπουργός Εξωτερικών μίλησε για το ατομικό δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού που με κανέναν τρόπο δεν ανατρέπει όρους της Συνθήκης της Λωζάννης. Οπως είναι γνωστό, οι σχετικοί όροι της Συνθήκης έχουν να κάνουν με τον συλλογικό προσδιορισμό της κοινότητας ως μουσουλμανικής ­ μιας κοινότητας που δεν αποτελείται μόνο από Τούρκους αλλά και από Πομάκους και από Αθιγγάνους. Πέρα από αυτό όμως, το θέμα δεν είναι αν ο κ. Παπανδρέου υιοθετεί αυτά που λέει η Αγκυρα. Το θέμα είναι αν αυτά που υιοθετεί είναι σωστά και συμφέροντα για την Ελλάδα. Η ΝΔ με την παραπάνω «επιχειρηματολογία» φαίνεται να ακολουθεί μια καθαρά «τυφλοσουρτική» μέθοδο: ό,τι υιοθετεί η Τουρκία εμείς πρέπει αυτόματα να απορρίπτουμε!


Περνώντας από τη ΝΔ στο ΚΚΕ ­ όπως ήταν αναμενόμενο ­ αυτό ανήγαγε το όλο θέμα σε μια ακόμη υπόθεση πίσω από την οποία κρύβεται (ποιος άλλος;) το ΝΑΤΟ και τα ανθελληνικά σχέδια των Αμερικανών. Και επειδή βέβαια η φόρμουλα του «νατοϊκού-αμερικανικού δακτύλου» εξηγεί ό,τι συμβαίνει και ό,τι δεν συμβαίνει στον κόσμο ­ κάθε άλλο επιχείρημα υπέρ ή κατά του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού περιττεύει! Οσο για το πιο «σκεπτόμενο» κομμάτι της Αριστεράς, δηλαδή τον Συνασπισμό, αυτός όχι μόνο δεν ανέπτυξε καμία ουσιαστική επιχειρηματολογία αλλά και απέφυγε επιμελώς να πάρει θέση με τη δικαιολογία ότι η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών χαρακτηρίζεται από «προχειρότητα και σπασμωδικότητα». Αυτό όμως που θέλουν να ξέρουν οι έλληνες ψηφοφόροι είναι αν ο Συνασπισμός, ως κόμμα, είναι υπέρ ή κατά του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού και γιατί. Αν θεωρεί σωστό ή όχι οι μουσουλμάνοι της Θράκης να αποκαλούν τους εαυτούς τους Τούρκους δημόσια. Ολα τα άλλα είναι υπεκφυγές και αοριστολογίες που απλά υποδηλώνουν μικροκομματικούς υπολογισμούς.


Αντίθετα βέβαια με τον Συνασπισμό, η έλλειψη ουσιαστικών επιχειρημάτων στις δηλώσεις της ΠΟΛΑΝ και του ΔΗΚΚΙ δεν ξαφνιάζουν, αφού στους κόλπους και των δύο αυτών κομμάτων κυριαρχεί ένας παρανοϊκός εθνικισμός που εξουδετερώνει τελείως κάθε προσπάθεια άρθρωσης ορθολογικής επιχειρηματολογίας.


Τέλος, το μόνο κόμμα το οποίο ­ χωρίς να υποστηρίξει ευθέως τον υπουργό Εξωτερικών ­ έθεσε σωστά αλλά λακωνικά το θέμα, είναι το κόμμα του κ. Στ. Μάνου. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων έκανε τη διάκριση μεταξύ του προσδιορισμού της μουσουλμανικής κοινότητας (που έχει να κάνει με τη Συνθήκη της Λωζάννης) και του ατομικού δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού των μελών αυτής της κοινότητας. Στην ανακοίνωσή του το κόμμα υποστήριξε ότι όσοι δεν παραδέχονται το ατομικό δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, απλώς δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει να είσαι πολίτης στο πλαίσιο της ΕΕ.


Αν λάβει κανείς υπόψη ότι το νεοσυσταθέν κόμμα του κ. Μάνου αντιπροσωπεύει κάτω από το 2% των ψηφοφόρων και ότι οι αντιδράσεις μέσα στο κυβερνών κόμμα υπήρξαν εξίσου ανεγκέφαλες με αυτές της αντιπολίτευσης, τότε αντιλαμβάνεται σε ποιο βαθμό οι «πατέρες του έθνους» δεν εκτελούν σωστά τον αντιπροσωπευτικό ρόλο τους.


Εδώ και χρόνια μέσα από τις στήλες του «Κυριακάτικου Βήματος» έκανα κριτική στην πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη και σχετικά με το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας (βλ. «Κυριακάτικο Βήμα» 7.5.95) και σχετικά με το θέμα της αποφυγής διαλόγου με την Τουρκία («Κυριακάτικο Βήμα» 20.10.96, 19.1.97, 31.5.98).


Τώρα πρέπει να ομολογήσω ότι και στους δύο αυτούς χώρους η κυβέρνηση, μέσω του νέου υπουργού Εξωτερικών, φαίνεται αποφασισμένη να εγκαταλείψει την πρώην καθαρά αμυντική θέση της. Φαίνεται να ξεκινάει με φαντασία και τόλμη μια νέα εξωτερική πολιτική που σπάει τα ταμπού του παρελθόντος. Μια πολιτική που επιτέλους κοιτάει εμπρός και όχι πίσω. Μια πολιτική βασισμένη στην ιδέα ότι η Ελλάδα, η πιο ανεπτυγμένη και δημοκρατική χώρα των Βαλκανίων, δεν έχει τίποτε να φοβηθεί ούτε με τον παραπέρα εκδημοκρατισμό της στα θέματα των μειονοτήτων ούτε με την απαρχή διαλόγου με την Τουρκία ­ ενός διαλόγου που, όπως έχω υποστηρίξει σε προηγούμενα άρθρα μου, όχι μόνο δεν υποσκάπτει αλλά εδραιώνει τα εθνικά συμφέροντά μας.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.