Τώρα που η γιουγκοσλαβική κρίση φαίνεται να προχωρεί προς μια κάποια λύση είναι η κατάλληλη στιγμή να συγκρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιδράσαμε στα γεγονότα του Κοσόβου με τις αντιδράσεις μας στα δύο προηγούμενα θέματα που κινητοποίησαν έντονα πλατιά στρώματα του πληθυσμού: το «Μακεδονικό» και το επεισόδιο Οτσαλάν. Νομίζω πως η έννοια του αμυντικού ή, καλύτερα, παρανοϊκού εθνικισμού μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε τις τρεις παραπάνω περιπτώσεις από μια κοινή προοπτική.



Οπως στις περισσότερες κοινωνίες της ύστερης ανάπτυξης, έτσι και στη χώρα μας υπάρχει ένας διαρκής και διάχυτος διχασμός μεταξύ δύο ανταγωνιστικών τύπων πολιτικής κουλτούρας. Ο πρώτος είναι ένας «εκσυγχρονιστικός», εξωστρεφής προσανατολισμός που προσπαθεί να «φτάσει τη Δύση» υιοθετώντας δυτικούς θεσμούς και αξίες. Ο δεύτερος είναι ένας παραδοσιακά προσανατολισμένος τύπος, αυτόχθων, εσωστρεφής και εχθρικός προς τις ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.


Η εσωστρεφής πολιτική κουλτούρα χαρακτηρίζεται από τοπικισμό, επαρχιωτισμό, λανθάνοντα αυταρχισμό (κυρίως οφειλόμενο στην οθωμανική μας κληρονομιά), ισοπεδωτικό εξισωτισμό και μια ξενόφοβη στάση που οδηγεί ­ όπως πολύ σωστά υποστηρίζει ο Ν. Διαμαντούρος, που έχει μελετήσει αυτή την πολιτική κουλτούρα σε βάθος ­ σε «μια συνωμοτική ερμηνεία των γεγονότων, σ’ ένα έκδηλο αίσθημα κατωτερότητας έναντι του δυτικού κόσμου, σε συνδυασμό με μια υπερβολική και άκριτη αίσθηση της σημασίας της Ελλάδας για τις διεθνείς υποθέσεις».


Οι δύο κουλτούρες είναι διαρθρωμένες με τέτοιο τρόπο που καμία από τις δύο δεν μπορεί να επιβάλει μόνιμα τη λογική της στην άλλη. Αντίθετα, πότε η μία και πότε η άλλη παίρνει το πάνω χέρι, ανάλογα με την οικονομική και κοινωνικοπολιτική συγκυρία.


Στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο ο εμφύλιος διχασμός και η διαμάχη μεταξύ «εθνικόφρονος» Δεξιάς και κομμουνιστικής Αριστεράς περιθωριοποίησαν σε μεγάλο βαθμό τη διαμάχη μεταξύ εσωστρεφούς και εξωστρεφούς κουλτούρας. Αν όχι για κανέναν άλλο λόγο, γιατί στη νικηφόρα αντικομμουνιστική παράταξη υπήρχαν και εξωστρεφείς/φιλοδυτικές και έντονα εσωστρεφείς/ξενόφοβες πολιτικές τάσεις.


Στη μεταπολίτευση το ξεπέρασμα της μετεμφυλιακής διαίρεσης μεταξύ πρώτης και δεύτερης κατηγορίας πολιτών και η μετέπειτα κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης περιθωριοποίησαν την κομμουνιστική – αντικομμουνιστική διαμάχη και έφεραν στο κέντρο της πολιτικής αρένας την πιο έντονα πολιτισμική «φιλοδυτική – αντιδυτική» διαμάχη. Την ίδια περίοδο βλέπουμε τη μαζικοποίηση των κομμάτων (το ΠαΣοΚ υπήρξε το πρώτο αστικό, μαζικά οργανωμένο κόμμα), μια μαζικοποίηση που δυστυχώς δεν συνδέθηκε με τον εκδημοκρατισμό τους. Και αυτό με την έννοια πως και τα δύο μεγάλα κόμματα εξακολουθούν να λειτουργούν βάσει ενός μείγματος λαϊκιστικών και πελατειακών προσανατολισμών.


Οι παραπάνω εξελίξεις, σε συνδυασμό με τις έντονες ανακατατάξεις και ανησυχίες που η πιο στενή ένταξή μας στην ΕΕ δημιουργεί σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού, ευνοούν τη ραγδαία ανάπτυξη της ξενοφοβικής, αντιδυτικής πολιτικής κουλτούρας. Αυτή παίρνει τεράστιες διαστάσεις κάθε φορά που αντιδρούμε σε γεγονότα στον διεθνή χώρο τα οποία μας αφορούν άμεσα. Ετσι, είτε κοιτάξουμε το Μακεδονικό είτε την υπόθεση Οτσαλάν είτε τα γεγονότα στο Κόσοβο, και στις τρεις περιπτώσεις βλέπουμε μια μαζική λαϊκή αντίδραση που χαρακτηρίζεται από μια τελείως μονόπλευρη ανάλυση των βασικών δεδομένων, από μια μανιχαϊστική αξιολόγηση (ηρωοποίηση/δαιμονοποίηση) των αντιμαχομένων παρατάξεων και από έναν μη κυβερνητικό, «εκ των κάτω» προερχόμενο αυταρχισμό που εμποδίζει την ανάπτυξη και ευρεία δημοσιοποίηση εναλλακτικών αναλύσεων και αξιολογήσεων της κρίσης. Ας δούμε πώς αυτές οι διαστάσεις του παρανοϊκού εθνικισμού εμφανίζονται στις τρεις συγκεκριμένες περιπτώσεις.


Το Μακεδονικό φιάσκο


Η περίφημη διαμάχη Αθήνας – Σκοπίων πάνω στο πρόβλημα της ονομασίας δείχνει με τον πιο έντονο τρόπο τα παρανοϊκά χαρακτηριστικά του νεοελληνικού εθνικισμού. Ξεκινάω από τη μονόπλευρη ανάλυση των βασικών δεδομένων. Κατά τη διάρκεια της διαμάχης, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών δεν μπόρεσε να πληροφορηθεί (μέσω των ΜΜΕ, των κομματικών ηγεσιών ή άλλων προσώπων που δρουν στον δημόσιο χώρο) μια σειρά απλά ιστορικά στοιχεία που θα τους βοηθούσαν να καταλάβουν και να αξιολογήσουν το πρόβλημα με ορθολογικό τρόπο· δεδομένα όπως τα παρακάτω:


* Μετά τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας μοιράστηκε σε τρία μέρη. Η Ελλάδα πήρε το 53%, η Σερβία το 33% και η Βουλγαρία το μικρότερο κομμάτι.


* Οι δύο περιοχές που δεν προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα, ήδη από το 1919 ονομάστηκαν από ξένους και έλληνες πολιτικούς, διπλωμάτες, ιστορικούς, γεωγράφους και δημοσιογράφους Νοτιοσλαβική Μακεδονία (ή Μακεδονία του Βαρδάρη) και Βουλγαρική Μακεδονία (ή Μακεδονία του Πιρίν).


* Το 1924, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τη μαζική ανταλλαγή πληθυσμών, το δικό μας κομμάτι έγινε «ελληνικό» όχι μόνον λόγω μοιρασιάς αλλά και λόγω εθνογραφικής σύστασης (οι σλαβικές μειονότητες στην ελληνική Μακεδονία ήταν από τότε και παραμένουν ασήμαντες). (Για περισσότερα στοιχεία αυτού του τύπου, βλ. άρθρο μου στο «Βήμα της Κυριακής», 10.4.1994.)


Αν τα παραπάνω στοιχεία είχαν γίνει ευρέως γνωστά, ο κάθε σκεπτόμενος έλληνας πολίτης θα αντιλαμβανόταν αμέσως ότι δεν υπάρχει μία αλλά τρεις Μακεδονίες, μία εκ των οποίων είναι η ελληνική. Θα αντιλαμβανόταν επίσης πως μια μεικτή ονομασία (π.χ. Σλαβική Μακεδονία) όχι μόνο δεν θα είχε καταστρεπτικές επιπτώσεις για τα ελληνικά συμφέροντα, αλλά και θα ήταν σύμφωνη με τις διευθετήσεις του 1919, καθώς και με βασικούς δημοκρατικούς κανόνες περί του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού των ατόμων και λαών (όπως αυτοί έχουν διατυπωθεί από τον ΟΗΕ και έχουν γίνει αποδεκτοί από τη χώρα μας). Οι έλληνες πολίτες θα αντιλαμβάνονταν τέλος πως η ελληνική εμμονή στη μονοπώληση του όρου Μακεδονία σημαίνει είτε πως αγνοούμε τι έγινε από εμάς αποδεκτό το 1919 είτε πως έχουμε σχέδια προσάρτησης των δύο μακεδονικών περιοχών που βρίσκονται εκτός των σημερινών ελληνικών συνόρων.


Επειδή η χώρα μας δεν έχει επεκτατικές φιλοδοξίες και επειδή οι έλληνες πολίτες δεν στερούνται κοινής λογικής, αν η πληροφόρηση πάνω σ’ αυτά τα θέματα δεν ήταν παρανοϊκά μονόπλευρη, η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού θα υποστήριζε χωρίς καμιά δυσκολία τη λύση της μεικτής ονομασίας. Αυτό βέβαια δεν συνέβη. Τα βασικά δεδομένα του προβλήματος δεν έγιναν ποτέ γνωστά στον ελληνικό λαό. Αντ’ αυτού είχαμε μια μαζική πλύση εγκεφάλου και έναν βομβαρδισμό του πληθυσμού με ιστορίες περί Μεγάλου Αλεξάνδρου, περί της αθάνατης αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς μας, περί του υπάνθρωπου χαρακτήρα των Σκοπιανών και περί του ότι οι ξένοι είναι ανιστόρητοι, αχάριστοι, δεν μας καταλαβαίνουν ούτε λαμβάνουν υπόψη τους ότι η τυχόν ελληνική υποχώρηση στο θέμα της ονομασίας δημιουργεί τεράστιους κινδύνους για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας!


Ολος αυτός ο εθνικιστικός παροξυσμός δημιούργησε ένα κλίμα μέσα στο οποίο η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρ’ όλο που ήξερε πως μας συνέφερε, δεν είχε το θάρρος να δεχτεί τη λύση «Πινέιρο» (πρόταση για μεικτή ονομασία και αλλαγή των συμβόλων και των άρθρων του σκοπιανού συντάγματος που είχαν επεκτατικό χαρακτήρα). Τα αυτοκαταστροφικά αποτελέσματα όλης αυτής της απίστευτης ιστορίας δεν άργησαν να φανούν: γελοιοποίηση και διεθνής απομόνωση της χώρας και αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα του κράτους των Σκοπίων με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας».


Η περίπτωση Οτσαλάν



Ενα από τα χαρακτηριστικά της παράνοιας, ατομικής και συλλογικής, είναι πως δεν υπάρχει διαδικασία μάθησης: τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα. Με μερική εξαίρεση τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη (που παραδέχτηκε ότι η απόρριψη του πακέτου Πινέιρο ήταν λάθος), κανείς δεν έκανε αυτοκριτική. Κανείς δεν προσπάθησε να εξηγήσει σοβαρά στον κόσμο τι ακριβώς συνέβη. Κανείς δεν προσπάθησε να αποδώσει ευθύνες στους αρχιτέκτονες της σκοπιανής γκάφας. Το επεισόδιο απλώς εξαφανίστηκε από τη συλλογική μνήμη και έτσι οι υπαίτιοι του φιάσκου είναι ελεύθεροι και πανέτοιμοι να αρχίσουν εκ νέου το παράλογο παιχνίδι τους.


Δεν είναι λοιπόν περίεργο πως όταν ξέσπασε η υπόθεση Οτσαλάν άρχισαν πάλι να λειτουργούν παρόμοιες διαδικασίες μονόπλευρης ανάλυσης των γεγονότων, μανιχαϊστικής αξιολόγησης και πίεσης για αυτοκαταστροφικές πολιτικές. Ετσι, ο Οτσαλάν έγινε ο αδελφικός μας φίλος, ο βασικός σύμμαχος εναντίον του τουρκικού αυταρχισμού που καταπιέζει τον τουρκικό λαό στην Τουρκία και τον ελληνικό λαό στην Κύπρο. Το ότι ο Οτσαλάν εκπροσωπεί μια μερίδα μόνο του κουρδικού πληθυσμού, το ότι κατηγορείται για εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας (τα οποία εγκλήματα ο ίδιος παραδέχεται αλλά ρίχνει την ευθύνη στους «κακούς» συνεργάτες του), το ότι η στρατηγική του ήταν εξαρχής να εμπλέξει την Ελλάδα και να κουρδικοποιήσει τις ελληνοτουρκικές διαφορές (βλ. άρθρο μου στο «Βήμα», 21.2.1999), το ότι τα κουρδικά συμφέροντα δεν συμπίπτουν με τα ελληνικά (οι Κούρδοι, αντίθετα μ’ εμάς, θα είχαν πολλά να κερδίσουν από έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο), το ότι ούτε ο Οτσαλάν ούτε οι ανεύθυνοι Ελληνες που τον έφεραν έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν αν και πότε η Ελλάδα θα πρέπει να συγκρουστεί στρατιωτικά με την Τουρκία ­ όλα αυτά τα τελείως προφανή στοιχεία δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στον δημόσιο διάλογο που το επεισόδιο Οτσαλάν δημιούργησε. Αυτό που πήρε τη θέση τους είναι η ηρωοποίηση του Οτσαλάν και η δαινομονοποίηση της κυβέρνησης Σημίτη. Ο Πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του είναι προδότες, «πουλήθηκαν στους Αμερικάνους», αντάλλαξαν τον Οτσαλάν με διάφορες τουρκικές υποσχέσεις για υποχωρητικότητα στις ελληνοτουρκικές διαφορές κτλ. Ετσι, εξαπλώθηκε σαν φωτιά η παρανοϊκή συλλογική αίσθηση ότι η χώρα ατιμάστηκε, ντροπιάστηκε και πως τίποτε δεν μπορεί να μας ξεπλύνει από αυτή την ντροπή. Και βέβαια τα κόμματα της αντιπολίτευσης ­ όπως και στην περίπτωση του Μακεδονικού ­ έδρασαν μικροκομματικά. Εκαναν όντως ό,τι μπορούσαν για να ρίξουν λάδι στη φωτιά της εθνικιστικής υστερίας. Το ίδιο βέβαια έκανε και η ενδοκομματική αντιπολίτευση, που μαζί με βουλευτές από άλλα κόμματα πρότειναν, πριν από την κρίση, να παραχωρήσει η Ελλάδα άσυλο στον κούρδο ηγέτη!


Το ότι στην περίπτωση Οτσαλάν αποφύγαμε την υιοθέτηση μιας παράλογης, αυτοκαταστροφικής πολιτικής οφείλεται στον έντονα αντιλαϊκιστικό χαρακτήρα της σημιτικής ηγεσίας. Οφείλεται επίσης στον Μίκη Θεοδωράκη, η χαρισματική προσωπικότητα και η δυναμική τηλεοπτική παρέμβαση του οποίου είχαν ως αποτέλεσμα την άμβλυνση της εθνικιστικής παράνοιας.


Με τα παραπάνω δεν θέλω βέβαια να αρνηθώ πως η κυβέρνηση έκανε σοβαρά λάθη, ίσως η κρατική μηχανή δούλεψε τόσο άθλια στην περίπτωση Οτσαλάν όσο και σε κάθε άλλον χώρο, και πως συχνά η εξωτερική πολιτική της χώρας μοιάζει με ξέφραγο αμπέλι όπου ο κάθε ανεύθυνος τουρκοφάγος μπορεί να επηρεάσει τις τύχες του ελληνικού λαού. Αλλά τέτοιου είδους κριτική στην κυβέρνηση είναι ποιοτικά διαφορετική από την παρανοϊκή κριτική που ασκήθηκε εναντίον της. Μια κριτική που βασίζεται στη λογική της προδοσίας, του «ξεπουλήματος» της χώρας και της ακατάσχετης συνωμοτολογίας.


Η κρίση στη Γιουγκοσλαβία



Ερχομαι, τέλος, στη γιουγκοσλαβική κρίση, όπου βλέπουμε την επανάληψη των ίδιων παρανοϊκών φαινομένων. Και εδώ όπως και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις η πληροφόρηση είναι τελείως μονόπλευρη. Η εικόνα της Σερβίας που τα ΜΜΕ μάς δίνουν σε καθημερινή βάση είναι μιας μικρής αλλά ηρωικής χώρας που υφίσταται χωρίς κανένα λόγο τη βαρβαρότητα των νατοϊκών βομβαρδισμών ­ βομβαρδισμών που συνεχίζονται σε μια «χιτλερικού» τύπου προσπάθεια του Κλίντον και των πειθήνιων ευρωπαίων συμμάχων του να ισοπεδώσουν τη χώρα προωθώντας έτσι διάφορα ιμπεριαλιστικά σχέδια.


Η άλλη πλευρά του νομίσματος εξαφανίζεται παντελώς από τον χάρτη. Το ότι η σερβική εθνοκάθαρση εναντίον των αλβανοφώνων Κοσοβάρων άρχισε να παίρνει τεράστιες διαστάσεις έναν χρόνο πριν από τους βομβαρδισμούς· το ότι υπήρχε συγκεκριμένο σχέδιο ξεκληρίσματος των Κοσοβάρων, που βασιζόταν και σε στρατηγικούς υπολογισμούς (αποδυνάμωση του UCK μέσω της εξαφάνισης της κοινωνικής βάσης που θα μπορούσε να τον στηρίξει) και σε δημογραφικούς (ανατροπή της σχέσης 1 Σέρβος προς 10 Αλβανούς στο Κοσσυφοπέδιο)· το ότι δεν είναι οι βομβαρδισμοί αλλά η αγριότητα του σερβικού παρακράτους, της αστυνομίας και του στρατού (μαζικές εκτελέσεις, ανθρώπινες ασπίδες, λεηλασίες, βιασμοί, κάψιμο 500 χωριών) που επιτάχυναν την «τελική λύση»· το ότι δεν είναι μόνο ο «κακός» Μιλόσεβιτς, αλλά και μια μεγάλη μερίδα του σερβικού πληθυσμού που εδώ και μία δεκαετία υποστηρίζουν το όραμα εθνοκάθαρσης της Μεγάλης Σερβίας και ψηφίζουν συστηματικά το κόμμα του Μιλόσεβιτς· το ότι σε πολλές περιπτώσεις η σερβική αντιπολίτευση έπαιρνε θέσεις εξίσου σοβινιστικές προς τους Κοσοβάρους ­ όλες αυτές οι πικρές αλήθειες δεν ακούγονται στον τόπο μας. Για τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων υπάρχει μόνο η νατοϊκή βαρβαρότητα, όχι όμως και η σερβική. Υπάρχει μόνο ο άνανδρος πόλεμος του ΝΑΤΟ εναντίον της ανυπεράσπιστης Σερβίας, όχι όμως και ο εξίσου άνανδρος πόλεμος των Σέρβων εναντίον των ανυπεράσπιστων Κοσοβάρων. Υπάρχει μία μόνο ειρήνη που συνίσταται στο σταμάτημα των βομβαρδισμών, όχι όμως και η άλλη ειρήνη που συνίσταται στο σταμάτημα των βιασμών και διωγμών και στην επιστροφή των Κοσοβάρων στις εστίες τους.


Είναι ακριβώς βάσει αυτής της μονοδιάστατης θεώρησης των γεγονότων που φτάνουμε στη μανιχαϊστική αξιολόγηση πως ο Κλίντον είναι ο νέος Χίτλερ, πως όλες οι ευρωπαϊκές κεντροαριστερές κυβερνήσεις πρόδωσαν τα ιδεώδη τους και έγιναν τυφλά όργανα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, πως όλα τα ΜΜΕ στη Δύση είναι «πουλημένα» και πως μόνο τα ελληνικά λένε όλη την αλήθεια!


Θα σταθώ σύντομα στον τελευταίο ισχυρισμό που δείχνει έντονα τον παρανοϊκό τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε. Παρ’ όλο που ένα μεγάλο μέρος του δυτικού Τύπου και των ΜΜΕ είναι υπέρ των βομβαρδισμών, και παρ’ όλο που αυτή η στάση επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο παραγωγής της πληροφόρησης, πουθενά δεν βλέπουμε την παντελή έλλειψη της άλλης πλευράς του νομίσματος που βλέπουμε στη χώρα μας.


Στη Δύση οι βομβαρδισμοί δημιούργησαν βαθιές διαιρέσεις και στον χώρο της Αριστεράς και στον χώρο της Δεξιάς. Για παράδειγμα, στη Βρετανία τάχθηκαν εναντίον των βομβαρδισμών πολιτικοί προερχόμενοι από τη συμβατική Αριστερά (π.χ. Τόνι Μπεν) ως τη συντηρητική Δεξιά (Λόρδος Κάρινγκτον). Ενώ υπέρ των βομβαρδισμών βλέπουμε συντηρητικούς όπως ο Γουίλιαμ Χέιγκ, αρχηγός του Συντηρητικού κόμματος, και αριστερούς όπως ο Κεν Λίβινγκστόουν και ο Μάικλ Φουτ (πρώην αρχηγός του Εργατικού κόμματος). Παρόμοιες διαιρέσεις βλέπουμε στον χώρο της διανόησης, της επιστήμης, των επιχειρήσεων κτλ.


Αυτό δείχνει πως στη Δυτική Ευρώπη, επειδή ακριβώς η πληροφόρηση ήταν λιγότερο μονόπλευρη απ’ ό,τι στη χώρα μας και επειδή δεν υπήρχε το είδος της συλλογικής υστερίας που παρατηρούμε στη χώρα μας, στον δημόσιο χώρο έχουμε ανθρώπους καλής θέλησης που τάσσονται υπέρ ή κατά του ΝΑΤΟ έχοντας υπόψη τους και τις δύο πλευρές του νομίσματος. Ετσι, υπάρχουν πολλοί που τάχθηκαν εναντίον των βομβαρδισμών με το επιχείρημα πως, παρ’ όλη τη σερβική βαρβαρότητα της εθνοκάθαρσης, ο τρόπος της παρέμβασης ήταν λανθασμένος: έκανε τα πράγματα χειρότερα αντί να τα καλυτερεύσει. Επιπλέον, για πολλούς τίποτε δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια ενέργεια που πάει ενάντια ή αγνοεί όχι μόνο τον ΟΗΕ αλλά και τη Ρωσία και την Κίνα, φέρνοντας έτσι πίσω την ανθρωπότητα στον παραλογισμό της ψυχροπολεμικής περιόδου.


Από την άλλη πλευρά υπάρχουν άνθρωποι καλής πίστης που υποστηρίζουν τους βομβαρδισμούς με το επιχείρημα πως ούτε ο άκρως «επιλεκτικός ανθρωπισμός» του ΝΑΤΟ ούτε η τεράστια ευθύνη που οι Δυτικοί έχουν για την αποτυχία των συνομιλιών του Ραμπουγέ ούτε η απίστευτη αλαζονεία και η ασχετοσύνη των Αμερικανών δικαιολογούν το να μείνει κανείς με σταυρωμένα τα χέρια όταν βλέπουμε στην καρδιά της Ευρώπης, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, να ξεκληρίζονται (πριν και κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών) εκατοντάδες χιλιάδες αλβανόφωνοι Κοσοβάροι που στη συνέχεια δημιουργούν αποσταθεροποιητικές συνθήκες σε γειτονικές χώρες.


Αυτό που σίγουρα δεν συναντά κανείς πουθενά αλλού στην Ευρώπη εκτός Ελλάδος είναι το είδος της συστηματικής παραπληροφόρησης που οδηγεί στην ιδέα πως τα δεινά και η μαζική έξοδος των αλβανοφώνων Κοσοβάρων έχουν να κάνουν περισσότερο με τους βομβαρδισμούς και λιγότερο με τον σερβικό στρατό και τον σοβινιστικό μεγαλοϊδεατισμό του Μιλόσεβιτς και μιας μεγάλης μερίδας του σερβικού πληθυσμού. Ετσι στη χώρα μας δεχόμαστε χωρίς κανέναν ενδοιασμό και χωρίς να υπάρχει καμία «γραμμή» από την κυβέρνηση τη σερβική προπαγάνδα. Και στη μεν Σερβία η προπαγάνδα του Μιλόσεβιτς λειτουργεί αποτελεσματικά λόγω των δρακόντειων μέτρων που υπάρχουν εναντίον κάθε δημοσιογράφου που θα τολμούσε να έχει άλλη άποψη. Στη χώρα μας όμως η σερβική προπαγάνδα είναι εξίσου αποτελεσματική χωρίς να υπάρχει αυταρχισμός εκ των άνω! Ο αυταρχισμός είναι κοινωνικός παρά κρατικός και έχει άμεση σχέση με τα παρανοϊκά χαρακτηριστικά του εθνικισμού μας.


Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο του παρανοϊκού εθνικισμού που τόσους κινδύνους δημιουργεί για τη χώρα μας;


Τηλεγραφικά και ξεκινώντας από πιο προφανείς και άμεσα σχετικούς παράγοντες θα πρέπει να αναφέρουμε:


* Την έντονα πελατειακή και συγχρόνως λαϊκιστική οργάνωση των κομμάτων και την τάση τους να βάζουν τα μικροκομματικά συμφέροντα πάνω από τα εθνικά.


* Την έλλειψη, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πολιτικών ηγετών που είναι διατεθειμένοι να πάνε ενάντια στην κοινή γνώμη ακόμη και με κίνδυνο να χάσουν το «εκλογικό τους κεφάλαιο».


* Την αδυναμία των ΜΜΕ να κάνουν έναν έστω στοιχειώδη διαχωρισμό μεταξύ του «ρεπορτάζ» και της διατύπωσης πολιτικών θέσεων πάνω σε καυτά πολιτικά θέματα.


* Την τάση, με ελάχιστες εξαιρέσεις, των διαφόρων ελίτ να είναι στα εθνικά θέματα περισσότερο «καθρέφτες» παρά «διαμορφωτές» της κοινής γνώμης.


Τέλος, βλέποντας το πρόβλημα γενικά/ιστορικά, θα πρέπει να αναφέρει κανείς την τάση των περισσοτέρων χωρών της ύστερης ανάπτυξης ­ λόγω του τρόπου δημιουργίας του κράτους έθνους και λόγω του τρόπου ένταξής του στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα ­ να αναπτύσσουν έναν εξαιρετικά «αμυντικό» τύπο εθνικιστικής ιδεολογίας (βλ. π.χ. Ν. Μουζέλης «Ο εθνικισμός στην ύστερη ανάπτυξη», Θεμέλιο, 1994).


Σε αυτές τις χώρες βλέπει επίσης κανείς τη δημιουργία ενός υπερτροφικού κράτους και μιας αδύνατης, καχεκτικής κοινωνίας πολιτών. Η αδύνατη κοινωνία πολιτών σημαίνει έλλειψη αυτονομίας και δυναμισμού «ενδιαμέσων στρωμάτων/οργανώσεων» μεταξύ κρατικοκομματικού συστήματος και λαού. Στη συνέχεια αυτή η έλλειψη οδηγεί σε μια κατάσταση όπου ο μεν λαός γίνεται εύκολα έρμαιο διαφόρων δημαγωγών, ενώ από την άλλη πλευρά οι πολιτικές ηγεσίες που έχουν την ευθύνη χάραξης της εξωτερικής πολιτικής δεν μπορούν να προστατευθούν επαρκώς από λαϊκιστικές πιέσεις προερχόμενες από την κοινωνική βάση (βλ. το κλασικό έργο του Kornhauser «The Politics and Mass Society»).


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.