Η ανασκαφή έχει ως τώρα αποκαλύψει τον περίβολο της ακρόπολης σχεδόν σε όλο το μήκος του. Τα θεμέλια του περιβόλου είναι λίθινα, με δουλεμένες ντόπιες πέτρες στην εξωτερική και στην εσωτερική πλευρά του και γέμισμα από αδούλευτες πέτρες και χώμα στο ενδιάμεσο. Για την ανωδομή χρησιμοποιήθηκαν ωμές πλίνθοι. Η χρήση τους είναι συνήθης στην οχυρωματική τεχνική και απαντάται ακόμη και σε τείχη μεγάλων πόλεων, όπως η Αθήνα, η Πέλλα και η Μαντινεία. Σε όλο το μήκος του ήταν στεγασμένο ώστε να προστατεύονται οι ωμές πλίνθοι από τις βροχές. Στις γωνίες του περιβόλου της ακρόπολης υψώνονταν ορθογώνιοι πύργοι, διαμορφωμένοι κατάλληλα για την εγκατάσταση καταπελτών. Αποκαλύφθηκαν επίσης δύο από τις κλίμακες ανόδου στους πύργους και στις επάλξεις του τείχους, των οποίων σώζονται οι πρώτες λίθινες βαθμίδες.


Η πύλη εισόδου από την πόλη στην ακρόπολη διέθετε δύο διαδοχικές θύρες, διαμόρφωση όχι σπάνια και σε άλλα οχυρά, που αποσκοπεί στη δημιουργία κωλυμάτων για την είσοδο του εχθρού, εφόσον οι πύλες είναι κατά κανόνα τα ευπρόσβλητα σημεία των οχυρώσεων.


Από τον οχυρωτικό περίβολο της πόλης έχει επισημανθεί η πορεία του ανατολικού σκέλους του τείχους μέσα στη δασωμένη πλαγιά και χαμηλότερα στην καλλιεργούμενη έκταση καθώς και το νότιο σκέλος και το τμήμα του δυτικού που βρίσκεται μέσα στο δάσος. Αδιευκρίνιστη παραμένει η πορεία του βορείου σκέλους. Το μέγιστο ύψος στο οποίο σώζονται τα λίθινα θεμέλια είναι 1,30 μ.


Η στρατιωτική παρουσία


Οι ανασκαφικές εργασίες αποκάλυψης του οχυρωτικού περιβόλου της αρχαίας πόλης, ο οποίος αποτελεί και το όριό της, βρίσκονται σε εξέλιξη. Η ως τώρα έρευνα έχει αποκαλύψει πέντε πύργους της πόλης, τέσσερις ορθογώνιους και έναν ημικυκλικό. Εχουν ερευνηθεί δύο πύλες, η μία στη θέση Παλιόπορτα, η οποία οδηγούσε στα Πιέρια, και η άλλη δυτικότερα, που οδηγούσε στην ακρόπολη.


Σύμφωνα με τα ως τώρα ανασκαφικά στοιχεία, η οικοδόμηση του οχυρωτικού περιβόλου της ακρόπολης και της πόλης είναι ενιαία και χρονολογείται στα χρόνια της βασιλείας του Κασσάνδρου (316-297 π.Χ.).


Η στρατιωτική παρουσία στην ακρόπολη είναι εμφανής και από τα όπλα που βρέθηκαν: τμήματα από χάλκινα κράνη και πλήθος αιχμές βελών διαφόρων τύπων για τόξα και για καταπέλτες, σιδερένιες αιχμές ακοντίων και δοράτων, εγχειρίδια, ιπποσκευές και τμήματα σιδερένιας ασπίδας.


Μετά τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., οπότε προσδιορίζεται η καταστροφή της οχύρωσης, η χρήση του χώρου της ακρόπολης άλλαξε με την εγκατάσταση και τη λειτουργία διαφόρων εργαστηρίων.


Υπολείμματα κατεργασίας σιδήρου, μολύβδου και χαλκού, καθώς και τμήματα λιθίνων μητρών για τη χύτευση μετάλλινων αντικειμένων, μαρτυρούν τη λειτουργία εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας.


Η ύπαρξη εργαστηρίων αγγειοπλαστικής βεβαιώνεται από την εύρεση μητρών και σφραγίδων για την κατασκευή ανάγλυφων αγγείων.


Ο μεγάλος αριθμός πήλινων και μολύβδινων υφαντικών βαρών, τα ορυκτά χρώματα που βρέθηκαν, καθώς και λείψανα των σχετικών εγκαταστάσεων, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στον χώρο αυτό λειτουργούσαν ακόμη υφαντουργεία και βαφεία.


Ενδιαφέρουσες πληροφορίες



Ενα πλήθος μικροευρήματα μαρτυρούν τον τρόπο ζωής και τις ασχολίες των κατοίκων της ακρόπολης. Βρέθηκαν πήλινα και χάλκινα αγγεία και σκεύη της ελληνιστικής περιόδου, καθώς και διάφορα εργαλεία: κλαδευτήρια, πριόνια, σφυριά, εργαλεία για την κατεργασία λίθου (βελόνια, καλέμια κ.ά.), γλύφανα, οπείς, σκέπαρνα, γραφίδες, ιατρικά εργαλεία, πόρπες και περόνες διαφόρων τύπων, δαχτυλίδια, «πέτρες» δαχτυλιδιών από υαλόμαζα και σφραγιδόλιθοι από ημιπολύτιμες πέτρες. Ενα χάλκινο άγκιστρο και μολύβδινα βαρίδια διχτυών μαρτυρούν την αλιευτική δραστηριότητα των κατοίκων στον Αλιάκμονα. Τα τροφικά κατάλοιπα που βρέθηκαν (οστά αιγοπροβάτων, χοίρων, αγριοχοίρων, ελαφιών, καθώς και σπόροι από ρεβύθια και δημητριακά, κουκούτσια ελιάς, υπολείμματα απανθρακωμένων σταφυλιών κ.ά.) παρέχουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη διατροφή των κατοίκων του χώρου.


Ως τώρα έχουν βρεθεί εκατοντάδες χάλκινα νομίσματα κυρίως των ελληνιστικών χρόνων. Πενήντα τέσσερα από αυτά, τα οποία ανήκουν σε αυτόνομες κοπές των πόλεων της Μακεδονίας (187-168 π.Χ.), βρέθηκαν στο δάπεδο ενός οικήματος διασκορπισμένα, πιθανόν λόγω της αποσύνθεσης του αντικειμένου στο οποίο φυλάσσονταν.


Ο χώρος της ακρόπολης έπαψε να κατοικείται τον 1ο αι μ.Χ. Δύο χάλκινα νομίσματα του 6ου αι. μ.Χ. όμως και θραύσματα αγγείων μεταβυζαντινής περιόδου δείχνουν σποραδική ανθρώπινη παρουσία ως τις ημέρες μας, προφανώς από κτηνοτρόφους. Η καίρια θέση της ακρόπολης επαναχρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς στα νεότερα χρόνια, κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης, όπως μαρτυρεί η εύρεση καλύκων φυσιγγίων της εποχής αυτής. Ο τελευταίος κτηνοτρόφος εγκατέλειψε το μαντρί του που βρισκόταν μέσα στην ακρόπολη όταν άρχισαν οι ανασκαφές.


Πέρα από το ενδιαφέρον της αποκάλυψης αυτού του οχυρού, η ανασκαφή μας έχει τεκμηριώσει με την εύρεση είτε των εργαλείων είτε των προϊόντων είτε των εγκαταστάσεών τους την ύπαρξη ενός εντυπωσιακού σε ποικιλία συνόλου εργαστηρίων: υφαντουργεία, βαφεία, εργαστήριο κεραμικής, εργαστήρια κατασκευής κοσμημάτων, μεταλλοτεχνίας, σκυτοτομεία, ξυλουργεία. Η ανασκαφή των εργαστηρίων αυτών δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη βιοτεχνική παραγωγή, την καθημερινή ζωή, το επίπεδο της τεχνογνωσίας, τις προτιμήσεις και τις ανάγκες των κατοίκων της περιοχής αυτής της Μακεδονίας, τομείς που δικαιολογημένα προσελκύουν το διεθνές επιστημονικό ενδιαφέρον, καθώς ελάχιστα έχουν μελετηθεί ως τώρα.


Η διαδικασία της συντήρησης


Το διαλυμένο οικοδομικό υλικό του τείχους που αποκαλύπτουμε κατά μήκος του καθιστά εφικτή την αναστήλωσή του με χρήση του αρχαίου υλικού, η οποία είναι απαραίτητη και για να το εξασφαλίσει από τις φθορές της έκθεσής του στην επιφάνεια του εδάφους. Για να προστατευθεί το τείχος από την επικείμενη διάβρωση μετά την ανασκαφική διερεύνησή του είμαστε προς το παρόν αναγκασμένοι, ελλείψει άλλων δυνατοτήτων, να προβαίνουμε σε κατάχωσή του με κοσκινισμένο χώμα. Τα ποσά που απαιτούνται για τη στερέωση και διάσωση των αρχιτεκτονικών μνημείων συχνά, ως γνωστόν, λείπουν και τότε η κατάχωσή τους είναι επιβεβλημένη, εφόσον μέσα στο έδαφος δεν κινδυνεύουν. Αυτό π.χ. εφαρμόστηκε παλαιότερα στον μεγαλοπρεπή μακεδονικό τάφο της Αγίας Παρασκευής Θεσσαλονίκης. Οι αρχαιολόγοι κατά κανόνα δεν αποφασίζουν να καταφύγουν σε αυτή τη λύση και έτσι τοίχοι κτιρίων που αποκαλύφθηκαν γεροί, με την έκθεσή τους στις καιρικές συνθήκες, σταδιακά διαλύονται, όπως συνέβη π.χ. στην Ολυνθο, όπου τελικά απαιτήθηκαν τεράστιες δαπάνες και κόπος για την αναστήλωση των τοίχων των δεκάδων οικιών που είχαν αποκαλυφθεί από το 1928 σε καλή κατάσταση.


Με την αναστήλωση της οχύρωσης της Βεργίνας η Μακεδονία θα αποκτήσει έναν επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο που θα συνδυάζει το αρχαιολογικό ενδιαφέρον με την ομορφιά της πρόσβασης με μονοπάτι μέσα από το δάσος και την απόλαυση της απεριόριστης θέας. Η άνοδος από το «ανάκτορο», όπου θα μπορούν να σταθμεύουν τα αυτοκίνητα, ως την ακρόπολη διαρκεί 20 λεπτά και διασχίζει ένα πυκνό δάσος από κουμαριές, οξιές και βελανιδιές, με πολλά είδη πουλιών και αγριολούλουδων.


Η αντίληψη που επικρατεί για την αξιοποίηση των αρχαιολογικών χώρων επιβάλλει να είναι προσπελάσιμοι με αυτοκινητόδρομο ώστε τα τουριστικά λεωφορεία σταθμεύοντας στις εισόδους τους να διοχετεύουν τους επισκέπτες κατευθείαν στα μνημεία ή στα μουσεία και μετά να τους παραλαμβάνουν για να τους μεταφέρουν με τον ίδιο τρόπο στον επόμενο προορισμό τους. Καθώς εντείνεται η ανάγκη δημιουργίας εναλλακτικού τύπου αρχαιολογικού τουρισμού, που δεν θα εγκλωβίζει τους επισκέπτες στις εθνικές οδούς αλλά θα τους παρέχει και τη δυνατότητα αποδράσεων μέσα στη φύση, η αντίληψη αυτή γίνεται αισθητά παρωχημένη και η ανάγκη δημιουργίας προορισμών αρχαιολογικού ενδιαφέροντος ενταγμένων στο φυσικό περιβάλλον θα επιβληθεί από τις περιστάσεις.


* Ο κ. Παναγιώτης Β. Φάκλαρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μέλος της πανεπιστημιακής ανασκαφής της Βεργίνας.


* Η κυρία Βασιλική Γ. Σταματοπούλου είναι αρχαιολόγος, επιστημονική συνεργάτις της πανεπιστημιακής ανασκαφής της Βεργίνας.