Από όλους τους διανοουμένους του κόσμου οι Γάλλοι είναι εκείνοι που κατέχουν καλύτερα το ζηλευτό μυστικό του πώς γίνεται κανείς σταρ ­ άνθρωπος δηλαδή που οι άλλοι, συχνά κατά μάζες, τον θαυμάζουν χωρίς να ξέρουν όλοι το γιατί ή και χωρίς να έχουν ιδιαίτερο λόγο. Εκτός από την ιδιότητά του αυτή ο σταρ μπορεί αφ’ εαυτού να έχει ή να μην έχει και άλλες· τη συγκεκριμένη όμως του την εξασφαλίζουν αποκλειστικά και μόνο αυτοί που τον περιβάλλουν με τον θαυμασμό τους ­ ο σταρ είναι οι άλλοι, για να παραφράσω διαπρεπή εκπρόσωπο του φαινομένου.


Αυτούς τους «άλλους» με τον σταρ ανάμεσά τους είχα κατά νου όταν προ τριών εβδομάδων περίπου ανέθετα στη νεαρή συντάκτρια Μαρίλη Μαργωμένου να καλύψει τη διάλεξη του γάλλου φιλοσόφου Ζακ Ντεριντά στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Πού να φανταστώ σε τι λογής περιπέτεια θα την ενέπλεκα ­ ότι δηλαδή θα την έβαζαν στο σημάδι όχι μόνο τρεις πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι από δύο ιδρύματα αλλά και ένας εξέχων συνάδελφος από το διπλανό γραφείο.


Οι συνειρμοί είναι γεννήματα και των καιρών, και τις ημέρες που ζούμε αυτός που θα διαφανεί ευθύς αμέσως ήταν αναπόφευκτος· αφορά την προφανέστερη δικαιολογία για τους μύδρους που δέχτηκε κατά κεφαλής της η συντάκτρια του ρεπορτάζ: Αφού η δημοσιογράφος, επιχειρηματολογούν οι επικριτές της, ομολογεί ότι δεν έχει ιδέα από Ντεριντά, ότι δηλαδή είναι αποδομητικώς άμαχη, τι γύρευε στην επικίνδυνη γέφυρα;


Οι τιμητές της Μαργωμένου ασφαλώς θα πρόσεξαν ότι και άλλοι δημοσιογράφοι είχαν εντρυφήσει περί τον Ντεριντά εκείνες τις ημέρες· και πιθανώς θα υποπτεύθηκαν ότι μερικοί τουλάχιστον από αυτούς θα μπορούσαν να τη συναγωνιστούν σε ντερινταϊκή πολυμάθεια. Το ότι απλώς αποσιώπησαν την άγνοιά τους (πράγμα όχι ιδιαίτερα δύσκολο όταν έχει κανείς να κάνει με γνωστικά αντικείμενα τόσο νεφελώδη και τόσο πρόσφορα σε συμβατικούς αυτοσχεδιασμούς) ήταν άραγε αρκετό για τους τέσσερις κατηγόρους ώστε να απαλλάξουν τους υπόλοιπους αδαείς από τη βαριά κατηγορία ότι φύτρωναν εκεί όπου δεν τους είχαν σπείρει; Οι συνειρμοί επιμένουν και επισημαίνουν μία ακόμη κατάφωρη μεροληψία των ημερών μας και μία ακόμη αποθέωση της υποκρισίας.


Το μοιραίο λάθος της Μαργωμένου ήταν η ειλικρίνειά της: Είμαι αδαής από Ντεριντά, λέει και ξαναλέει στο ρεπορτάζ της. Δεν ήταν όμως το μόνο. Αμήχανη πιθανώς μπροστά στην ίδια την τρομερή ομολογία της και πτοημένη από τους εφιάλτες που αυτή της έστειλε στον ύπνο της κατέφυγε στη μοναδική σωτηρία που απομένει αν είναι να ξορκίσει κανείς τέτοιου είδους άπιαστα δαιμόνια: στην πλάκα ­ με την εύλογη επαγγελματική ελπίδα προφανώς να προσχωρήσουν στο γλέντι και μερικοί από τους αναγνώστες της που τους έκαιγε τη γλώσσα η ίδια αμαρτωλή ομολογία αλλά δεν τολμούσαν να την ξεστομίσουν. Αν το πέτυχε αυτό, και μάλιστα σε υπολογίσιμο στατιστικά βαθμό, όπως τουλάχιστον έδειξε η σύσκεψη των στελεχών της εφημερίδας όπου συζητήθηκε το θέμα, είναι και επειδή είχε στη διάθεσή της γόνιμο έδαφος: ο τύπος του σοφολογιότατου, πραγματικού ή φανταστικού, υπήρξε ανέκαθεν αποδοτικό αντικείμενο διακωμώδησης.


Αλλά η απόφαση ήταν προειλημμένη, για να θυμηθώ ένα ακόμη μοτίβο των ημερών, και οι κατήγοροί της δεν αναγνώρισαν στη Μαργωμένου ούτε αυτό το ελαφρυντικό: Απαγορεύονται τα καλαμπούρια για τον Ντεριντά, αποφάνθηκαν. Νωρίς που γεννήθηκε ο καημένος ο Ευριπίδης· έχασε το ευεργέτημα αυτού του εξωφρενικού δεδικασμένου και μαζί στερήθηκε το θέαμα που θα τον έκανε να αναγαλλιάσει από τα βάθη της καρδιάς του, τον μισητό Αριστοφάνη στο εδώλιο δίπλα στη Μαργωμένου.


Δεν θα ήταν ωστόσο δίκαιο να βάλει κανείς και τα τέσσερα κείμενα στο ίδιο τσουβάλι. Αν μη τι άλλο, το καθένα έχει την ιδιοσυγκρασία του. Του κ. Παπαγγελή είναι το ηπιότερο και το μόνο όπου καταβάλλεται φιλότιμη προσπάθεια διείσδυσης στα ενδότερα του ντερινταϊσμού· αλίμονο όμως το οχυρό ανθίσταται πάντα με σθένος. Οσο για το κατηγορητήριο, η ειρωνεία του είναι ψαλιδισμένη με πρόδηλο τακτ.


Ο πλέον οργίλος από όλους είναι ο κ. Ψυχογιός, τόσο που θολώνει η όρασή του και ο ίδιος πέφτει στον λάκκο που ανοίγει για άλλον· μέμφεται Το Βήμα για παραχώρηση στον λαϊκισμό, αλλά όταν καυτηριάζει τη Μαργωμένου για τα δύσοσμα πέλματα της θαυμάστριας του Ντεριντά, επισημαίνει χλευαστικά ότι η δημοσιογράφος έχει παραλείψει τα ρεψίματα και τις πορδές ­ η διατύπωσή του είναι περιπλοκότερη αλλά το νόημά της διόλου λιγότερο λαϊκίστικο.


Ο τολμηρότερος είναι ο κ. Πρετεντέρης: με αφοπλιστική άνεση πραγματεύεται το θέμα σκοινί-στο-σπίτι-του-κρεμασμένου.


Το κείμενο του κ. Δημηρούλη αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο είναι το λήμμα Ντεριντά του πλέον πρόσφατου και ενημερωμένου εγκυκλοπαιδικού λεξικού, του μόνου μέχρι στιγμής που περιέχει την ολόφρεσκη πληροφορία για το λαμπρό επιστέγασμα της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας του γάλλου φιλοσόφου. Το δεύτερο μέρος είναι κατά πάσα πιθανότητα αποτέλεσμα αφηρημάδας. Δεν θεωρεί τα γραφόμενα της Μαργωμένου «τόσο αθώα» και βλέπει «πίσω τους» να «λειτουργούν ιδεολογήματα που αποσκοπούν στον επηρεασμό της κοινής γνώμης και στη (sic) έντεχνη δημιουργία αρνητικής προδιάθεσης…» κτλ. Φέρνοντας στο φως της δημοσιότητας αυτή τη φοβερή καταγγελία και βλέποντας το κείμενό του δημοσιευμένο εξακολουθεί άραγε ο κ. Δημηρούλης να είναι βέβαιος ότι το έστειλε στη σωστή εφημερίδα;


Το ρεπορτάζ για τη διάλεξη δημοσιεύθηκε στο φύλλο τής 6.6.99 και τα άλλα τέσσερα κείμενα στο φύλλο τής 13.6.99.