Στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου («Το Βήμα», 14.3.1999) εξέτασα με συντομία την έννοια του πολυλογικού εκσυγχρονισμού και τις οικονομικά προσδιοριζόμενες κοινωνικές δυνάμεις που εμποδίζουν ή ενισχύουν τη διαδικασία της αλλαγής. Στο σημερινό δεύτερο μέρος θα εξετάσω τις κοινωνικές δυνάμεις που διαμορφώνονται εκτός του στενά προσδιοριζόμενου χώρου της οικονομικής δραστηριότητας.


Τα νέα κοινωνικά κινήματα


Για την εντόπιση των εκσυγχρονιστικών δυνάμεων δεν πρέπει να κοιτάμε μόνο τον χώρο της αγοράς και της οικονομικής παραγωγής/διανομής. Υπάρχουν διαιρέσεις στις σύγχρονες κοινωνίες που έχουν να κάνουν λιγότερο με την κοινωνική τάξη και περισσότερο με το φύλο, τη θρησκεία, την εθνότητα κτλ. Για παράδειγμα, δομικές διαιρέσεις με βάση το φύλο είναι άμεσα συνδεδεμένες με το φεμινιστικό κίνημα. Ο φεμινισμός έχει σχέση βέβαια με τις τάξεις αλλά, αντίθετα μ’ αυτό που πιστεύει ο δογματικός μαρξισμός, οι ανισότητες και οι διαμάχες που έχουν να κάνουν με την «πατριαρχία» δεν μπορούν να αναχθούν αυτόματα σε ταξικές διαμάχες και ανισότητες. Οι δύο διαμάχες, παρ’ όλο που συνδέονται, έχουν διαφορετικές λογικές και ιστορικές καταβολές. Ετσι, ο φεμινισμός και τα λεγόμενα «νέα κινήματα» στηρίζονται λιγότερο στην ταξική πάλη και περισσότερο σε αυτό που κοινωνικοί επιστήμονες αποκαλούν «identity politics» (δηλαδή πολιτικές διαμάχες γύρω από τη διαμόρφωση της ταυτότητας του «μετασύγχρονου» ατόμου). Τα «νέα κινήματα» έχουν αναπτυχθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, πουθενά όμως δεν έχουν αντικαταστήσει σε σπουδαιότητα τις πιο συμβατικές ταξικές διαμάχες της σύγχρονης κοινωνίας. Αυτή η διαπίστωση ισχύει ιδιαίτερα στον τόπο μας όπου η σχετική πολιτισμική ομοιογένεια (σε θέματα θρησκείας και εθνότητας) του ελληνικού πληθυσμού από τη μια πλευρά και η αδύνατη κοινωνία πολιτών από την άλλη δεν ευνοούν τη μαζική ανάπτυξη των νέων κινημάτων. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που το ελληνικό φεμινιστικό κίνημα, π.χ., όταν δεν αποτελεί οργανωτική επέκταση των κύριων κομματικών μηχανισμών, φυτοζωεί ­ παίζει δηλαδή μάλλον περιθωριακό ρόλο στην εκσυγχρονιστική διαδικασία. Το ίδιο ισχύει για το οικολογικό κίνημα, καθώς και για τα κινήματα που εστιάζουν την προσοχή τους στην πάλη εναντίον του ρατσισμού, του θρησκευτικού φανατισμού, του εθνικού σοβινισμού κτλ.


Η κομματική λογική


Τέλος, υπάρχουν δομικές διαιρέσεις που γίνονται αντιληπτές όταν η προσοχή μας μετατοπιστεί από το ενδοθεσμικό (οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό κτλ.) στο διαθεσμικό επίπεδο. Οταν δηλαδή επικεντρώσουμε την προσοχή μας στις ισόρροπες ή ανισόρροπες σχέσεις μεταξύ θεσμικών χώρων ­ κυρίως μεταξύ του οικονομικού και πολιτικού χώρου από τη μια πλευρά (τους δύο αυτούς χώρους ο Χάμπερμας αποκαλεί «το σύστημα») και του κοινωνικού και πολιτισμικού χώρου (που ο Χάμπερμας αποκαλεί «βιόκοσμο»).


Εξετάζοντας αυτού του είδους τις διαθεσμικές σχέσεις βλέπουμε στις προηγμένες μεταβιομηχανικές κοινωνίες τη συστηματική αποικιοποίηση του «βιόκοσμου» από το «σύστημα». Δηλαδή τη διείσδυση και κυριαρχία των αξιών του χρήματος και της πολιτικής/γραφειοκρατικής δύναμης στον χώρο του κοινωνικού και του πολιτιστικού. Αυτού του είδους η κυριαρχία ή ανισορροπία δημιουργεί διαιρέσεις και διαμάχες που έχουν άμεση σχέση με τον πολυλογικό εκσυγχρονισμό της κοινωνίας μας.


Θα ξεκινήσω με την ανισορροπία μεταξύ του κομματικοκρατικού και του κοινωνικού χώρου. Για μια σειρά ιστορικούς λόγους, στη χώρα μας το «κομματικό/κρατικό» καταδυναστεύει κατά συστηματικό τρόπο το «κοινωνικό» με την εξής έννοια: η κομματική λογική της κυριαρχίας και της επιμεριστικής συναλλαγής δεν περιορίζεται στον πολιτικό χώρο μόνο, αλλά διεισδύει και υποσκάπτει την αυτονομία, τις αξίες και την ιδιαίτερη λογική όλων των άλλων θεσμικών χώρων ­ από το πανεπιστήμιο και τα σπορ ως την Εκκλησία και την κοσμική κουλτούρα. Το ότι, για παράδειγμα, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι διοικητική επέκταση της κρατικής μηχανής και παρουσιάζει όλα τα αρνητικά / γραφειοκρατικά / ρουσφετολογικά χαρακτηριστικά της τελευταίας (βλ. άρθρο μου στο «Βήμα» τής 10.5.1999) είναι μια σοβαρή ένδειξη της κομματικοκρατίας. Το ότι επιπλέον η θρησκευτική ηγεσία της χώρας δεν θέλει η Εκκλησία να αυτονομηθεί και να απαλλαγεί από τη γάγγραινα του κρατικού εναγκαλισμού δείχνει σε ποιο βαθμό η κοινωνία πολιτών έχει διαβρωθεί από την κρατικιστική νοοτροπία όχι μόνο των πολιτικών αλλά και των εξωπολιτικών ελίτ.


Για τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία η λύση στην κομματικοποίηση της κοινωνίας είναι το πέρασμα από την κρατικιστική λογική σ’ αυτή της αγοράς και της παραγωγικότητας. Αυτό όμως οδηγεί από τον πολιτικοκομματικό στον οικονομικό αποικισμό του βιόκοσμου. Στη σημερινή συγκυρία, από την άποψη του πολυλογικού εκσυγχρονισμού, είναι ανάγκη να απορρίψουμε το διχοτομικό μοντέλο «κράτος ή αγορά» και να συνειδητοποιήσουμε πως για μια σειρά προβλήματα (στην παιδεία, στην κουλτούρα, στην υγεία κ.α.) είναι δυνατές σήμερα λύσεις που αποφεύγουν και την κρατικιστική και την κερδοσκοπική λογική.


Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση


Θα δώσω ένα μόνο παράδειγμα: Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην ανωτάτη παιδεία έχει μετατραπεί, εδώ και δεκαετίες, σε κομματικό φούτμπολ με αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή μιας σειράς εκσυγχρονιστικών μέτρων που είναι τελείως προφανή αν κοιτάξει κανείς τα εκπαιδευτικά μας πράγματα όχι κομματικά/συντεχνιακά, όχι κερδοσκοπικά/ωφελιμιστικά, αλλά από τη σκοπιά της ιδιαίτερης λογικής και αυτονομίας του ακαδημαϊκού και ερευνητικού χώρου. Μια μεταρρύθμιση που θα ελάμβανε υπόψη της λιγότερο το κομματικό και εμπορικό και περισσότερο το ακαδημαϊκό ήθος και λογική θα ήταν δυνατή αν τα κόμματα αποφάσιζαν να δώσουν ένα μέρος των εξουσιών τους σε έναν σχετικά αυτόνομο οργανισμό (από «ειδικούς» και ανθρώπους κύρους που έχουν άμεση σχέση με τα εκπαιδευτικά), που θα είχε την ευθύνη κατάρτισης και εφαρμογής ενός μακρόπνοου μεταρρυθμιστικού/εκσυγχρονιστικού προγράμματος. Βέβαια δεν χρειάζεται να τονίσω ότι στα θέματα της παιδείας, όπως και αλλού, δεν υπάρχει μία και μοναδική, τεχνοκρατικά προσδιορισμένη λύση. Αλλά αν αυτοί που χαράζουν την εκπαιδευτική πολιτική λειτουργούν σε έναν χώρο όπου το ζητούμενο δεν είναι ούτε το κομματικό όφελος ούτε το οικονομικό κέρδος, τότε οι πιθανότητες «ορθολογικής» αντιμετώπισης των προβλημάτων (δηλαδή αντιμετώπισης που να ευνοεί τη συντριπτική πλειονότητα των ενδιαφερόμενων πολιτών) θα αυξηθούν δραματικά.


Περνώντας τώρα στο πιο συγκεκριμένο θέμα των κοινωνικών δυνάμεων που συνδέονται με τον κρατικό αποικισμό της κοινωνίας μας, η κομματικοκρατία δημιουργεί δομικές διαιρέσεις μεταξύ αυτών που επωφελούνται του σημερινού status quo (π.χ. βουλευτές, υπουργοί, γραφειοκράτες, κομματάρχες) και αυτών που υποφέρουν απ’ αυτό. Τα τυπικά θύματα είναι οι απλοί πολίτες που δεν έχουν σχεδόν κανένα μέσο προστασίας των νόμιμων δικαιωμάτων τους όταν αυτά καταπατούνται συστηματικά από έναν άκρως αυταρχικό, διεφθαρμένο, «σουλτανιστικής» νοοτροπίας κρατικό μηχανισμό.


Τα θύματα του αυταρχισμού


Η πρόσφατη προσπάθεια δημιουργίας και στη χώρα μας του θεσμού του «όμπουντσμαν» (Συνήγορος του Πολίτη) ­ ως μέσου ελέγχου του κρατικοκομματικού αυταρχισμού ­ είχε τις προβλεπόμενες αντιδράσεις από το πολιτικό κατεστημένο. Πολιτικοί και από τα δύο μεγάλα κόμματα αντέδρασαν αρνητικά στην ιδέα ενός ισχυρού, αυτόνομου όμπουντσμαν, με αποτέλεσμα ο Συνήγορος του Πολίτη να μην εκλέγεται από τη Βουλή (πράγμα που θα του έδινε σημαντικές εξουσίες) αλλά να «διορίζεται» από τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Ευτυχώς που ο σημερινός πρωθυπουργός έχει συναίσθηση του προβλήματος της κομματικοκρατίας και έχει σκοπό να ενισχύσει τον νέο θεσμό. Αλλά ο Συνήγορος του Πολίτη θα έπρεπε να λειτουργεί δυναμικά και αυτόνομα, ανεξάρτητα από συγκεκριμένα πρόσωπα και συγκυρίες. Από αυτή τη σκοπιά, η έντονη ανισορροπία μεταξύ του κομματικού συστήματος και της κοινωνίας των πολιτών, σ’ αυτό το θέμα αλλά και πιο γενικά, παραμένει αναλλοίωτη.


Με δεδομένη την παραπάνω κατάσταση, το ερώτημα που τίθεται είναι αν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες κινητοποίησης των «αποικιοκρατουμένων» εναντίον του κρατικοκομματικού αποικισμού της κοινωνίας μας. Για τη στιγμή τουλάχιστον, τα θύματα του πολιτικού αυταρχισμού αντιδρούν κατά παθητικό τρόπο: οι φοιτητές αδιαφορούν για τις άκρως κομματικοποιημένες φοιτητικές εκλογές, πολλοί ψηφοφόροι ρίχνουν λευκή ψήφο στις βουλευτικές εκλογές, ενώ όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο ελληνικός λαός είναι απογοητευμένος από τους πολιτικούς και τα κόμματα.


Αυτού του είδους οι αντιδράσεις όμως δεν φτάνουν για να επέλθει κάποια ισορροπία, για να προχωρήσουμε δηλαδή στον πολυλογικό εκσυγχρονισμό της κοινωνίας μας. Χρειάζεται πιο δυναμική κινητοποίηση. Χρειάζεται ένα πέρασμα από την παθητική άμυνα στη δυναμική απαίτηση για την πάταξη της κομματικοκρατίας. Πρέπει να γίνει ευρέως αντιληπτό ότι σε μια δημοκρατία ο πολίτης δεν πρέπει να περιμένει να λυθούν όλα τα προβλήματα εκ των άνω ­ δηλαδή από τους γραφειοκράτες, τα κόμματα και τις πολιτικές ηγεσίες. Είναι ανάγκη όλοι οι πολίτες να συνειδητοποιήσουν ότι πολλά προβλήματα θα λυθούν ικανοποιητικά μέσω της αυτοδιοργάνωσης της κοινωνίας των πολιτών: μέσω της ενίσχυσης του ήδη σημαντικού «τρίτου τομέα» που δεν λειτουργεί ούτε κερδοσκοπικά ούτε κρατικιστικά (π.χ. Κυκλαδικό Μουσείο), μέσω της ενδυνάμωσης των ήδη υπαρχουσών κινήσεων πολιτών και μέσω μιας μαζικής εκστρατείας διαπαιδαγώγησης των νέων ανθρώπων σ’ αυτό που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν civil culture (δεν είναι τυχαίο που δεν υπάρχει ανάλογος όρος στη γλώσσα μας).


Η αποικιοποίηση της κουλτούρας


Περνώ με συντομία σε έναν άλλο τύπο διαθεσμικής ανισορροπίας: αυτής μεταξύ του «οικονομικού» και του «πολιτισμικού». Στη χώρα μας, όπως και σε άλλες, πιο ώριμες καπιταλιστικές κοινωνίες, η λογική και οι αξίες της αγοράς δεν είναι κυρίαρχες μόνο στον οικονομικό αλλά και στον πολιτισμικό χώρο. Αν σκεφτούμε απλώς ότι το οικονομικό κεφάλαιο μπορεί λίγο πολύ αυτόματα να αγοράζει, κατά τη γνωστή ορολογία του Μπουρντιέ, «πολιτισμικό κεφάλαιο» (ελέγχοντας, π.χ., ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ), τότε μπορούμε να καταλάβουμε το «σύνδρομο Μέρντοκ». Πώς δηλαδή ένα οικονομικά ισχυρό άτομο μπορεί να έχει περισσότερη επιρροή στη δημιουργία τρόπων ζωής και στη διαμόρφωση της ταυτότητας της νέας γενιάς από όλους αυτούς που είτε παράγουν άμεσα «πολιτισμό» (καλλιτέχνες, διανοούμενοι, επιστήμονες κ.ά.) είτε νομιμοποιούνται από την κοινωνία να διαδίδουν τα πολιτιστικά αγαθά (δάσκαλοι, γονείς, ιερείς κ.ά.).


Αυτός ο εκπληκτικός «αποικισμός» του πολιτισμικού από το οικονομικό οδηγεί βέβαια σε διαιρέσεις μεταξύ αυτών που, χωρίς πολιτισμική και κοινωνική νομιμοποίηση, ελέγχουν τα «μέσα» πολιτισμικής παραγωγής και αυτών που η κοινωνία θεωρεί ότι έπρεπε να τα ελέγχουν. Η διαίρεση μεταξύ «αποικιοκρατών» και «αποικιοκρατουμένων» στον χώρο της σχέσης οικονομίας και πολιτισμού συνδέεται βέβαια αλλά δεν ταυτίζεται πάντα με ταξικές διαιρέσεις. Για παράδειγμα, ο συντεχνιακά προσανατολισμένος υπάλληλος μιας ΔΕΚΟ ανήκει, όπως υποστήριξα πιο πάνω, στο αντιεκσυγχρονιστικό στρατόπεδο αν κοιτάξουμε τη θέση του στον οικονομικό χώρο. Ως γονέας όμως που δεν θέλει τα παιδιά να βιώνουν την πλύση εγκεφάλου που μια κερδοσκοπική τηλεόραση δημιουργεί ανήκει, δυνητικά τουλάχιστον, στο στρατόπεδο του πολυλογικού, ισόρροπου εκσυγχρονισμού.


Υπάρχει βέβαια και η παλαιοαριστερή άποψη ότι μέσα στον καπιταλισμό η αποικιοποίηση του πολιτισμικού από την αγορά είναι αναπόφευκτη. Δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση. Υπάρχουν μια σειρά μέτρα που θα μπορούσαν να μειώσουν ριζικά και την εισβολή του κρατικισμού στον πολιτισμικό χώρο και την άκρατη εμπορικοποίησή του. Αυτά τα μέτρα πρέπει να αποσκοπούν στο πέρασμα του ελέγχου των ΜΜΕ ειδικά και των μέσων πολιτισμικής παραγωγής και διάδοσης πιο γενικά από αυτούς που κατέχουν οικονομικό ή πολιτικό κεφάλαιο σ’ αυτούς που κατέχουν πολιτισμικό και κοινωνικό κεφάλαιο. Νομίζω πως τέτοια μέτρα είναι συμβατά όχι βέβαια με τον βάρβαρο καπιταλισμό τύπου Θάτσερ και Ρίγκαν, αλλά με έναν εξανθρωπισμένο καπιταλισμό νεο-σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Το λάθος της συμβατικής Αριστεράς στον χώρο της κουλτούρας είναι ότι προσπάθησε να καταπολεμήσει την οικονομική αποικιοποίηση της κουλτούρας μέσω του κράτους. Αυτό οδήγησε στο πέρασμα από τον οικονομικό στον πολιτικό αποικισμό της κουλτούρας. Η λύση που μια νεο-σοσιαλδημοκρατική πολιτική πρέπει να προωθήσει είναι αυτή που θα αποφεύγει και τη γραφειοκρατική και την κερδοσκοπική διείσδυση του πολιτισμικού χώρου. Είναι μια λύση που θα πάρει στα σοβαρά την ιδέα της αυτόνομης λογικής του χώρου της κουλτούρας, που συνεπάγεται την ανάγκη ελέγχου αυτού του χώρου όχι από κεφαλαιοκράτες ή κομματάρχες αλλά από αυτούς που άμεσα παράγουν πολιτισμικά αγαθά και από αυτούς που έχουν την πρωταρχική ευθύνη διάδοσης αυτών των αγαθών. (Θα ασχοληθώ πιο διεξοδικά με το θέμα σε ένα επόμενο άρθρο μου.)


Στο ερώτημα «ποιες κοινωνικές δυνάμεις μπορούν να εκσυγχρονίσουν τη χώρα μας σήμερα;» η απάντηση εξαρτάται από το τι εννοούμε με τη λέξη «εκσυγχρονισμός» ή μάλλον από το τι είδους εκσυγχρονισμό θέλουμε. Αν ο όρος «εκσυγχρονισμός» εμπεριέχει την έννοια της δομικής και λειτουργικής διαφοροποίησης μεταξύ θεσμικών χώρων (κυρίως του οικονομικού, του πολιτικού, του κοινωνικού και του πολιτισμικού) ­ χώρων που έχουν ιδιαίτερες λογικές και αξίες ­, τότε μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικούς τύπους εκσυγχρονισμού: τον αυταρχικό εκσυγχρονισμό, όπου η κρατικοκομματική λογική κυριαρχεί στις λογικές των υπόλοιπων θεσμικών χώρων· τον νεο-φιλελεύθερο εκσυγχρονισμό, όπου η λογική της αγοράς είναι κυρίαρχη· και τον πολυλογικό εκσυγχρονισμό, όπου υπάρχει ισορροπία μεταξύ των λογικών και των αξιών του οικονομικού, του πολιτικού, του κοινωνικού και του πολιτισμικού χώρου.


Αν ο στόχος μας είναι η επίτευξη ενός πολυλογικού εκσυγχρονισμού σήμερα, θα πρέπει να εντοπίσουμε τις κοινωνικές δυνάμεις που θα τον στηρίξουν κατά πολυδιάστατο τρόπο: κοιτώντας όχι μόνο τις ταξικές διαιρέσεις (στον οικονομικό χώρο), όχι μόνο τις διαιρέσεις που βασίζονται στο φύλο, την εθνότητα ή τη θρησκεία (στον πολιτισμικό χώρο), αλλά επίσης και τις διαιρέσεις που εμφανίζονται όταν ο οικονομικός ή πολιτικός χώρος αποικιοποιεί συστηματικά τους χώρους της κουλτούρας και της κοινωνίας των πολιτών. Με άλλα λόγια, στο διαθεσμικό επίπεδο βλέπουμε διαιρέσεις και αντικρουόμενες συλλογικές ταυτότητες που συνδέονται μεν, αλλά δεν ταυτίζονται πλήρως με τις διαιρέσεις που βλέπουμε στο ενδοθεσμικό επίπεδο.


Η καθοριστική διαίρεση


Από αυτή την πολυδιάστατη σκοπιά υποστήριξα ότι στο οικονομικό/ταξικό επίπεδο η πιο καθοριστική διαίρεση σήμερα είναι μεταξύ της πλειοψηφίας που έχει να κερδίσει πολλά από την ΟΝΕ και μειοψηφιών που βρίσκονται σε διάφορα επίπεδα της εισοδηματικής πυραμίδας και των οποίων τα «κεκτημένα» συμφέροντα θίγονται άμεσα από την ένταξή μας στην ΟΝΕ. Υποστήριξα επίσης ότι η κινητοποίηση διαφώτισης της συντριπτικής πλειοψηφίας που έχει να κερδίσει από την ΟΝΕ είναι εξαιρετικά δύσκολη λόγω της δομής του κυβερνώντος κόμματος, λόγω της επιβίωσης ξεπερασμένων ιδεολογιών και λόγω της αδύνατης κοινωνίας των πολιτών. Οσο για τους θεσμικούς χώρους όπου οι διαιρέσεις βασίζονται κυρίως στη θρησκεία ή την εθνότητα, λόγω της σχετικής πολιτισμικής ομοιομορφίας της ελληνικής κοινωνίας αυτές οι διαιρέσεις εντείνονται μεν σήμερα αλλά δεν παίζουν κυρίαρχο ρόλο. Τέλος, αν κοιτάξουμε τις σχέσεις μεταξύ του οικονομικού, του πολιτικού, του κοινωνικού και του πολιτισμικού χώρου, και εδώ παρατηρούμε ένα εξαιρετικά ανισόρροπο διαθεσμικό σύστημα που δημιουργεί άλλου τύπου κυριαρχούμενες πλειοψηφίες οι οποίες αν κινητοποιηθούν θα μπορούσαν και αυτές να παίξουν σημαντικό ρόλο στην εκσυγχρονιστική διαδικασία.


Για την επίτευξη ενός πολυλογικού εκσυγχρονισμού στη χώρα μας χρειάζεται η κινητοποίηση όχι μόνο ομάδων που θα έχουν οικονομικά κυρίως οφέλη από την ένταξή μας στην ΟΝΕ, αλλά και ομάδων ή συλλογικοτήτων που είτε καταπιέζονται στους διαφόρους μη οικονομικούς θεσμικούς χώρους είτε στο διαθεσμικό επίπεδο είναι τα θύματα, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Χάμπερμας, της αποικιοποίησης του βιόκοσμου από το σύστημα ­ δηλαδή της κυριαρχίας του κράτους και της αγοράς στην κοινωνία των πολιτών και την κουλτούρα.