Το κόστος που δεν υπάρχει




Μια μεταρρύθμιση σηματοδοτεί σοβαρές μεταβολές σε πεδία της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, με τις οποίες ανατρέπονται καθιερωμένα πρότυπα, θεσμοί και ισορροπίες δύναμης, και εισάγονται νέες ρυθμίσεις και κανόνες οργάνωσης. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι κοινωνίες σε αραιά μόνο χρονικά διαστήματα φτάνουν σε συνθήκες που να ευνοούν πραγματικές μεταρρυθμίσεις και όχι απλές αλλαγές ή βελτιώσεις.


Τα εμπόδια σε σοβαρές και επιτυχημένες μεταρρυθμίσεις είναι πολλαπλά και με ελλειπτικό τρόπο θα αναφερθώ σε ορισμένα από αυτά:


Κατ’ αρχάς μια μεταρρύθμιση προϋποθέτει όχι απλώς συνθήκες ισχυρής δυσφορίας και τάσεις ανατροπής ενός ισχύοντος ρυθμιστικού πλαισίου αλλά και ικανότητα σύλληψης αλλαγών που θα δώσουν πραγματικές και ικανοποιητικές λύσεις στο υφιστάμενο πρόβλημα. Και αν συνήθως διαμορφώνεται μια ευρύτερη συναίνεση για τις καταστάσεις που πρέπει να ανατραπούν, το ερώτημα τι θα πάρει τη θέση τους είναι πολύ πιο σύνθετο, τόσο ως προς το περιεχόμενό του όσο και ως προς την κοινωνική αποδοχή του.


Ενας δεύτερος, ιδιαίτερα κρίσιμος παράγοντας είναι ότι κατά κανόνα η κατανομή του κοινωνικού κόστους και οφέλους που προκύπτει από μια μεταρρύθμιση βρίσκεται σε μεγάλη διάσταση με την κατανομή του ιδιωτικού κόστους και οφέλους (ατομικού ή σε επίπεδο ομάδας). Η διάσταση αυτή είναι ορατή, π.χ., στο θέμα της εισαγωγής στο οικονομικό σύστημα νέων τεχνολογιών που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα του επιχειρηματικού τομέα και της οικονομίας συνολικά, αυξάνουν το ΑΕΠ αλλά παράγουν ανέργους και συμπιέζουν τους μισθούς.


Κερδισμένοι και χαμένοι


Λόγω της διάστασης αυτής ­ και είναι τυπική η παρουσία της σε μεταρρυθμίσεις και μεγαλύτερες αλλαγές ­ κερδισμένοι και χαμένοι δεν ταυτίζονται. Η ορθόδοξη οικονομική θεωρία υποστηρίζει ότι σε τέτοιες καταστάσεις πρέπει να υπάρχει αντιστάθμιση από τους κερδισμένους προς τους χαμένους. Στην πράξη κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο. Αφενός υπάρχει αντίσταση, γιατί «οι κερδισμένοι» θεωρούν ότι το κέρδος ­ υπαρκτό ή προσδοκώμενο ­ είναι φυσική απόρροια κάποιων εξελίξεων, την οποία δικαιούνται να καρπωθούν, και όχι απόρροια κοινωνικών επιλογών και αποφάσεων, δηλαδή ένα είδος κοινωνικής συμφωνίας που έχει κάποιο τίμημα. Αφετέρου υπάρχει συχνά και αντικειμενική αδυναμία ποσοτικού προσδιορισμού του κέρδους της μιας πλευράς και του κόστους της άλλης, καθώς και της κατανομής του στον χρόνο.


Το θέμα αυτό αποτελεί ένα από τα μεγάλα διαφοροποιητικά γνωρίσματα μεταξύ «συντηρητικής» και «προοδευτικής» αντίληψης της πολιτικής. Η πρώτη κατά βάση αρνείται την αναγκαιότητα αναδιανεμητικής παρέμβασης στα αποτελέσματα της αγοράς ενώ η δεύτερη βλέπει την ανάγκη αντισταθμιστικής παρέμβασης, τόσο γιατί έχει διαφορετική κοινωνική αντίληψη για τα όρια και τον τρόπο λειτουργίας του οικονομικού συστήματος όσο και γιατί δίνει αυτοτελή αξία σε θέματα διανομής εισοδήματος, ευκαιριών και ποιότητας ζωής.


Μια τρίτη δυσκολία σχετίζεται με τις περιπτώσεις που η κατανομή κόστους – οφέλους αφορά μεν τα ίδια άτομα και σύνολα, αλλά σε διαφορετικό χρόνο. Η τυπική περίπτωση είναι να συνοδεύεται η πρώτη φάση μιας μεταρρύθμισης από κόστος που αργότερα δημιουργεί οφέλη, για όσους ακριβώς επιβαρύνθηκαν με το κόστος αυτό.


Στις περιπτώσεις αυτές υποστηρίζω ότι και η έννοια του «κόστους» δεν είναι ορθή. Στην ουσία βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση προσωρινής απώλειας εισοδήματος, που επιβραβεύεται αργότερα με οφέλη, τα οποία διαφορετικά δεν θα προέκυπταν καν. Μια τέτοια διαδικασία έχει τα χαρακτηριστικά της επένδυσης, όπου μια αυτοσυγκράτηση της κατανάλωσης σήμερα οδηγεί σε συνολικά υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στο μέλλον.


Μια παραλλαγή αυτής της εξέλιξης είναι η περίπτωση να μην υπάρχουν καν μελλοντικά θετικά οφέλη που να αντισταθμίζουν το «κόστος». Αυτό το οποίο έχει σημασία όμως είναι ότι αν δεν γινόταν καμία αλλαγή οι συνθήκες που θα προέκυπταν θα ήταν πολύ χειρότερες από αυτές που διαμορφώθηκαν με τη μεταρρύθμιση. Αυτή η «θετική διαφορά» μεταξύ αρνητικής πραγματικότητας («κόστους») που θα προέκυπτε υπό συνθήκες αδράνειας και «κόστους» που πράγματι προκύπτει, παρά τη μεταρρύθμιση, είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή. Η αβεβαιότητα του μέλλοντος άλλωστε ωθεί συστηματικά τις ατομικές και κοινωνικές επιλογές σε στάση αναμονής και ελπίδας. Η κοινωνία απωθεί την ιδέα αλλαγών που έχουν κόστος, έστω και αν με το κόστος αυτό αποτρέπονται αρνητικές εξελίξεις, οι οποίες θα είχαν υψηλότερο κόστος.


Επίσης πολλά άτομα και σύνολα, για διάφορους λόγους, ακόμη και όταν είναι οι ίδιοι φορείς και δέκτες του κόστους και οφέλους μιας μεταρρύθμισης, αντιδρούν στο να δεχθούν τη λογική της επιβάρυνσης σήμερα έναντι μιας βελτίωσης αύριο. Το σύστημα αξιών τους απλούστατα δίνει μεγαλύτερο βάρος σε ένα μικρότερο αποτέλεσμα σήμερα σε σχέση με ένα μεγαλύτερο αποτέλεσμα στο μέλλον.


Το ιδιωτικό και το συλλογικό


Μια τέταρτη δυσκολία προκύπτει όταν η μεταρρύθμιση συνεπάγεται συρρίκνωση του ιδιωτικού και ενίσχυση του συλλογικού οφέλους, με ή χωρίς κοινωνική αναδιανομή. Τα παραδείγματα από την ελληνική πραγματικότητα αφθονούν, όπου η δημόσια μιζέρια βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ιδιωτική ευημερία για εκτεταμένες κοινωνικές κατηγορίες, οι οποίες αντιδρούν με κάθε τρόπο σε μια αλλαγή αυτής της ισορροπίας. Ταυτόχρονα βεβαίως τα στρώματα αυτά κατηγορούν την (εκάστοτε) κυβέρνηση για αδυναμία να δημιουργήσει νέες, καλύτερες και πιο σύγχρονες υπηρεσίες παροχής συλλογικών αγαθών, από την υγεία και την εκπαίδευση ως την Αστυνομία και την απονομή δικαιοσύνης.


Τέλος, ένα σοβαρό εμπόδιο αφορά τις αδυναμίες του ίδιου του κράτους και του κρατικού μηχανισμού να σχεδιάσουν μεταρρυθμίσεις τέτοιες ώστε να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά, προοπτικά και συνθετικά το σύνολο των πολλαπλών παραγόντων που συνδέονται με μια μεταρρύθμιση. Αδυναμία να πεισθεί το κοινωνικό σύνολο από ένα κράτος που χαρακτηρίζεται από εγγενείς, μακρόχρονες και ορατές αδυναμίες, και για το οποίο η αλυσίδα «σωστή μελέτη, αξιολόγηση, προγραμματισμός, απόφαση και παρακολούθηση υλοποίησης» σπάνια λειτούργησε, δημιουργεί συνθήκες δυσπιστίας που όταν δεν εμποδίζουν, πάντως δεν υποστηρίζουν εύκολα μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες.


Τέλος, μια μεταρρύθμιση αμφισβητεί προνόμια και δύναμη, που δεν βρίσκονται μόνο ή κυρίως στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού, αλλά πολύ περισσότερο έξω από αυτόν. Ενα από τα πιο σημαντικά εμπόδια μιας σοβαρής μεταρρύθμισης είναι ότι οι κρατικές αδυναμίες συνυπάρχουν με πολλαπλές μορφές ιδιωτικής διαφθοράς, που διαπερνούν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και γεννούν ισχυρές συμμαχίες ενάντια σε δράσεις οι οποίες πράγματι μπορούν να βάλουν σε κίνηση διεργασίες που ενισχύουν την ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία.


Οι κοινωνικές αυτές αντιστάσεις, που δεν είναι εξαντλητικές, όχι μόνο εμποδίζουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις αλλά ακόμη και λιγότερο φιλόδοξες αλλαγές. Ωστόσο η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι η ικανότητα μιας κοινωνίας να κερδίζει στη διαδικασία της προόδου και της μετεξέλιξης είναι συνυφασμένη με την ικανότητά της να κατανοεί τις εξελίξεις και να δείχνει ευελιξία προσαρμογής τέτοια ώστε να κερδίζει και να μη χάνει από αυτές.


Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι καθηγητής Οικονομικών της Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.