Είναι λάθος να πιστέψουμε ότι η διεθνής πολιτική είναι μια πάλη του καλού και του κακού. Η ιστορία μάς διδάσκει ότι καλές και κακές πράξεις εναλλάσσονται ακανόνιστα, χωρίς να μπορούμε πάντα να εντοπίσουμε ακριβώς με σιγουριά ποια πλευρά είναι του καλού και ποια του κακού. Αυτή η ρευστότητα και ανακρίβεια των ανθρώπινων πραγμάτων και το γεγονός ότι οι ορθές προθέσεις δεν οδηγούν πάντα σε ορθές πράξεις δημιουργούν συχνά αισθήματα ενοχής και αμφιβολίας ­ και γεννούν έτσι το κριτικό πνεύμα.


Διαβάζω στον ελληνικό Τύπο τίτλους και σχολιαστές που καταδικάζουν έντονα και απερίφραστα την επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία και οι οποίοι έχουν εξοργιστεί από την ανάμειξη του ΝΑΤΟ σε μια κυρίαρχη ευρωπαϊκή χώρα. Οι απόψεις αυτές μου θυμίζουν έντονα τη μανιχαϊστική αντίληψη της ιστορίας που περιέγραψα παραπάνω. Το επιχείρημά τους φαίνεται να είναι το εξής: επειδή η αμερικανική εξωτερική πολιτική στο παρελθόν έχει αδικήσει τους λαούς της Λατινικής Αμερικής, το Βιετνάμ, τους Κούρδους ή τους Ελληνοκυπρίους και οι ηγέτες των ΗΠΑ είναι αποδεδειγμένα κυνικοί υπολογιστές (δηλαδή, «κακοί»), κατά συνέπεια οι επιθέσεις κατά της Σερβίας είναι κι αυτές άδικες. Η Σερβία (οι λίγοι και ηρωικοί «καλοί» στην προκειμένη περίπτωση) δικαιούται να διαμαρτύρεται για τις επιθέσεις εναντίον της και η Ελλάδα οφείλει να της παραστέκεται.


Το καθεστώς Μιλόσεβιτς


Δυστυχώς οι απόψεις αυτές είναι δημοφιλείς αλλά λανθασμένες. Τρεις φορές τα τελευταία εννέα χρόνια η Γιουγκοσλαβία άσκησε μεθοδικά μια εκστρατεία άγριων εθνικών εκκαθαρίσεων, βασανισμών και δολοφονιών: στην Κροατία, στη Βοσνία και τώρα στο Κοσσυφοπέδιο. Αυτά δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας της δυτικής προπαγάνδας αλλά γεγονότα που έχουν δυστυχώς επανειλημμένως επιβεβαιωθεί από διεθνείς οργανισμούς και μη κυβερνητικές οργανώσεις καθώς και από το ειδικό ποινικό δικαστήριο της Χάγης για την πρώην Γιουγκοσλαβία. Η τραγική αλήθεια είναι ότι η σερβική κυβέρνηση, τυφλωμένη προφανώς από εθνική υστερία και μίσος για κάθε «εχθρό» του σερβικού έθνους, οργάνωσε τα τάγματα που μεθοδικά άδειασαν τα χωριά της Βοσνίας και τώρα του Κοσσυφοπεδίου, ξεχώρισαν τους άνδρες και τους σκότωσαν για να εκφοβίσουν τα γειτονικά χωριά και προκάλεσαν χιλιάδες θύματα και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες.


Η ομοιότητα της στρατηγικής σε πάμπολλες επί μέρους περιπτώσεις δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την καταγωγή του κεντρικού σχεδίου. Το ότι και Κροάτες και Βόσνιοι και Αλβανοί διέπραξαν παρόμοια εγκλήματα δεν δικαιολογεί καμία ανοχή προς καμία πλευρά. Οι 800.000 αλβανοί πρόσφυγες που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους στο Κοσσυφοπέδιο μόνο τις τελευταίες έξι εβδομάδες από τις σερβικές δυνάμεις (και όχι φυσικά από τους βομβαρδισμούς, όπως ισχυρίζεται με ανατριχιαστικό κυνισμό το Βελιγράδι) απλώς αποδεικνύουν αυτό που ήδη γνωρίζαμε για τη φύση της σερβικής ηγεσίας.


Η λογική της επέμβασης


Δικαιούται συνεπώς το ΝΑΤΟ να επέμβει για να εμποδίσει τα συστηματικά και συνεχιζόμενα εγκλήματα του σερβικού κράτους εναντίον των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου; Το θέμα είναι φυσικά σύνθετο. Εχει να κάνει με την πρόοδο των ειρηνευτικών συνομιλιών και την ανάμειξη της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε αυτές. Αλλά υπάρχει όμως εδώ ένα ζήτημα αρχής. Δεν είναι δυνατόν για άλλη μία φορά να καθήσουμε με σταυρωμένα χέρια, όπως κάναμε στην περίπτωση της Βοσνίας, παρακολουθώντας απλώς τη γιουγκοσλαβική αστυνομία και τους παραστρατιωτικούς να εξολοθρεύουν αμάχους για να εκδικηθούν συλλογικά τη δράση του ΑΣΚ, ενώ οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και οι συμφωνίες παραβιάζονται επ’ αόριστον. Μπορεί να υπάρχουν επί μέρους εύλογες αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των βομβαρδισμών. Θα μπορούσε κανείς να κάνει κριτική στον τρόπο που γίνεται η επέμβαση. Πώς μπορεί όμως κανείς να διαφωνήσει με την αρχή της επέμβασης, δηλαδή ότι σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις απροκάλυπτων και απάνθρωπων παραβιάσεων των διεθνών κανόνων η αρχή της «εθνικής κυριαρχίας» υποχωρεί; Κάθε απροστάτευτη μειονότητα καθώς και κάθε φιλελεύθερο και δημοκρατικό κράτος, όπως η Ελλάδα και οι σύμμαχοί της, κερδίζουν από μια τέτοια αρχή.


Αλλο θέμα είναι ότι τα κίνητρα των κκ. Κλίντον, Μπλερ ή Σιράκ ή της κυρίας Ολμπραϊτ μπορεί τελικά να μην είναι και τόσο ιδεαλιστικά. Το να επιδοκιμάσουμε μια ορθή πράξη επειδή είναι αντικειμενικά σωστή και δίκαιη δεν σημαίνει ότι επιδοκιμάζουμε και τα υποκειμενικά κίνητρα για τα οποία έγινε ­ ακόμη και αν υποθέσουμε ότι γνωρίζαμε τα κίνητρα αυτά. Τα δύο πράγματα απλώς δεν συνδέονται. Επίσης, το να υποστηρίξουμε κατ’ αρχήν την επέμβαση δεν πρέπει να μας σταματά από το να καταδικάζουμε ταυτόχρονα τους ανόητους βομβαρδισμούς της σερβικής τηλεόρασης και την εγκληματική αμέλεια ­ αν υπήρξε ­ των πιλότων που χτύπησαν αμάχους. Οι επιθέσεις όμως σε στρατιωτικούς στόχους είναι αναγκαίες για να αναγκαστεί η Γιουγκοσλαβία ­ με τη βία, γιατί απέτυχαν όλες οι άλλες μέθοδοι ­ να σταματήσει την πολιτική των εθνικών εκκαθαρίσεων.


Η νέα φάση της γιουγκοσλαβικής τραγωδίας μάς έχει φέρει συνεπώς μπροστά σε ένα έντονο ηθικό δίλημμα. Είναι ανειλικρινής ή εμπαθής όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο. Η λύση όμως δεν είναι να κλείσουμε τα μάτια σε ό,τι συμβαίνει στο Κοσσυφοπέδιο επειδή βολεύει κάποιους εθνικούς ή αριστερούς μύθους μας. Αν αδιαφορήσουμε σήμερα για τη συστηματική και ακραία βία του Μιλόσεβιτς, πώς θα διαμαρτυρηθούμε αύριο για τα αντίστοιχα εγκλήματα οποιουδήποτε άλλου;


Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι λέκτωρ Νομικής στη London School of Economics.