Προσπάθησα ως τώρα να δείξω ότι γύρω από το κράτος σχηματίζεται πάντοτε, αναπόφευκτα, ένα πολύπλεγμα μη-κρατικών δυνάμεων που, κατά κάποιον τρόπο, μοιράζονται μαζί του την εξουσία. Στο πλέγμα αυτό μετέχει πάντοτε το κράτος, συμμετέχουν όμως και άλλα κοινωνικά υποκείμενα ­ άτομα, φατρίες, κοινωνικές τάξεις, μεγάλες οικονομικές μονάδες, ακόμη και ξένες δυνάμεις. Ελεγα μάλιστα ότι το κράτος ουδέποτε μονοπωλεί την εξουσία· ένα τμήμα της, έστω και ελάχιστο, το μοιράζεται με τους άλλους εταίρους του πλέγματος.


Ωστόσο, αυτό το «ουδέποτε» ηχεί περίεργα. Μήπως είναι υπερβολή; Μήπως σε ορισμένες κοινωνίες και ιστορικές περιόδους το κράτος είναι ο μόνος και αποκλειστικός φορέας εξουσίας και πλέγμα εξουσίας απλώς δεν υπάρχει; Μήπως μια τέτοια περίπτωση είναι, π.χ., το λεγόμενο «σουλτανικό» κράτος; και μια άλλη, σε πιο πρόσφατες περιόδους, το λεγόμενο «ολοκληρωτικό»; Σήμερα θα προσπαθήσω να απαντήσω στο πρώτο ερώτημα.


Ας πάρουμε το αρχετυπικό σουλτανικό κράτος: την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Θυμίζω τα χαρακτηριστικά που οδήγησαν σε αυτή την ονομασία. Εκπρόσωπος του Θεού επί της γης, ο Σουλτάνος ασκούσε ηγεμονία απολυταρχική και οιονεί θεοκρατική. Η κρατική οργάνωση στηριζόταν αφενός στην ιεραρχία των Ουλεμάδων, που απένεμαν τη δικαιοσύνη με βάση το Κοράνι, και αφετέρου σε μιαν αριστοκρατία με στρατιωτικές καταβολές, παραδόσεις, νοοτροπίες και υποχρεώσεις. Η αριστοκρατία αυτή διηύθυνε και τον συγκεντρωτικό διοικητικό μηχανισμό, που υπαγόταν επίσης στην κορυφαία εξουσία της Υψηλής Πύλης.


Ωστόσο, γύρω από αυτές τις κρατικές ιεραρχίες διαπλέκονταν και άλλα ιεραρχικά δίκτυα, μη-κρατικά, κοινωνικά: το πλέγμα εξουσίας. Επάνω τους το σουλτανικό κράτος κυριαρχούσε τυραννικά, απόλυτα· αλλά τα είχε και απόλυτη ανάγκη ­ ακόμη και την εποχή της μέγιστης αυτοκρατορικής ακμής.


Από τους εταίρους του πλέγματος ας αναφέρουμε πρώτα την αριστοκρατία. Δεν εννοώ εκείνα τα συγκεκριμένα μέλη της που κατείχαν τα στρατιωτικά αξιώματα και τις άλλες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Αυτοί ήταν, εξ ορισμού, και μέλη του κράτους. Εννοώ το πολύπλεγμα που διέπλεκαν γύρω από τους αριστοκράτες κρατικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς οι πολλαπλές προσωπικές τους σχέσεις: οικογένειες, αγχιστείες, ενδογαμίες· φιλίες, συνεργασίες και συμμαχίες· οικονομικοί δεσμοί που εκτείνονταν από τη μονομερή προστασία, ευεργεσία και δωρεά ως τον αμφοτεροβαρή δανεισμό και τον ισότιμο συνεταιρισμό.


Ηδη από τον 15ο αιώνα, εποχή ακμής, η ηγεμονία του Σουλτάνου δεν στηριζόταν μόνο στο οιονεί πραιτωριανό σώμα των Γενιτσάρων αλλά και στα πολυσχιδή αυτά αριστοκρατικά δίκτυα. Γι’ αυτό ακριβώς η αριστοκρατία επεχείρησε ήδη έκτοτε και τελικώς επέτυχε να γίνονται και οι γόνοι της δεκτοί στο επίλεκτο γενιτσαρικό σώμα. Ετσι κατέστησαν εφικτές κατά την εποχή της παρακμής, μετά τον 17ο αιώνα, οι συνεχείς εκείνες αριστοκρατικές δολοπλοκίες που ανεβοκατέβαζαν σουλτάνους ­ με τη συνδρομή, ακριβώς, των Γενιτσάρων. Ετσι, άλλωστε, εξηγούνται και οι προσπάθειες ορισμένων από τους ισχυρότερους πασάδες είτε να χειραφετηθούν από τη σουλτανική ηγεμονία είτε να συστήσουν τις δικές τους, ημι-ανεξάρτητες επικράτειες, όπως στις περιπτώσεις της Ηπείρου του Αλή Πασά και της Αιγύπτου του Μοχάμεντ Αλι.


Εξίσου σημαντικός εταίρος του πλέγματος ήταν, όπως είπαμε, οι Ουλεμάδες· και αυτοί, όμως, όχι με την κρατική ιδιότητά τους ως οργάνων απονομής της δικαιοσύνης αλλά με τη θρησκευτική τους ιδιότητα. Με την ίδια άλλωστε ιδιότητα συμμετείχε στο πλέγμα και το δίκτυο των θεολόγων και άλλων ανθρώπων της θρησκείας που περιέβαλλαν τους Ουλεμάδες.


Με την ίδια λογική, ωστόσο, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι στο πλέγμα δεν συμμετείχαν μόνο οι μουσουλμανικές αρχηγεσίες αλλά και άλλοι κοινωνικοί παράγοντες της πολυεθνοτικής αυτοκρατορίας.


Πράγματι, η θεοκρατική ηγεμονία του Σουλτάνου δεν απέκλεισε την παραχώρηση μιας σχετικής αυτονομίας σε θεσμούς άλλων θρησκειών. Ενας τρόπος να ερμηνεύσει κανείς τα προνόμια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ή του Αρχιραβίνου της Θεσσαλονίκης θα ήταν να τα εξομοιώσει απλουστευτικά με κρατικές εξουσίες, ισοπεδώνοντας έτσι τις ιδιαιτερότητές τους. Ενας άλλος, διαμετρικώς αντίθετος, θα ήταν να θεωρήσει ότι οι θεσμοί αυτοί δεν ήταν κρατικοί και ότι συμμετείχαν κατά παραχώρησιν στο πλέγμα εξουσίας, με ένα ελάχιστο έστω μερίδιο. Με έναν τρίτο τρόπο, ενδιάμεσο, μπορούμε να τους θεωρήσουμε και ως τμήμα του κράτους και ως εταίρους του πλέγματος ­ με την ίδια λογική που χρησιμοποιήσαμε στην περίπτωση των οθωμανών αριστοκρατών και, φυσικά, λαμβάνοντας υπόψη την πολύ υποδεέστερη θέση των απίστων στη σύνολη ιεραρχία της αυτοκρατορίας. Ως φορείς διοικητικών και δικαστικών εξουσιών, ήταν κρατικά όργανα. Αλλά ως εθνοτικές ηγεσίες συμμετείχαν στο πλέγμα εξουσίας μαζί με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα του ελληνικού ή του εβραϊκού γένους.


Επεκτείνοντας τώρα τη λογική αυτή, μπορούμε να συμπεριλάβουμε στο πλέγμα εξουσίας και τα κοινωνικά δίκτυα που περιέβαλλαν τους Φαναριώτες και τους χριστιανούς προύχοντες. Θα ήταν σφάλμα να τους εξομοιώσει κανείς απλουστευτικά με τα λοιπά κρατικά όργανα της αυτοκρατορίας. Παράλληλα με την εξουσία του κρατικού οργάνου, οι ελληνορθόδοξοι αξιωματούχοι είχαν και μιαν άτυπη ισχύ, κοινωνική και ιδεολογική, ως αρχηγετικά στοιχεία στο εσωτερικό της ιδιαίτερης εθνότητάς τους. Και με την ιδιότητά τους αυτή συμμετείχαν, αυτοί και το άμεσο περιβάλλον τους, στο πλέγμα εξουσίας.


Τέλος, θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε στο πλέγμα και τους ισχυρούς παράγοντες της οικονομίας. Η ιεραρχική κοινωνική οργάνωση της αυτοκρατορίας, παρά την κυριαρχία της οθωμανικής αριστοκρατίας, δεν απέκλεισε την παραχώρηση οικονομικών προνομίων και σε ανθρώπους από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και από άλλα γένη και θρησκεύματα.


Οπως ήταν φυσικό, τα οικονομικά προνόμια συνεπέφεραν μια κάποια συμμετοχή των προνομιούχων στην εξουσία, έστω και με ένα μερίδιο ελάχιστο, υπόγειο και ανομολόγητο. Αλλιώς πώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί η στροφή πολλών Γενιτσάρων σε παράλληλες εμπορικές δραστηριότητες; Και πώς η κοινωνική και πολιτική επιρροή που απέκτησαν σιγά σιγά οι εβραίοι τραπεζίτες και έμποροι, προαιώνιοι δανειστές, χρηματοδότες και προμηθευτές του μιλιταριστικού σουλτανικού καθεστώτος; Και πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να κατανοήσει την ακμή και την επιρροή των αρμένιων εμπόρων ή των καραβοκύρηδων του Αιγαίου ή εκείνων των ελλήνων επιχειρηματιών που στον 19ο αιώνα φθάνουν να ελέγχουν, μέσω του δημοσίου χρέους, τη δημόσια οικονομία του «σουλτανικού» καθεστώτος;


Εκτός αν θεωρήσει κανείς, υπεραπλουστεύοντας, ότι οι άνθρωποι αυτοί μπορούσαν να αποσπούν τα οικονομικά προνόμιά τους και να ασκούν τις οικονομικές λειτουργίες τους χωρίς να έχουν καμία απολύτως επιρροή στον κρατικό μηχανισμό· και, αντιστρόφως, ότι τα κέρδη και ο πλούτος που συγκέντρωναν δεν τους έδιναν νέες δυνατότητες να επηρεάζουν τις κρατικές αποφάσεις, να αποσπούν ακόμη περισσότερα προνόμια, ακόμη μεγαλύτερο πλούτο. Και, το κυριότερο, ακόμη μεγαλύτερη συμμετοχή στο πλέγμα εξουσίας ­ πλέγμα αναπόφευκτο ακόμη και σε ένα «σουλτανικό» κράτος.


Ο κ. Γιώργος Δερτιλής είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.