Εν όψει του επικείμενου συνεδρίου του ΠαΣοΚ ο προβληματισμός γύρω από τον εκσυγχρονισμό, που τόσο απασχολεί τον πρόεδρό του, έρχεται πάλι στην επικαιρότητα.


Εχοντας ασχοληθεί με την έννοια του εκσυγχρονισμού σε προηγούμενα άρθρα μου, εδώ θα εξετάσω ένα λιγότερο θεωρητικό, πιο στρατηγικό πρόβλημα: το πρόβλημα των κοινωνικών δυνάμεων / φορέων που πέρα από τα κόμματα και την κυβέρνηση έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας στη σημερινή συγκυρία.


Θα ξεκινήσω με τρεις βασικές διαπιστώσεις:


α) Δεν υπάρχει ένας αλλά πολλών ειδών εκσυγχρονισμοί.


β) Ενας τρόπος για να εξετάσουμε κατά συστηματικό τρόπο τους κύριους τύπους εκσυγχρονισμού που βλέπουμε στον κόσμο σήμερα είναι να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην έννοια της κοινωνικής διαφοροποίησης που διαφαίνεται όπως περνάμε από ένα πιο «παραδοσιακό» σ’ έναν πιο «σύγχρονο» τρόπο κοινωνικής οργάνωσης. Εξηγούμαι: Στις σύγχρονες κοινωνίες ο οικονομικός, πολιτικός, κοινωνικός και πολιτισμικός χώρος τείνουν να διαφοροποιούνται (δομικά και λειτουργικά) ο ένας από τον άλλο. Ο κάθε θεσμικός χώρος δηλαδή τείνει να έχει τη δική του λογική, τις δικές του αξίες, τη δική του δυναμική.


Η λογική της αγοράς


γ) Οι σχέσεις μεταξύ διαφοροποιημένων θεσμικών χώρων συχνά οδηγούν στην κυριαρχία της λογικής ενός χώρου πάνω στους υπόλοιπους. Ετσι στην περίπτωση του αυταρχικού εκσυγχρονισμού (π.χ. Γερμανία και μετά Ιαπωνία στον 19ο αιώνα, Σοβιετική Ενωση στον 20ό αιώνα) το κράτος επιβάλλει την κυριαρχική, γραφειοκρατική λογική του σε όλους τους άλλους θεσμικούς χώρους ­ οδηγώντας σ’ έναν ριζικό μετασχηματισμό «εκ των άνω» που εξυπηρετεί ως επί το πλείστον επεκτατικούς, γεωπολιτικούς στόχους. Στην περίπτωση του «νεοφιλελεύθερου» εκσυγχρονισμού (όπως αυτός λειτουργεί π.χ. στις ΗΠΑ σήμερα) δεν είναι τόσο το κράτος όσο η οικονομική λογική της αγοράς που γίνεται κυρίαρχη. Τέλος ένας τρίτος τύπος εκσυγχρονισμού προσπαθεί, όσο είναι δυνατόν, να πετύχει όχι την κυριαρχία ενός χώρου πάνω στους άλλους, αλλά μια ισορροπία μεταξύ της λογικής της αγοράς στον οικονομικό χώρο, της λογικής της ουσιαστικής δημοκρατίας στον πολιτικό χώρο, της λογικής της αλληλεγγύης στον κοινωνικό και της αυτονομίας/αυτοπροσδιορισμού στον πολιτισμικό χώρο. Αυτός ο σχετικά πολυλογικός εκσυγχρονισμός έγινε εν μέρει πραγματικότητα μέσω της εφαρμογής κεϋνσιανών στρατηγικών ανάπτυξης στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες στις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Για διάφορους λόγους όμως οι κεϋνσιανές στρατηγικές έπαψαν να λειτουργούν αποτελεσματικά με την παγκοσμιοποίηση στις δεκαετίες του ’80 και ’90. Για μένα το πρόβλημα μιας νεοσοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστερής πολιτικής είναι η εξεύρεση νέων, μετακεϋνσιανών μέτρων για την παραπέρα ανάπτυξη/εμβάθυνση του πολυλογικού εκσυγχρονισμού.


Στη σημερινή συγκυρία ο πολυλογικός εκσυγχρονισμός προϋποθέτει την ενοποίηση της Ευρώπης. Μόνο αν ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός, που είναι πιο κοινωνικά ευαίσθητος από τον αμερικανικό και πιο δημοκρατικός από τον ασιατικό, αποκτήσει φωνή σε παγκόσμιο επίπεδο, θα δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για έναν πολυλογικό εκσυγχρονισμό και σε παγκόσμιο επίπεδο και σε αυτό του κράτους-έθνους. Και παρ’ όλο που η Ευρώπη που κατασκευάζεται σήμερα είναι περισσότερο η Ευρώπη του κεφαλαίου και λιγότερο η Ευρώπη των λαών, η πλήρης ένταξή μας σ’ αυτή μάς συμφέρει όχι μόνο οικονομικά αλλά και κοινωνικά και πολιτικά. Αρα η στρατηγική της κυβέρνησης Σημίτη για την ένταξή μας στην ΟΝΕ είναι η βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός πολυλογικού εκσυγχρονισμού στη χώρα μας. Αν αυτή η στρατηγική αποτύχει, η Ελλάδα ­ όπως θα εξηγήσω και πιο κάτω ­ όχι μόνο θα περιθωριοποιηθεί σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά θα υπάρξει και ο κίνδυνος δορυφοροποίησής της από μια Τουρκία που συνεχώς κερδίζει έδαφος στο δημογραφικό, γεωπολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο.


Η διαταξική διάσταση


Με βάση τα παραπάνω το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: ποιες κοινωνικές δυνάμεις, ποιοι φορείς δράσης μπορούν να συνεισφέρουν σήμερα στον πολυλογικό εκσυγχρονισμό της χώρας μας;


Οταν μιλάμε για κοινωνικές δυνάμεις, ο νους μας πάει λίγο πολύ αυτόματα στις κοινωνικές τάξεις. Ο μεταμοντέρνος στοχασμός υποστηρίζει πως τάξεις και ταξικές οργανώσεις (π.χ. τα εργατικά συνδικάτα) έχουν περιθωριοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες που η ταξική ανάλυση δεν είναι πια χρήσιμο εργαλείο για να καταλάβουμε τη συγκρότηση και τον μετασχηματισμό του σύγχρονου κόσμου. Διαφωνώ ριζικά μ’ αυτή την άποψη. Είναι μεν αλήθεια πως για να καταλάβουμε τις βασικές κοινωνικές διαιρέσεις και συγκρούσεις σήμερα ούτε ο μαρξισμός ούτε ο βεμπεριανός τρόπος ανάλυσης των κοινωνικών τάξεων βοηθάει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η ταξική / διαταξική διάσταση δεν είναι σημαντική ούτε πως δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι ταξικής ανάλυσης που είναι απαραίτητοι για την κατανόηση του σύγχρονου οικονομικού και κοινωνικού γίγνεσθαι.


Πιο συγκεκριμένα ο μεν μαρξισμός επιλέγει ως βασικό κριτήριο της ταξικής διαίρεσης την ιδιοκτησία/έλεγχο των μέσων παραγωγής. Αυτό το κριτήριο μάς οδηγεί στη διαμάχη καπιταλιστές/προλετάριοι. Παρ’ όλο που ο διαχωρισμός αυτός παραμένει κεντρικός, δεν μας βοηθάει να καταλάβουμε έναν κόσμο όπου το βασικό δίλημμα δεν είναι πια καπιταλισμός ή σοσιαλισμός, αλλά είναι η επιλογή μεταξύ διάφορων τύπων καπιταλισμού.


Οσο για τη βεμπεριανή έννοια της τάξης, αυτή έχει βασικό κριτήριο ταξικής διαίρεσης το εισόδημα, πιο συγκεκριμένα τις «δυνατότητες ζωής» (life chances) που έχει κάθε άτομο στον χώρο της αγοράς. Αυτό το κριτήριο οδηγεί στον διαχωρισμό μεταξύ αυτών που έχουν υψηλά και αυτών που έχουν χαμηλά εισοδήματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτός ο διαχωρισμός είναι κεντρικός στο πλαίσιο της «κοινωνίας των 2/3» αλλά δεν μας βοηθάει να εντοπίσουμε τις κοινωνικές δυνάμεις που μπορούν να βοηθήσουν στον πολυλογικό εκσυγχρονισμό της χώρας μας. Και αυτό γιατί στον χώρο των 2/3 έχουμε και εκσυγχρονιστικές και αντιεκσυγχρονιστικές δυνάμεις.


Αλλά οι αδυναμίες της μαρξιστικής και της βεμπεριανής ανάλυσης δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγο να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα πως η έννοια της τάξης δεν είναι χρήσιμη σήμερα. Παραμένει εξαιρετικά χρήσιμη, απαραίτητη θα έλεγα, αν αποφύγουμε τους δογματισμούς (δεν μπορούμε π.χ. να αναγάγουμε, όπως υποστηρίζει ο δογματικός μαρξισμός όλα τα κοινωνικά φαινόμενα στην ταξική λογική) και αν τη χρησιμοποιήσουμε κατά ευέλικτο και ευρηματικό τρόπο. Απ’ αυτή τη σκοπιά, «οικονομικά» κυρίως συμφέροντα παίζουν έναν πρωταρχικό ρόλο στην εντόπιση των εχθρών και των φίλων του πολυλογικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Τα συμφέροντα αυτά όμως τείνουν να έχουν έναν διαταξικό χαρακτήρα, με την έννοια πως βρίσκονται σε όλες σχεδόν τις βαθμίδες της κοινωνικής ιεραρχίας. Ετσι από τους δημόσιους υπαλλήλους των ΔΕΚΟ και τους εύπορους αγρότες που κατασπατάλησαν τους κοινοτικούς πόρους ­ που προορίζονταν για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής γεωργίας ­ ως τα περίφημα «διαπλεκόμενα» συμφέροντα που κατά πελατειακό, παρασιτικό τρόπο οικειοποιούνται τρισεκατομμύρια δραχμές κάθε χρόνο, οι «εχθροί», δηλαδή οι «χαμένοι» από έναν ισόρροπο, πολυλογικό εκσυγχρονισμό, βρίσκονται όχι μόνο στην κορυφή αλλά και στη μέση ή βάση της κοινωνικής πυραμίδας.


Η ένταξη στην ΟΝΕ


Για μερικούς αναλυτές η ελληνική κοινωνία αποτελεί ένα τεράστιο σύστημα συντεχνιακών συμφερόντων που έχουν κέντρο τον κρατικό κορβανά. Κατ’ αυτούς τα αντιεκσυγχρονιστικά οικονομικά συμφέροντα αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Νομίζω πως αυτή η θέση είναι λανθασμένη. Παρ’ όλο που οι εν δυνάμει «χαμένοι» από τον εκσυγχρονισμό βρίσκονται σε όλες τις βαθμίδες της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, δεν παύουν να αποτελούν μειοψηφίες. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, όχι μόνο στον χώρο του περιθωριοποιημένου 1/3 αλλά και σ’ αυτόν των 2/3, έχουν να κερδίσουν ­ αν όχι βραχυπρόθεσμα, σίγουρα μεσοπρόθεσμα ­ από την ένταξή μας στην ΟΝΕ. Επιπλέον αν δεν πετύχουμε την ένταξή μας, θα υπάρξει όχι μόνο περιθωριοποίηση που θα θίξει πρωταρχικά τους μη προνομιούχους συμπολίτες μας, αλλά και θα μειωθεί κατά δραματικό τρόπο η εθνική ασφάλεια της χώρας. Οπως υποστήριξα σ’ ένα προηγούμενο άρθρο μου («Το Βήμα» 24.5.98), παρ’ όλο που η ΕΕ δεν πρόκειται να μας υποστηρίξει στρατιωτικά στην περίπτωση ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, οι επεκτατικές φιλοδοξίες και οι δυνατότητες εκβιασμού της χώρας μας που έχει η Τουρκία θα μειωθούν δραματικά αν ενταχθούμε στην ΟΝΕ, ενώ θα αυξηθούν δραματικά αν δεν πετύχουμε αυτόν τον στόχο. Είναι βέβαια ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο που η Τουρκία, όπως βλέπουμε σήμερα στην περίπτωση Οτσαλάν, κάνει και θα εξακολουθήσει να κάνει το παν για να εμποδίσει την ένταξή μας στην ΟΝΕ.


Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν οι κοινωνικές δυνάμεις που πρόκειται να ωφεληθούν από την ένταξη αποτελούν την πλειοψηφία και αν η μη ένταξή μας οδηγεί όχι μόνο στην οικονομική και κοινωνική περιθωριοποίηση αλλά και στην πιθανή δορυφοροποίηση της χώρας μας, τότε πώς εξηγείται η μαζική αντίδραση στο εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Σημίτη; Νομίζω πως οι εξής βασικοί λόγοι εξηγούν την παραπάνω φαινομενικά «παράδοξη» κατάσταση.


Οι δυνάμεις της αντίδρασης


Πρώτον, οι αντιεκσυγχρονιστικές δυνάμεις, παρ’ όλο που αποτελούνται από μικρές μειοψηφίες, έχουν σημαντική δύναμη είτε λόγω του ότι είναι καλά οργανωμένες (π.χ. τα συντεχνιακού τύπου συνδικάτα της Ολυμπιακής) είτε λόγω του ότι ελέγχουν σε έναν μεγάλο βαθμό τα ΜΜΕ (π.χ. τα περίφημα «διαπλεκόμενα» καταληστεύσουν το δημόσιο ατιμωρητί γιατί, διά ευνόητους λόγους, κανένας πολιτικός δεν τολμάει να τα βάλει μαζί τους).


Δεύτερον, η κυρίαρχη αριστερή ιδεολογία των λεγόμενων «προοδευτικών» δυνάμεων συσκοτίζει συστηματικά την κατάσταση και λειτουργεί συνειδητά ή ασυνείδητα εις όφελος των αντιεκσυγχρονιστικών δυνάμεων. Πιο συγκεκριμένα η συμβατική αριστερή / προοδευτική στάση (μέσα και έξω από το κυβερνών κόμμα) ταυτίζει συστηματικά την κοινωνική και τη «συντεχνιακή» δικαιοσύνη. Για παράδειγμα η διαμάχη μεταξύ συνδικαλιστών της ΟΑ και της κυβέρνησης ερμηνεύεται κατά στρουθοκαμηλικό τρόπο σαν μια διαμάχη μεταξύ των εργαζομένων που προσπαθούν να διατηρήσουν τη δουλειά τους και μιας αυταρχικής, «θατσερικής» κυβέρνησης που θέλει να καταστρέψει τις «κοινωνικές κατακτήσεις» της εργατικής τάξης! Το ότι η συντεχνιακή πολιτική των συγκεκριμένων συνδικαλιστών δημιουργεί τεράστια χρέη στο κράτος, το ότι τα χρέη αυτά πληρώνονται σε τελική ανάλυση όχι από τη μεγαλοαστική τάξη ή το «κεφάλαιο» αλλά από τους χαμηλόμισθους φορολογουμένους ­ που ως γνωστόν σηκώνουν αναλογικά το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος ­, το ότι τα τεράστια ποσά που ξοδεύονται στη διατήρηση της μη ανταγωνιστικής Ολυμπιακής Αεροπορίας θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αναβάθμιση της παιδείας ή της δημόσιας υγείας, όλα αυτά αγνοούνται συστηματικά από τη συμβατική Αριστερά. Οι τελευταίοι ακολουθώντας το γνωστό ιδεολογικό τυφλοσούρτη εντάσσουν αυτόματα το κράτος, τα ΜΑΤ και την κυβέρνηση στην «αυτοκρατορία του κακού» και τις συντεχνίες, τους πατριδοκάπηλους και τους διάφορους λαϊκιστές του κόσμου τούτου στην «αυτοκρατορία του καλού».


Τρίτον, ο πρωθυπουργός και τα ολιγάριθμα εκσυγχρονιστικά μέλη που τον στηρίζουν δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το κόμμα σαν δίαυλο ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ κυβέρνησης και λαού σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο. Ο βασικός λόγος γι’ αυτό είναι πως το μεγαλύτερο μέρος του ΠαΣοΚ παραμένει παπανδρεϊκό / προεδρικό: όχι μόνο λειτουργεί λαϊκιστικά ή / και πελατειακά αλλά και αποτελείται από ανθρώπους που, λόγω έλλειψης ουσιαστικών προσόντων, έχουν να χάσουν παρά να κερδίσουν από έναν ουσιαστικό εκσυγχρονισμό των κομμάτων ειδικά, και της ελληνικής κοινωνίας πιο γενικά.


Τέταρτον, ένας εναλλακτικός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ πρωθυπουργού και λαού θα ήταν οι οργανωμένες μη κομματικές και συγχρόνως μη κερδοσκοπικές ομάδες και οργανώσεις στον χώρο της κοινωνίας των πολιτών. Αλλά και πάλι για διάφορους ιστορικούς λόγους η κοινωνία των πολιτών είναι εξαιρετικά καχεκτική στη χώρα μας (βλ. άρθρο μου στο «Βήμα» 14.12.97). Ετσι, οι διάφορες κινήσεις πολιτών που έχουν καταλάβει τι διακυβεύεται αυτή τη στιγμή στον τόπο μας και είναι διατεθειμένες να υποστηρίξουν τον πρωθυπουργό δεν έχουν τα μέσα ούτε τους πόρους για να κινητοποιήσουν την κοινή γνώμη εις όφελος της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας.


Για όλους τους παραπάνω λόγους η εκσυγχρονιστική πολιτική της κυβέρνησης αιωρείται στο κενό. Υποστηρίζεται μεν γενικά και αορίστως η ένταξή μας στην ΟΝΕ, αλλά τα επώδυνα μέτρα που η ένταξη συνεπάγεται απορρίπτονται και από την κοινή γνώμη και από μια αντιπολίτευση (εσωπασοκική και μη) που ακολουθώντας τη γνωστή μικροκομματική λογική διακηρύσσει αυτάρεσκα και ανεγκέφαλα πως «συμφωνεί μεν με τους εκσυγχρονιστικούς στόχους της κυβέρνησης, αλλά όχι και με τα μέσα που χρησιμοποιεί για να τους πετύχει».


Ανεπαρκής η πληροφόρηση


Οσο για τα «μέσα» που η αντιπολίτευση θα χρησιμοποιούσε αν ήταν στην κυβέρνηση, αυτά φυσικά παραμένουν άγνωστα! Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της θλιβερής κατάστασης είναι πως το μήνυμα για την τεράστια σημασία του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος δεν πέρασε στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ο τελευταίος είναι τόσο αποπροσανατολισμένος στο θέμα της ΟΝΕ όσο ήταν και στο Σκοπιανό πρόβλημα πριν από μερικά χρόνια. Και όπως τον αποπροσανατολισμό στο Μακεδονικό θέμα τον πληρώσαμε πολύ ακριβά τότε, κινδυνεύουμε να τον ξαναπληρώσουμε πολύ ακριβά και σήμερα σε έναν τελείως διαφορετικό χώρο. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε την πρόσφατη εθνική υστερία γύρω από το θέμα Οτσαλάν, τότε καταλαβαίνουμε πόσο άθλιο είναι το επίπεδο πληροφόρησης του ελληνικού λαού γύρω από τα θέματα του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού και της ασφάλειας του τόπου (σε σχέση με τον αυτοκαταστροφικό εθνικιστικό παροξυσμό στην πρόσφατη κρίση, βλ. άρθρο μου στο «Βήμα» 21.2.99).


Στο επόμενο, δεύτερο, μέρος αυτού του άρθρου θα ασχοληθώ με τις κοινωνικές δυνάμεις του εκσυγχρονισμού που βασίζονται σε εξωταξικές διαιρέσεις και συγκρούσεις.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.