Η οδός Σαντόβαγια της Μόσχας θυμίζει ελαφρώς το boulevard peripherique στο Παρίσι: πολύχρωμη και βουερή απλώνεται, αλλάζοντας όνομα σε ένα τμήμα της, γύρω από την καρδιά της ρωσικής πρωτεύουσας, και αποτελεί παραδοσιακό χώρο ταχύτητας και ομορφιάς. Εκεί έτρεχαν με τις μοτοσικλέτες τους οι ­ ολιγάριθμοι ­ νεαροί προνομιούχοι της δεκαετίας του 1960, εκεί κυκλοφορούσαν μεγαλόπρεπα, κατά την ίδια εποχή, τα ογκώδη αυτοκίνητα των αξιωματούχων του καθεστώτος, εκεί ακόμη οι λευκόξανθες καλλονές θάμπωναν τον κόσμο με τη χάρη ­ ή και το θράσος τους. Το κυριότερο όμως είναι ότι εκεί έζησε ο Μπουλγκάκοφ.


Το σπίτι του διατηρείται και σήμερα. Παλιά είχε το νούμερο 302 Β και το διαμέρισμά του ήταν το 50. Σήμερα η αρίθμηση του δρόμου έχει κάπως ανακατευτεί, αλλά μην απογοητεύεστε· οι Ρώσοι διαβάζουν: ρωτήστε τους περαστικούς· κάποιος θα σας δείξει το σπίτι. Μπείτε στην αυλή· τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους…


… Και τούτο επειδή ο Μπουλγκάκοφ πέτυχε το καλύτερο που μπορεί να επιθυμήσει συγγραφέας ­ να τον λατρεύουν οι νέες γενιές. Ετσι, από την αυλή του οικοδομικού συγκροτήματος σε όλη τη σκάλα που οδηγεί στην πόρτα του διαμερίσματος αρ. 50 και μέσα ακόμη σε αυτό φράσεις και επιφωνήματα με σπρέι καταδεικνύουν ότι το Τρίγωνο που αυτός έφερε στο φως συνεχίζει να γοητεύει εκείνους η καρδιά των οποίων δεν έχει σκληρυνθεί.


Ποιο είναι το Τρίγωνο; Αυτό που σχημάτισαν ο Μετρ, η Μαργαρίτα και ο Σατανάς. Ο Μετρ, κατ’ αρχάς, είναι λογοτέχνης, ο οποίος γράφει έργο μέγα για τη ζωή του Χριστού. Αν και δεν λέγεται σαφώς, εξυπονοείται ωστόσο πως, εφαρμόζοντας τους κανόνες της απλής λογικής, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ιστορία του Ιησού, όπως την περιγράφουν τα Ευαγγέλια, είναι πέρα για πέρα αληθινή. Τούτο του επιφέρει κοινωνική απομόνωση, εξοστρακισμό και, τέλος, κλείσιμο σε ψυχιατρείο.


Η Μαργαρίτα είναι και νέα και όμορφη και έξυπνη. Ο συνδυασμός αυτών των γνωρισμάτων σε πρόσωπο γυναικείο ανέκαθεν θεωρήθηκε εκρηκτικός και μοιραίος όσον αφορά εξελίξεις πολιτικοκοινωνικού χαρακτήρα. Ο Μπουλγκάκοφ αποδεικνύει του λόγου το αληθές και μάλιστα μεταφέρει το αληθές αυτό σε επίπεδο μεταφυσικό. Η Μαργαρίτα του, στις φλέβες της οποίας κυλάει ­ λόγω παραδόξου, από αυτά που έντονα χρωματίζουν τον ρουν της Ιστορίας ­ αίμα βασιλικό και αρχαίο, είναι παντρεμένη με επίσης νεαρό και ελκυστικώς κομψευόμενο αξιωματούχο του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η ζωή που της εξασφαλίζει το εν λόγω στέλεχος είναι άνετη και ωραία και επιπλέον προμηνύεται και πολύ glamorous, όπως σήμερα θα έλεγε κανείς. Αλλά η Μαργαρίτα τελικώς δεν θέλει ούτε τον άντρα της ούτε τη ζωή που της προσφέρει ούτε την πρωτευουσιάνικη κοινωνία της δεκαετίας του 1930 ούτε τους κυβερνητικούς ούτε τίποτε από αυτά: ερωτεύεται τον κυνηγημένο και απόκληρο Μετρ και βάζει σκοπό ζωής τη διάσωση του μυθιστορήματος αυτού του τελευταίου. Ετσι πέφτει πάνω στον Σατανά.


Ο Σατανάς του Μπουλγκάκοφ δεν είναι ο διάβολος που ξέρουμε: όχι αντίπαλος, μα παραπλήρωμα του Αλλου, δηλαδή του Χριστού, κινείται ακαταπαύστως και με άνεση μέσα στην Ιστορία των ανθρώπων ­ και όχι μόνο. Πράγματι, επεμβαίνει με τον γάτο του, που είναι μαύρος, μεγάλος και είρων, και ριζικώς τιμωρεί τα απαισιότερα ανθρώπινα αμαρτήματα, την ανοησία, ιδιοτέλεια και υποκρισία…


… Οσα δηλαδή αφετηρία έχουν την έλλειψη πίστης. Μάλιστα, σε γενικές γραμμές, η τιμωρία που επιβάλλει στους ανόητους, υποκριτές και συμφεροντολόγους είναι, σε πρώτη φάση, ό,τι νεοελληνιστί καλείται «ρεζίλεμα» και, σε δεύτερη και τελευταία, η λογική συνέπεια της στάσης τους απέναντι σε εκείνο που δεν θέλουν να καταλάβουν: για αυτούς ζωή μετά θάνατον δεν υπάρχει. Αντίθετα, όσους πιστεύουν, όπως π.χ. ο Μετρ και η αγαπημένη του Μαργαρίτα, τους σώζει από τούτο τον κόσμο θανατώνοντάς τους: μετά τη θανάτωση το μέλλον τέτοιων ανθρώπων προμηνύεται λαμπρό. Πράγματι, είτε παίρνουν από τον Σατανά τη γαλήνη της αιώνιας ευτυχίας είτε το Φως ­ που φυσικά ο Χριστός και μόνο χαρίζει σε ψυχές.


Ετσι, ο Μπουλγκάκοφ, προεκτείνοντας στο επέκεινα την περί ιεράρχησης χαρακτηριστική τής πατρίδας του νοοτροπία, εμφανίζεται ως ο κατεξοχήν ρώσος συγγραφέας. Εκείνο βέβαια που τον ξεχωρίζει από τους ομοτέχνους συμπατριώτες του είναι η απέχθειά του προς τον σοσιαλισμό και τα συμπαρομαρτούντα. Μεγάλη όμως είναι και η γοητεία την οποία ασκεί στη νεολαία τόσα χρόνια μετά τον θάνατό του.


Πέθανε το 1940, χωρίς να έχει κλείσει ούτε τα 50. Πάντως η επιβίωσή του (survival) μέσα στο κομμουνιστικό καθεστώς μπορεί να θεωρηθεί παράδοξο ­ ή και ακριβώς το αντίθετο, συνέπεια λανθάνουσα του σταλινισμού. Πράγματι, κυκλοφορούν ιστορίες διάφορες για τις σχέσεις του με τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς. Πυρήνας μιας ομάδας των ιστοριών αυτών είναι πως ο Στάλιν έδινε κάθε τόσο εντολή να τον «γραπώσουν», αλλά κυκλώματα υπηρεσιών της αστυνομίας που θαύμαζαν την προσωπικότητά του ματαίωναν την «υλοποίηση» της διαταγής. Σύμφωνα με άλλες αφηγήσεις, από τη μυστική αστυνομία εκδηλωνόταν συχνά πυκνά «βούληση» εξουδετέρωσής του ­ μα η υπόθεση χάλαγε με παρέμβαση του ίδιου του Στάλιν.


Λένε πως ο τελευταίος κάποια φορά τον πήρε τηλέφωνο: «Τόσο πολύ μας μισείτε;» τον ρώτησε. «Τέλος πάντων, γιατί δεν φεύγετε από τη Ρωσία;».


Εύκολα καταλαβαίνει κανείς την απάντηση του Μπουλγκάκοφ. Και σαν τη λάβα πυρωμένη η απάντηση αυτή εξακολουθεί να καίει τόσα χρόνια μετά τον θάνατό του.


Ο κ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος είναι διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.