Ενας εκλεκτικός δεξιοτέχνης του σχεδιασμού



Στις 15 Μαρτίου 1999 πέθανε ο μιλανέζος αρχιτέκτονας Ignazio Gardella, σε ηλικία 94 ετών. Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ιταλικής αρχιτεκτονικής του αιώνα, που μετά τον Alberto Sartoris χάνει τον αναγνωρισμένο «πατριάρχη» της, τον βιρτουόζο της αρχιτεκτονικής, ο οποίος διέτρεξε με δημιουργική ένταση 70 σχεδόν χρόνια ζωής στο σχεδιαστήριο και κυρίως στο εργοτάξιο. Η φυσιογνωμία του Gardella είναι ακριβώς αυτή που η σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική δεν ευτύχησε να έχει, ενός μελετητή σειράς εξαιρετικών έργων που συνδιαλέγονται με τις πιο προωθημένες κάθε φορά εξελίξεις της προβληματικής του καιρού τους, δίνοντας ταυτόχρονα απαντήσεις στο ζήτημα της χρήσης της ιστορίας και της αφομοίωσης των χαρακτηριστικών του περιβάλλοντος. Η πορεία αυτή του Gardella αναπτύσσεται στο πλαίσιο μιας δημιουργικής συνέχειας, που ξεκινά από το ιταλικό μοντέρνο κίνημα της δεκαετίας του ’30 και φθάνει ως τις παρυφές του σύγχρονου εκλεκτικισμού, θεμελιωμένου ωστόσο στη στιβαρή παράδοση του μεταπολεμικού τοπικισμού, περισσότερο γνωστού ως ιταλικού Neo-Liberty.


Ο Gardella είναι γόνος μιας αστικής γενοβέζικης οικογένειας τεσσάρων γενεών μηχανικών και αρχιτεκτόνων. Φοιτά στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Μιλάνου ως το 1930 αλλά μόνο το 1949 παίρνει το δίπλωμα του αρχιτέκτονα από τη σχολή της Βενετίας, όπου στη συνέχεια διδάσκει αρχιτεκτονικές συνθέσεις ως το 1975. Ηδη τη δεκαετία του ’30 κινείται στο περιβάλλον της μυθικής «Casabella» του Persico και του Pagano: είναι η εποχή του σχεδιασμού ενός από τα πρώτα του έργα, του σανατόριου στην Alessandria (1933-37), μνημείο του ιταλικού ρασιοναλισμού. Μεταπολεμικά, στο ίδιο περιοδικό, ασκεί σημαντική επίδραση σε ξεχωριστούς «μαθητές», όπως ο Vittorio Gregotti και ο Aldo Rossi. Τη δεκαετία του ’50 συμμετέχει στα συνέδρια των CIAM ως το τελευταίο, στο Otterlo (1959), όπου συμβάλλει στην οριστικοποίηση του διαζυγίου της «τρίτης αρχιτεκτονικής γενιάς» του αιώνα από τις κανονιστικές αρχές του ορθόδοξου μεσοπολεμικού μοντέρνου.


Η προσωπικότητα του Gardella χαρακτηρίζεται από ορισμένα βασικά στοιχεία, όπως η νεοκλασική μνήμη της γενέτειρας πόλης (του Μιλάνου), η αρχική εκπαίδευσή του ως πολιτικού μηχανικού και η καταγωγή του, που συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός γοητευτικού αστού, ήπιου και διακριτικού αλλά ταυτόχρονα επίμονου και ακριβούς. Στην περίπτωση αυτή η κομψότητα του ανθρώπου καθρεφτίζεται στην εκλεπτυσμένη ευγένεια των κτιρίων και των λεπτομερειών τους, που χαρακτήρισαν ανέκαθεν την αρχιτεκτονική του Gardella. Ταυτόχρονα ο μιλανέζος αρχιτέκτονας χρησιμοποιεί την ιστορία αλλά και την τεχνική με τρόπο όχι ιδεολογικό αλλά εμπειρικό. Ο κριτικός G. C. Argan, συγγραφέας της πρώτης μονογραφίας για τον αρχιτέκτονα (1959), υπογραμμίζει ότι «όπως οι μοντέρνοι ζωγράφοι σχεδιάζουν ζωγραφίζοντας, ο Gardella σχεδιάζει κατασκευάζοντας», ενώ ο ίδιος ο αρχιτέκτονας σημειώνει ότι «η διδασκαλία μου βασίστηκε πάντοτε σε μια πρακτική προσέγγιση, έχοντας κατά νου τον χρυσό κανόνα του Gianbattista Vico ότι «κάποιος κατανοεί μόνο αυτό που αντικειμενικά πραγματοποιεί»».


Στο πλαίσιο αυτού του οργανικού πειραματισμού, που διευρύνει την εμπειρία του ιταλικού νεορεαλισμού, ο Gardella πραγματοποιεί μερικά πολύ σημαντικά έργα, αρχίζοντας από το κτίριο κατοικιών Borsalino στην Alessandria (1951), ένα αρχιτεκτόνημα που έγινε γνωστό σε όλη την Ευρώπη και που σήμερα θεωρείται ο πρόγονος της προβληματικής του «κριτικού τοπικισμού», προβληματικής ιδιαίτερα παρούσας και στον τόπο μας. Ο Gardella επανασχεδιάζει ακόμη εκθεσιακούς χώρους, όπως μερικές αίθουσες της Galleria Uffizi, στη Φλωρεντία ενώ πραγματοποιεί το συνεπές στη ρασιοναλιστική κληρονομιά περίπτερο σύγχρονης τέχνης στο Μιλάνο, το καθοριστικό της αρχιτεκτονικής του πορείας κέντρο Olivetti για τον ελεύθερο χρόνο στην Ivrea, το κτίριο γραφείων της Alfa Romeo στο Arese. Περίοπτη θέση στο σύνολο του έργου του κατέχει η γνωστή κατοικία στις Zattere (1953-58), μία από τις πρώτες κατασκευές στο ιστορικό κέντρο της Βενετίας, που δίνει απάντηση στο πρόβλημα της ένταξης της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στον παραδοσιακό ιστό. Μεταξύ των έργων της δεκαετίας του ’80 συμπεριλαμβάνεται η Αρχιτεκτονική Σχολή της Γένοβας και η ανακατασκευή του θεάτρου Carlo Felice στην ίδια πόλη, σε συνεργασία με τον Aldo Rossi.


Ο Gardella κινείται με ευχέρεια από τα σχεδιαστικά θέματα μεγάλης κλίμακας ως τα βιομηχανικά αντικείμενα, όπου ωστόσο είναι πάντα αναγνωρίσιμη η προσωπική σφραγίδα. Εμπλουτίζει την ιταλική αρχιτεκτονική του ρασιοναλισμού με στοιχεία όπως η επεξεργασία του φωτός και των χρωμάτων, ενώ μεταπολεμικά η αίσθηση της μνήμης δεν μετατρέπεται ποτέ σε λογιωτατισμό. Η ελευθερία των μορφοπλαστικών επιλογών, που υποστηρίζεται από ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στη χρήση και στην εναλλαγή μιας μεγάλης ποικιλίας υλικών, ελέγχεται από την ακρίβεια και τη μεθοδικότητα του σχεδιασμού, χαρακτηριστικά του μιλανέζου δασκάλου.


Στην VI Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας το 1996 ο Gardella τιμήθηκε, μαζί με τον Ρ. Johnson και τον Ο. Niemeyer, με τον Χρυσό Λέοντα για την εξαιρετικά παραγωγική σταδιοδρομία του.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος διδάσκει Ιστορία της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.