Πέντε χιλιάδες χρόνια πριν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι δούλευαν μεταλλευτικά στο Λαύριο! Με τη γέννηση δε της Αθηναϊκής Δημοκρατίας το 508 π.Χ. άρχισε η συστηματική εκμετάλλευση των αργυρομολυβδούχων μεταλλευμάτων, που διήρκεσε για μερικούς αιώνες και μετά σιώπησε. Αφησε όμως πίσω σκωρίες και τεράστιες ποσότητες μεταλλευτικών καταλοίπων, γνωστών ως εκβολάδες. Το 1860 επισκέφτηκε τη Λαυρεωτική ο νεαρός μεταλλειολόγος Α. Κορδέλλας και λίγο μετά έπεισε τον Ιταλό, επίσης μεταλλειολόγο, J. Β. Serpieri για το εφικτό της αξιοποίησης των αρχαίων καταλοίπων. Ετσι το 1865 εγκαινιάστηκε στο Λαύριο πλήρες εργοστάσιο με 18 καμίνους, μικρά μεταλλοπλύσια, μηχανουργείο και σιδηρόδρομο. Ηταν η σημαντικότερη βιομηχανία στην Ελλάδα εκείνη την εποχή και το 1867 είχε 1.200 εργάτες, τεράστιο αριθμό για τα μεγέθη της απασχόλησης σε εθνικό επίπεδο.


Η γαλλική εταιρεία του Serpieri και η ελληνική που ίδρυσε το 1873 ο Λ. Συγγρός εκμεταλλεύτηκαν για πολλές δεκαετίες τα αρχαία κατάλοιπα παράγοντας κυρίως σκληρό μεταλλευτικό αργυρούχο μόλυβδο. Είχαν υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις και η λειτουργία τους συνδέεται με τη χρήση, για πρώτη φορά στην Ελλάδα του περασμένου αιώνα, του ηλεκτρισμού, του τηλεφώνου και άλλων τεχνολογικών καινοτομιών της εποχής και την κατασκευή (1882-1885) του Αττικού σιδηροδρόμου, που συνέδεσε το Λαύριο με την Αθήνα. Η σταδιακή εξάντληση των σκωριών και των εκβολάδων, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι που μεσολάβησαν και η πτώση των τιμών του μολύβδου έκαναν τη μεν ελληνική εταιρεία να κλείσει το 1917, τη δε γαλλική το 1977. Και στο Λαύριο έμειναν οι μισοερειπωμένες τεράστιες εγκαταστάσεις, που μερικές στεγάζονταν σε κτίρια που είχαν κατασκευαστεί το 1875! Εμεινε επίσης και η ανεργία, δεδομένου ότι την ίδια εποχή οι περισσότερες βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας, που έκαναν την πόλη ευημερούσα εργατούπολη, διέκοψαν τις εργασίες τους στο πλαίσιο της γενικής αποβιομηχανοποίησης της χώρας.


Το Ε.Μ. Πολυτεχνείο αναμείχτηκε στην υπόθεση των Μεταλλείων Λαυρίου από το 1977, ζητώντας να του παραχωρηθεί χώρος για ερευνητικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς του Τμήματος Μηχανικών Μεταλλείων – Μεταλλουργών. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό και η κυβέρνηση προσπάθησε να ξαναλειτουργήσει την επιχείρηση υπό κρατικό έλεγχο. Αυτό φυσικά δεν πέτυχε, οι εργασίες διακόπηκαν οριστικά το 1984 και το ΕΜΠ επανήλθε με αναμορφωμένη πρόταση που πρόβλεπε διάσωση των εγκαταστάσεων με δύο παράλληλες χρήσεις: Μουσείο Τεχνολογίας και Τεχνολογικό Πάρκο. Το 1991, με τη θετική αντιμετώπιση του θέματος από τον πρωθυπουργό κ. Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και την υπουργό Πολιτισμού κυρία Ντόρα Μπακογιάννη, οι εγκαταστάσεις παραχωρούνται στο Πολυτεχνείο, αφού όμως το συγκρότημα χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.


Εχοντας τώρα τον χώρο, το Πολυτεχνείο κάνει τις σχετικές μελέτες ανάπλασης και λειτουργίας των εγκαταστάσεων ως Τεχνολογικού Πάρκου και πετυχαίνει τη χρηματοδότηση του έργου από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα (ΠΕΠ) Αττικής (με τη βοήθεια του περιφερειάρχη κ. Ν. Μιχαλόπουλου) το 1985 με το ποσό των 4,4 δισ. δρχ. Το ποσό αυτό αφορά την αποκατάσταση μιας περιοχής 80 περίπου στρεμμάτων από τη συνολική έκταση των 243 στρεμμάτων. Σήμερα έχει απορροφηθεί ή δεσμευτεί το 80% των παραπάνω πιστώσεων και έχουν υπογραφεί συμβόλαια εγκατάστασης στο Πάρκο με εννέα επιχειρήσεις, ενώ η εγκατάσταση πέντε ακόμη επιχειρήσεων έχει εγκριθεί από το ΔΣ της Εταιρείας Αξιοποίησης και Διαχείρισης Περιουσίας ΕΜΠ ΑΕ, η οποία διαχειρίζεται το Πάρκο.


Είναι δε το Πάρκο μοναδικό στη χώρα μας και από τα λίγα στον κόσμο γιατί δεν νοικιάζει μόνο γραφεία, νοικιάζει και εργοστάσια! Και το Πολυτεχνείο στη συνέχεια με τις τεράστιες τεχνολογικές του δυνατότητες θα έρχεται να στηρίξει τις επιχειρήσεις του Πάρκου από κάθε πλευρά και να ωφεληθεί πολλαπλά το ίδιο. Ετσι το Λαύριο θα αναγεννηθεί τεχνολογικά και αρκετές εκατοντάδες άνθρωποι θα βρουν καλή δουλειά.


Στην παρακμάζουσα όμως κοινωνία μας επιτυχείς πρωτοβουλίες όπως η του Πάρκου Λαυρίου δεν χαιρετίζονται γενικώς. Εγώ όμως οφείλω να συγχαρώ την Πολυτεχνική κοινότητα, που στηρίζει την πρωτοβουλία με την εθελοντική εργασία πολλών μελών της, και ιδιαίτερα τον καθηγητή κ. Κώστα Παναγόπουλο, που ήταν ανέκαθεν η ψυχή της προσπάθειας, τον καθηγητή κ. Γιάννη Πολύζο, που και πολύ και καλά δούλεψε όταν ήταν ο αρμόδιος αντιπρύτανης, και τον αείμνηστο καθηγητή Αντώνη Κοντόπουλο, τον ειδικό στα περιβαλλοντικά του εδάφους, που μετέτρεψε 20 στρέμματα σκουριές σε 20 στρέμματα κήπου. Επίσης, θα πρέπει σφόδρα να χαιρετήσω την αγαστή συνεργασία της τοπικής κοινωνίας με το πανεπιστήμιο στα πρόσωπα του πρώην δημάρχου κ. Κ. Πόγκα, του νυν δημάρχου κ. Σ. Παπασταυρόπουλου και του προέδρου του Εργατικού Κέντρου Βαγγέλη Μπριασούλη.


Το Πάρκο Λαυρίου όμως είναι ορφανό. Το υπουργείο Παιδείας ουδόλως ασχολείται με τα τοιαύτα και το υπουργείο Ανάπτυξης θεωρεί εαυτό αναρμόδιο, αφού το ΕΜΠ υπάγεται στο υπουργείο Παιδείας! Και έτσι, το μόνο ελληνικό πάρκο που λειτουργεί βιομηχανικούς καινοτομικούς χώρους δεν έχει την πρέπουσα υποστήριξη. Ποιος, π.χ., θα το εντάξει στο 3ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης; Μήπως ο συνάδελφος υπουργός Ανάπτυξης καθηγητής Ευ. Βενιζέλος θα δεχόταν να τον επισκεφθούμε επί του θέματος;


Ο κ. Θ. Λουκάκης είναι καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.