1. Ο Κλαούζεβιτς υποστήριξε ότι «ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχεια της πολιτικής, με άλλα όμως μέσα». Πράγμα που σημαίνει ότι εκείνο που ουσιαστικά διακρίνει και διαφοροποιεί τον πόλεμο από την πολιτική είναι τελικά η χρήση των πολεμικών μέσων: η εκδήλωση, δηλαδή, φυσικής βίας, που μπορεί να προσλαμβάνει ακόμη και ακραίες μορφές εξόντωσης ανθρώπων, ζώων και υλικών αντικειμένων.


2. Η πολιτική «μήτρα» του πολέμου εκφράζεται όχι μόνο με τον (πολιτικό) προσδιορισμό των στόχων του, την πολιτική χρήση και εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων του, αλλά και με τη στάθμιση και τον υπολογισμό με πολιτικά κριτήρια και αυτών των ίδιων των μέσων του πολέμου. Πράγμα που μπορεί να επιφέρει και τον μετριασμό της βίας, μιας βίας την ακραία χρήση της οποίας ενδεχομένως θα υπαγόρευε μια θεωρητικά αμιγής ή «καθαρή» πολεμική λογική. Εκεί θα κατέληγε η πλήρης αυτονόμηση των πολεμικών μέσων από τους πολιτικούς σκοπούς και τις επιδιώξεις που υποτίθεται ότι υπηρετούν.


3. Η πολιτική διάσταση του πολέμου σημαίνει ότι η φυσική βία, που αυτός εξ ορισμού εμπεριέχει και εξαπολύει, χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπών. Για τον λόγο αυτό κάθε πόλεμος έχει πάντοτε πολιτικό χαρακτήρα: αποτελεί ταυτόχρονα μια φυσική ενέργεια (δηλαδή μια εκδήλωση φυσικής βίας) αλλά και μια πολιτική ενέργεια που κατευθύνει τη χρήση της βίας, την ελέγχει και την μετριάζει ή ακόμη και την ματαιώνει ολοσχερώς. Με την έννοια αυτή, η πολιτική πράγματι «γεννά» τον πόλεμο, και αυτός την συνεχίζει με άλλα μέσα, δηλαδή, με την άσκηση φυσικής βίας.


4. Αν η πολιτική γεννά τον πόλεμο και αυτός αποτελεί τη συνέχειά της, αυτό δεν μπορεί να σημαίνει ότι ο πόλεμος είναι η διακοπή, η οριστική ρήξη, η απάρνηση και το τέλος της πολιτικής. Αντίθετα, η πολιτική συνεχίζει να διεξάγεται και μέσα στον πόλεμο (όσο αυτός διαρκεί) και μέσω του πολέμου. Οπως η πολιτική δεν μπορεί να ταυτίζεται μόνο με την ειρήνη, μια και περιλαμβάνει και τον πόλεμο, έτσι και ο τελευταίος δεν είναι τελείως αυτόνομος και ανεξάρτητος από την πολιτική. Αποτελεί, αντίθετα, μέρος (την πιο βίαιη, την πιο σκληρή και ακραία όψη) του όλου της πολιτικής, η οποία περιλαμβάνει τόσο τον πόλεμο όσο και την ειρήνη. Ενώ η ακριβής δοσολογία του ενός ή του άλλου (μέρους) δεν εξαρτάται μόνο από αυτά (τα μέρη) αλλά και από το όλον που τα εμπεριέχει. Πράγμα που σημαίνει ότι ο πόλεμος επηρεάζεται και εξαρτάται και από άλλες μη πολεμικές μεταβλητές.


5. Ακόμη και αυτή η έκβαση ενός πολέμου δεν εξαρτάται μόνο από τα διαθέσιμα πολεμικά μέσα (άσκησης της φυσικής βίας) αλλά και από μια σειρά από άλλους παράγοντες, όπως, λ.χ., οι πολιτικές μεταβλητές στο εγχώριο και στο διεθνές πεδίο, η οικονομική κατάσταση και οι σχετικές δυνατότητες, ακόμη και από το διαθέσιμο πολιτισμικό και ιδεολογικό κεφάλαιο, την κουλτούρα και την ψυχολογία των αντιμαχομένων.


Το συμπέρασμα είναι ότι ο πόλεμος δεν κερδίζεται με τα στρατιωτικά και μόνο μέσα, όσο κρίσιμα και θανατηφόρα και αν είναι αυτά στο πεδίο της μάχης και στο «θέατρο των επιχειρήσεων».


6. Αν, τέλος, ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, εκείνο που ακολουθεί τον πόλεμο, τόσο πριν όσο και μετά τη διακοπή του, είναι η πολιτική. Με την έννοια αυτή, μπορεί να γίνει κατανοητή και η αινιγματική ρήση του Ηρακλείτου ότι «πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί», άρα και της πολιτικής που τον «γέννησε» και στην οποία αυτός τελικά υποτάσσεται και πάντα επιστρέφει.


Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.