Χρησιμοποίησα τις προάλλες το παράδειγμα του Ιράκ για να δείξω ότι ακόμη και σε ένα ολοκληρωτικό κράτος υπάρχει ένα πλέγμα εξουσίας που περιλαμβάνει, εκτός από τους κρατικούς θεσμούς, και δυνάμεις μη-κρατικές. Σήμερα θα δούμε ένα ακόμη παράδειγμα ολοκληρωτισμού: τη Ρουμανία του Τσαουσέσκου.


Οπως στην ιρακινή περίπτωση, έτσι και στη Ρουμανία διακρίνουμε ένα πολύπλεγμα ομάδων και θεσμών που μοιράζονταν την εξουσία με τον δικτάτορα και που στήριξαν αυτόν και το κράτος του: ένα πλέγμα εξουσίας.


Ο αυτονόητος εταίρος κάθε πλέγματος εξουσίας, και μάλιστα μόνιμος, είναι ο κρατικός μηχανισμός· και ο προφανής ξένος εταίρος στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η Σοβιετική Ενωση. Από τους υπόλοιπους, οι σημαντικότεροι ήταν το κόμμα, η ειδική αστυνομία, η οικογένεια του Τσαουσέσκου και, τέλος, η ευρύτερη φατρία των εμπίστων συνεργατών και φίλων του.


Οι συγγενείς και οι παρατρεχάμενοι του δικτάτορα είχαν μεταξύ τους πολλαπλές προσωπικές συνδέσεις: συγγένειες, αγχιστείες, ενδογαμίες· φιλίες, συνεργασίες και συμμαχίες· οικονομικούς δεσμούς που εκτείνονταν από τον συνεταιρισμό ως τη δωροδοκία. Αυτές ακριβώς οι μεταξύ τους σχέσεις, καθώς και η σύνδεση όλων με την κορυφή του κράτους, με τον δικτάτορα, καθιστούσαν την οικογένεια και τη φατρία «συλλογικούς εταίρους» του πλέγματος, μαζί με το ίδιο το κράτος. Υποθετικό παράδειγμα: ένας φίλος του δικτάτορα που παντρεύεται μια συγγενή του και κατόπιν καταλαμβάνει και μια κρατική θέση είναι μέλος και των τριών συλλογικών εταίρων, συστατικό στοιχείο και των τριών τμημάτων του πλέγματος· επειδή, εκτός από την εξουσία του κρατικού οργάνου, έχει και μια ισχύ άτυπη και πολύ μεγαλύτερη, που πηγάζει από τις άλλες δύο ιδιότητές του ­ τη συγγενική και τη «φιλική».


Μέλη της οικογένειας και της φατρίας ήλεγχαν και άλλα νευραλγικά κέντρα ισχύος, εκτός από την κρατική διοίκηση. Ορισμένα κατείχαν σημαντικές θέσεις στην αστυνομία· και τα περισσότερα, αν όχι όλα, ήταν και μέλη του κόμματος.


Η ειδική αστυνομία ήταν ιδιότυπος θεσμός: ούτε αποκλειστικώς κρατικός ούτε αμιγώς κομματικός ούτε εντελώς ιδιωτικός και προσωποπαγής. Η διοίκησή της ήταν ανεξάρτητη τόσο από το κράτος όσο και από το κόμμα. Είναι αλήθεια ότι ο κοινός αρχηγός ήταν ο Τσαουσέσκου. Αλλά η αστυνομία μπορούσε, π.χ., να ανατρέψει την κομματική ιεραρχία ακολουθώντας τις εντολές του δικτάτορα· ή να συμμαχήσει με το κόμμα για να τον ανατρέψει.


Τα ίδια ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, και για το κόμμα· το οποίο έχουμε επίσης διαχωρίσει εξαρχής από το κράτος, θεωρώντας το ως ξεχωριστό εταίρο του πλέγματος. Αλλά η επικρατούσα θεωρία περί ολοκληρωτισμού υποστηρίζει το εντελώς αντίθετο. Ταυτίζει το ολοκληρωτικό κράτος εξ ορισμού, «ολοκληρωτικά», με ένα μοναδικό και πανίσχυρο κόμμα. Νομίζω πως η θεωρία εδώ υπεραπλουστεύει τα πράγματα. Επειδή παραβλέπει ότι το μοναδικό αυτό κόμμα μπορεί να έχει μια κάποια λαϊκή στήριξη, μικρή ή μεγάλη, όπως διαπιστώνουμε στην ιστορία ­ είτε αυτό μας αρέσει είτε όχι. Με άλλα λόγια, η θεωρία υπεραπλουστεύει επειδή υποτιμά την κοινωνική βάση του κόμματος, τη σύνδεσή του με ευρέα στρώματα του πληθυσμού.


Επομένως, ούτε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ρουμανίας ήταν παράρτημα του κράτους ούτε το κράτος ήταν τμήμα του κόμματος. Αντιθέτως, το κόμμα συμμετείχε στο πλέγμα εξουσίας ως ξεχωριστή οντότητα, κοινωνική, οργανωτική, πολιτική· και αντίστοιχες ήταν οι πηγές της ισχύος του: κοινωνική πηγή, η βάση του κόμματος· οργανωτική, ο μηχανισμός του· και πολιτική, η Σοβιετική Ενωση.


Για την ΕΣΣΔ δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Η πασίγνωστη επιρροή της στην ηγεσία όλων των κομμουνιστικών κομμάτων επαρκούσε, συνήθως, για να κατευθύνει την εσωτερική πολιτική όλων των ανατολικών χωρών. Αλλιώς, επιστρατεύονταν τα μεγάλα μέσα. Το ελάχιστο ήταν η απειλή μεταβολών στην κομματική ηγεσία· το σύνηθες, η ανατροπή της· και το μέγιστο, η στρατιωτική εισβολή. Οπως οι ΗΠΑ σε ορισμένες από τις μπανανίες της Δύσης, έτσι και η ΕΣΣΔ στην Ανατολή δεν ήταν ένας απλός υποστηρικτής κυβερνήσεων και κομμουνιστικών κομμάτων· ήταν ο κοινός ηγεμονικός εταίρος των πλεγμάτων εξουσίας όλων των «δορυφόρων» της· επειδή, ακριβώς, ήταν μια πηγή της ανεξαρτησίας του κόμματος από το κράτος.


Οι άλλες δύο πηγές, όπως είπαμε, ήταν ο οργανωτικός μηχανισμός του κόμματος σε συνδυασμό με τη βάση του. Μπορούμε να δούμε τον μηχανισμό, πολύ σχηματικά, σαν ένα πολυπληθέστατο, ιεραρχικό δίκτυο ατόμων, που αντλεί πληροφορίες και στελέχη από τη βάση και τροφοδοτεί την κορυφή του κόμματος ­ άρα και του κράτους· και, αντιστρόφως, που παίρνει «γραμμή» και εντολές από την κορυφή και τις διαχέει στο δίκτυο· το οποίο, συνήθως, ακολουθεί τη γραμμή και εκτελεί τις εντολές.


Συνήθως, όχι όμως πάντοτε. Αυτή ακριβώς η δικτύωση και η ιεραρχική οργάνωση του κόμματος, αυτές οι λειτουργίες του, αυτές ιδίως οι συνδέσεις του με μια πολυπληθή κοινωνική βάση, το καθιστούν και απαραίτητο και δυνάμει απειλητικό για το κράτος. Τα δίκτυα του κόμματος που διακλαδώνονται ως τα λαϊκά στρώματα, τα στελέχη που φθάνουν στην κορυφή του κράτους, αυτά ακριβώς μπορούν να αμφισβητήσουν την κρατική ηγεσία και τελικώς να την ανατρέψουν. Σε οριακές περιπτώσεις, μπορούν να ανατρέψουν ακόμη και την ίδια την κομματική μονοκρατορία, μεταλλάσσοντας τον ίδιο τον εαυτό τους, ανατρέποντας έτσι το κράτος με τη μονοκομματική, ολοκληρωτική του μορφή και ανοίγοντας τον δρόμο για ένα άλλο καθεστώς ­ όπως περίπου συνέβη στην ΕΣΣΔ της περεστρόικα.


Δεν πρόκειται, λοιπόν, για ταύτιση κράτους και κόμματος, αλλά για συνύπαρξη μέσα στο πλέγμα εξουσίας, συνύπαρξη πότε σε συμμαχία, πότε σε αντιπαλότητα.


Συμπέρασμα: ακόμη και ένα ολοκληρωτικό κράτος είναι αναγκασμένο να δέχεται συνεταίρους στο πλέγμα εξουσίας· τους ελέγχει ασφυκτικά, αλλά δεν μπορεί να τους εξαφανίσει· ως την ημέρα που θα χάσει τον έλεγχό τους και θα ανατραπεί. Κανένας ολοκληρωτισμός δεν μπορεί να παγώσει την ιστορία.


Ο κ. Γεώργιος Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.