Τι ρόλο παίζουν στην εξωτερική πολιτική εκτιμήσεις ηθικού χαρακτήρα; Το ερώτημα δεν είναι εύκολο να απαντηθεί και οι απόψεις διχάζονται. Εξαιρετικά δημοφιλής είναι ωστόσο η άποψη ότι στις διεθνείς σχέσεις τα πάντα είναι θέμα δύναμης και επιβολής και ότι η ηθική ή ακόμη και το διεθνές δίκαιο δεν είναι παρά φράσεις κενές περιεχομένου, τις οποίες επικαλείται ο καθένας όταν και όπως τον συμφέρει. Κατά κανόνα μάλιστα αυτό συμβαίνει με τους ισχυρούς της γης, που εκτός από τη βία προσφεύγουν και σε ιδεολογήματα για να επιβάλουν τα συμφέροντά τους και χρησιμοποιούν επιλεκτικά διάφορους υποτιθέμενους ηθικούς κανόνες ή αρχές (π.χ., τα ανθρώπινα δικαιώματα) για να ελέγξουν όχι μόνο τη ροή των γεγονότων, αλλά ακόμη και τις αντιλήψεις και τις διανοητικές αντιδράσεις των ανθρώπων για αυτά.


Τέτοιες σκεπτικιστικές απόψεις δεν μένουν πάντως χωρίς να συνοδεύονται από πρακτικές υποδείξεις. Αυτές αφορούν το πώς πρέπει να διαμορφώνουμε την εξωτερική μας πολιτική, τι είδους σχέσεις προς τις άλλες χώρες πρέπει να διατηρούμε, πώς πρέπει να αισθανόμαστε και να αντιδρούμε για όσα συμβαίνουν στη διεθνή σκηνή, ακόμη και πώς πρέπει να ερμηνεύουμε αυτά που συμβαίνουν. Κοινός πυρήνας είναι ότι, εφόσον τα πάντα είναι ζήτημα δύναμης, τότε και εμείς πρέπει να επιδιώκουμε οτιδήποτε αυξάνει τη δύναμή μας ή μειώνει τη δύναμη των αντιπάλων μας. Αντίθετα, στα διάφορα ιδεολογήματα περί ηθικής ή διεθνούς δικαίου δεν πρέπει να δίνουμε σημασία και επιβάλλεται να τα χρησιμοποιούμε μόνο επιλεκτικά και όσο μας συμφέρει, δηλαδή πολύ περιορισμένα και με την επιφυλακτικότητα που απαιτεί το ενδεχόμενο αυτά που λέμε εμείς σήμερα προς το συμφέρον μας να τα χρησιμοποιήσουν και να τα στρέψουν αύριο οι εχθροί μας εναντίον μας.


Δεν θα σταθώ εδώ στην εσωτερική αντίφαση μιας τέτοιας άποψης, που, ενώ από τη μια πλευρά αρνείται ότι στην εξωτερική πολιτική παίζουν ρόλο ηθικές εκτιμήσεις, από την άλλη διατυπώνει υποδείξεις για το τι πρέπει να πράττουμε (και κάθε υπόδειξη για το τι πρέπει να πράττουμε είναι μια ηθική υπόδειξη: ακόμη και ο αμοραλισμός είναι σε τελευταία ανάλυση μια ηθική θεωρία). Το ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθώ είναι το αν η άποψη αυτή είναι σωστή ή όχι. Προτιμώ δηλαδή να διατυπώσω ευθέως το ερώτημα των στόχων που πρέπει να θέτουμε στην εξωτερική μας πολιτική και των κριτηρίων για τη διαμόρφωση των σχέσεών μας με τους άλλους.


Θα ξεκινήσω με την παρατήρηση ότι οι πρακτικές υποδείξεις που διατυπώνει η παραπάνω σκεπτικιστική άποψη συμπίπτουν με τις υποδείξεις μιας άλλης άποψης, η οποία δεν συμμερίζεται την αμοραλιστική της τοποθέτηση· αντίθετα μάλιστα επικαλείται υπέρ αυτής ισχυρά ηθικά επιχειρήματα. Πρόκειται για την άποψη που θα ονομάσω στα επόμενα υπερπατριωτική. Η άποψη αυτή υπολαμβάνει όχι απλώς ότι όλοι μας έχουμε ένα πρωταρχικό καθήκον απέναντι στην πατρίδα μας να επιδιώκουμε την προκοπή και την ακμή της, όχι απλώς ότι αυτό πρέπει να το κάνουμε συνεχώς, με κάθε μέσο και με κάθε κόστος, αλλά και ότι το πρώτιστο από όλα τα μέσα είναι να την κάνουμε στρατιωτικά ισχυρή, να μετράμε τα πάντα με την προοπτική της σύρραξης και της συντριβής των αντιπάλων και ότι αυτό πρέπει να είναι ο γνώμονας και της εξωτερικής μας πολιτικής, ενώ άλλες παράμετροι (π.χ. η ειρηνική συμβίωση με άλλους λαούς ή η συνεργασία για την εμπέδωση μιας διεθνούς κοινότητας βασισμένης στο διεθνές δίκαιο) δεν είναι σημαντικοί ή πάντως είναι χρήσιμοι μόνο όταν υπηρετούν τον ύπατο σκοπό της πολεμικής νίκης.


Η υπερπατριωτική άποψη


Ο υπερπατριωτισμός, όπως και ο σκεπτικισμός, περιέχει ένα στοιχείο ανορθολογικό. Θέτοντας μοναδικό κριτήριο τη δύναμη και θεωρώντας την στην πιο υλική εκδοχή της, κρίνει την κάθε απόφαση και την κάθε ενέργεια αποκλειστικά με το κατά πόσο ενισχύει την πατρίδα ή αποδυναμώνει τον εχθρό εδώ και τώρα και σε όρους «τσαμπουκά», υπολογίζοντας απώλειες και κέρδη όχι με κριτήρια συστηματικά και με συγκροτημένες και μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις, αλλά με άμεσες συναισθηματικές εκρήξεις ή άλλες παρορμήσεις συλλογικού εγωισμού με βάση το αν «τους τη φέραμε» ή «μας την έφεραν» και τα παρόμοια.


Πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτή η σύμπτωση των πρακτικών υποδείξεων που διατυπώνουν τόσο ο σκεπτικισμός όσο και ο υπερπατριωτισμός επέτρεψε να γίνουν οι υποδείξεις αυτές εξαιρετικά δημοφιλείς σε κύκλους ετερόκλητους. Γιατί, από τη μια πλευρά, ο υπερπατριωτισμός αποτελούσε πάντα το αυτονόητο «πιστεύω» των οπαδών του δεξιού άκρου του πολιτικού φάσματος. Από την άλλη όμως πλευρά ο σκεπτικισμός είναι σήμερα διαδεδομένος σε κύκλους που θεωρούν τους εαυτούς τους αριστερούς, επειδή έχει έναν έντονο καταγγελτικό χαρακτήρα (εμφανίζεται να λέει: «Προσέξτε! Η ηθική αποτελεί ένα ιδεολόγημα που κρύβει σχέσεις επιβολής»), και οι αριστεροί (πραγματικοί ή νομιζόμενοι) αρέσκονται γενικά σε ανάλογου είδους καταγγελίες. Αυτοί οι κύκλοι μάλιστα παρουσιάζονται ως εκπρόσωποι της πιο επαναστατικής Αριστεράς, που έχει υποτίθεται διδαχθεί από τα λάθη της αριστερής ορθοδοξίας, η οποία βέβαια θεωρούσε τους χειραφετητικούς της στόχους πανανθρώπινους και ήταν συνώνυμη με τον διεθνισμό. Καθόλου δεν φαίνεται όμως να ενοχλεί τους κύκλους αυτούς η σύμπλευσή τους στις πρακτικές τουλάχιστον θέσεις με την άκρα Δεξιά. Ισως ο εθισμός ενός μέρους της Αριστεράς σε υπερπατριωτικές θέσεις να οφείλεται στην άκριτη ταύτιση ακόμη και με ορισμένα τριτοκοσμικά κινήματα και καθεστώτα, που δεν είχαν άλλη ιδεολογική βάση από αυτήν ενός ανορθολογικού υπερπατριωτισμού και που, χάρη στην κρυφή ή φανερή πατρονία που τους προσέφερε η αλήστου μνήμης Σοβιετική Ενωση, έπαιρναν ασυζητητί και χωρίς έλεγχο στο πολιτικό τους διαβατήριο τη σφραγίδα του αριστερού επαναστάτη.


Το ζήτημα είναι όμως ότι ο υπερπατριωτισμός, έστω και αν αποτελεί μια ακραία πολιτική θέση, φαίνεται να συνδέεται με τον πατριωτισμό, που στηρίζεται σε εξαιρετικά σοβαρά ηθικά επιχειρήματα. Το να αγαπάμε την πατρίδα μας, να εργαζόμαστε για το καλό της, να την προστατεύουμε από επιβουλές, να μεριμνούμε για τη διατήρηση των αξιών και των μνημών που μας ενώνουν σε μια όχι απλώς πολιτιστική αλλά και πολιτική και ηθική κοινότητα, είναι ορθές επιλογές συλλογικής ζωής και καθήκοντα ηθικά. Είμαι της γνώμης ότι ο υπερπατριωτισμός είτε κάνει συνειδητά κατάχρηση της ηθικής βάσης του πατριωτισμού είτε παρασύρεται σε λανθασμένες θέσεις επειδή παρερμηνεύει τα ηθικά καθήκοντα που συνδέονται με αυτόν. Εχω όμως την εντύπωση ότι και ο σκεπτικισμός οφείλει το μεγαλύτερο μέρος της επιρροής του στο ότι αποσπά την εμπιστοσύνη μας με το να υπονοεί παρόμοια πατριωτικά ηθικά καθήκοντα, των οποίων υποκλέπτει την ελκυστικότητα, χωρίς ωστόσο να έχει την παρρησία να τα παραδεχθεί ως ηθικά ούτε την υπομονή να τα συζητήσει σοβαρά. Και φυσικά ούτε την εντιμότητα να επισημάνει τα όρια μεταξύ της σοβαρής επίκλησής τους και της καταχρηστικής και ψευδεπίγραφης διατυμπάνισής τους.


Φτάσαμε όμως στο σημείο όπου το ερώτημα είναι: Πώς οι αρχές και τα καθήκοντα του πατριωτισμού επιδέχονται καταχρήσεις και πού ελλοχεύει ο κίνδυνος της παρερμηνείας; Γιατί να κάνουμε διάκριση μεταξύ πατριωτισμού και υπερπατριωτισμού και να δεχόμαστε τον πρώτο απορρίπτοντας τον δεύτερο; Πρέπει να τονίσουμε ότι είναι μεγάλο λάθος να νομιστεί ότι η διαφορά μεταξύ πατριωτισμού και υπερπατριωτισμού είναι διαφορά βαθμού και ότι οι υπερπατριώτες είναι απλώς πιο άκαμπτοι, ίσως και πιο συνεπείς στις πατριωτικές τους θέσεις από τους απλώς πατριώτες, οι οποίοι βάζουν νερό στο κρασί τους και είναι έτοιμοι για συμβιβασμούς μόλις τα πράγματα αρχίζουν να σκουραίνουν. Ο (απλός) πατριωτισμός είναι ο μόνος πραγματικός πατριωτισμός, ενώ ο υπερπατριωτισμός είναι ηθικά και πολιτικά κακός και επικίνδυνος, σε σημείο που να μην είναι καθόλου πατριωτικός. Το κακό του είναι ότι συνιστά μια μορφή φανατισμού που δεν βοηθάει την πατρίδα και δεν προωθεί το γενικό καλό, αλλά αντίθετα γίνεται πηγή κινδύνων και πρόξενος δεινών για τα αγαθά και τις αξίες που υποτίθεται ότι υπηρετεί. Δεν είναι μόνο ότι, λόγω των φανατικών του θέσεων, αναγκαστικά στιγματίζει όσους πιο σώφρονες δεν συμμερίζονται τις απόψεις του περί εξωτερικής πολιτικής ως δειλούς ή ακόμη και προδότες, δυναμιτίζοντας έτσι την κοινωνική συνοχή υπέρ της οποίας κόπτεται. Το χειρότερο είναι ότι υπονομεύει και αυτές ακόμη τις ηθικές αξίες του πατριωτισμού, τις οποίες έτσι τελικά μόνο κατ’ όνομα επικαλείται.


Πώς προσδιορίζεται το κοινό καλό


Η αγάπη για την πατρίδα και η αλληλεγγύη και συνεργασία με τους συμπολίτες μας για το κοινό καλό αποτελεί, όπως είδαμε, ηθικό πυρήνα του πατριωτισμού. Το κρίσιμο ερώτημα είναι όμως: Πώς προσδιορίζεται το γενικό καλό; Είναι πραγματικά προς το συμφέρον της χώρας όλα να ερμηνεύονται από την οπτική γωνία της ωμής δύναμης, του «τσαμπουκά», της εδώ και τώρα, ανά πάσα στιγμή και ανά παν βήμα βλάβης πραγματικών και νομιζόμενων εχθρών, χωρίς συνεκτίμηση μακροπρόθεσμων επιπτώσεων, χωρίς συνυπολογισμό της διεθνούς κοινότητας και των αρχών που αυτή έχει περιλάβει στις διακηρύξεις της και διαρκώς (έστω και μερικές φορές μόνο ως πρόφαση) επικαλείται; Φρονώ ότι μια τέτοια στάση δεν είναι προς το συμφέρον της χώρας και δεν προωθεί το γενικό καλό.


Το πρόβλημα που θέλω να επισημάνω δεν είναι όμως αυτό. Πριν απ’ όλα, όπως ακριβώς ένα μεμονωμένο άτομο για να είναι ηθικό υποκείμενο, έτσι και μια χώρα για να αποκτήσει ηθική υπόσταση ως «πατρίδα» πρέπει να πληροί μια στοιχειώδη προϋπόθεση: πρέπει να είναι συγκροτημένη με βάση συνεκτικές αξίες και αρχές, να επιδεικνύει ως προς αυτές μια στοιχειώδη συνέπεια, να μην τις επικαλείται υποκριτικά και επιλεκτικά. Μια πατρίδα της «μαγκιάς» και του «τσαμπουκά» δεν μπορεί να διεκδικεί τον τίτλο της ηθικής κοινότητας.


Υπάρχει όμως και κάτι παραπέρα. Εχω τις απόψεις μου για το γενικό καλό, όπως άλλοι έχουν τις δικές τους. Ποιες απόψεις θα υιοθετηθούν συλλογικά; Η απάντηση είναι ότι το κοινό καλό πρέπει να προσδιορίζεται μέσα από διαδικασίες συμμετοχής, διαβούλευσης και συνεννόησης και να πραγματώνεται με πράξεις προσώπων ή οργάνων στους οποίους έχει δοθεί αυτή η αρμοδιότητα. Αυτό ακριβώς είναι η δημοκρατία. Στην αφετηρία της διαδικασίας όλες οι απόψεις είναι ισοδύναμες. Στο τέλος όμως όλοι πρέπει να δεχθούν την τελική απόφαση ως κοινή (ακόμη και αυτοί που νομίζουν ότι πρέπει να προσπαθήσουν, με νέες διαδικασίες, να την αλλάξουν). Οποιος παραβιάζει αυτή την αρχή και ερμηνεύει το γενικό καλό κατά το δοκούν ή, ακόμη χειρότερα, επιχειρεί αυτόκλητα και αυθαίρετα εξ ονόματος όλων ενέργειες που έχουν άμεσες επιπτώσεις στις διεθνείς σχέσεις της χώρας ­ και αυτό ακριβώς θεωρούν καθήκον τους οι (σε εισαγωγικά πλέον) «υπερπατριώτες» όταν δεν πείθουν τους άλλους για την «πατρίδα του τσαμπουκά» ­ δεν είναι απλώς κακός δημοκράτης. Θέτει εγωκεντρικά τον εαυτό του υπεράνω της κοινότητας, ενεργεί με βάση αθεράπευτα ιδιωτικές του επιλογές και έτσι τραυματίζει καίρια τη συλλογικότητα, υπέρ της οποίας διατείνεται ότι αγωνίζεται, περιπίπτοντας σε μια ηθική αντίφαση που του στερεί γενικά τη δυνατότητα να επικαλείται ηθικές αξίες και αρχές.


Ο κ. Παύλος Κ. Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης.