Η δίκη για την υπόθεση της ασυλίας του στρατηγού Πινοσέτ, που διεξάγεται εδώ και δύο εβδομάδες στο Λονδίνο, είναι ένα από τα πιο περίεργα νομικά γεγονότα των τελευταίων ετών. Είναι η πρώτη φορά στη μακρά ιστορία του αγγλικού δικαίου που το δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων αποφάσισε να ακυρώσει προηγούμενη απόφασή του και να ξαναδικάσει μια υπόθεση από την αρχή. Η συμμετοχή του λόρδου Χόφμαν στη σύνθεση του πρώτου τμήματος που εξέτασε την υπόθεση Πινοσέτ μπορούσε να δώσει «την εντύπωση μεροληψίας», είπαν οι δικαστές που εξέτασαν τη διαδικασία της πρώτης απόφασης, λόγω των σχέσεών του με τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες της Διεθνούς Αμνηστίας. Η Διεθνής Αμνηστία, θυμίζω, ήταν διάδικος στη δίκη του Νοεμβρίου, αφού είχε παρέμβει εναντίον του στρατηγού Πινοσέτ. Η υπόνοια ­ και όχι η απόδειξη ­ μεροληψίας είναι επαρκής λόγος ώστε να καταστήσει μια δικαιοδοτική διαδικασία επιλήψιμη κατά το αγγλικό δίκαιο. Η πρώτη απόφαση θεωρήθηκε μη γενομένη και η νέα διαδικασία εξετάζει από την αρχή το θέμα της ασυλίας με νέα σύνθεση του δικαστηρίου.


Το δίλημμα του δικαστηρίου


Το δίλημμα του δικαστηρίου είναι απλό: Ως ποιο σημείο εκτείνεται η ασυλία ενός πρώην αρχηγού κράτους; Ο αγγλικός νόμος περί διπλωματικών προνομίων ορίζει ότι η διπλωματική ασυλία ενός πρώην αρχηγού κράτους καλύπτει «κρατικές πράξεις», χωρίς να κάνει συγκεκριμένο τι είναι κρατική πράξη. Κατά την πλειοψηφία της πρώτης απόφασης, που έχει τώρα ακυρωθεί, κρατικές πράξεις δεν μπορούν να είναι βασανισμοί, απαγωγές και άλλα εγκλήματα του διεθνούς δικαίου. Τέτοιες παραβιάσεις δεν είναι δυνατόν δηλαδή να νοηθούν «κρατικές πράξεις» κατά την έννοια του νόμου. Για τον δικαστή λόρδο Νίκολς, με τον οποίο συμφώνησε και ο λόρδος Χόφμαν, κάθε αντίθετο συμπέρασμα «θα γελοιοποιούσε κάθε έννοια διεθνούς δικαίου».


Η απόφαση αυτή ήταν εξαιρετικά σημαντική για το αγγλικό δίκαιο και για τις σχέσεις του με το διεθνές δίκαιο. Το αγγλικό δίκαιο ξεχωρίζει αυστηρά μεταξύ εσωτερικού δικαίου και διεθνούς δικαίου και συχνά θεωρεί το δεύτερο μόνο μακρινό (και ενδεχομένως πτωχό) συγγενή του πρώτου. Η γνώμη της πλειοψηφίας έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στους διεθνείς κανόνες από ό,τι συνηθίζεται και βασίστηκε στις συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα βασανιστήρια και τη γενοκτονία για να ερμηνεύσει τις αγγλικές διατάξεις περί ασυλίας. Η ερμηνεία της διπλωματικής ασυλίας δεν στάθηκε δε μόνο σε στενά τεχνικά επιχειρήματα εσωτερικού δικαίου, για παράδειγμα τα δικαστικά προηγούμενα. Χρησιμοποίησε και τις βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου, την παράδοση των ατομικών δικαιωμάτων, καθώς και το προηγούμενο της δίκης της Νυρεμβέργης (των ναζιστών εγκληματιών πολέμου). Ανοιξε δηλαδή τη νομική επιχειρηματολογία σε θέματα που δεν είναι μόνο τεχνικά νομικά αλλά αφορούν και την έννοια της δικαιοσύνης.


Αλλά η απόφαση αυτή ήταν και τεράστιο βήμα για τη διεθνή δικαιοσύνη γενικότερα. Το πρόβλημα με τη διεθνή νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι η έλλειψη νομικής βάσης ή ευρείας αποδοχής τους από τη διεθνή κοινότητα. Αντιθέτως οι διεθνείς συνθήκες είναι πλουσιότατες, αναπτύσσονται ραγδαία και διδάσκονται και μελετώνται από μεγάλο αριθμό νομικών διεθνώς. Γίνονται δε κατά κανόνα αποδεκτές από τη μεγάλη πλειονότητα των κρατών-μελών του ΟΗΕ.


Προβλήματα στην εφαρμογή


Το πρόβλημα είναι αλλού. Είναι η έλλειψη αποτελεσματικής εφαρμογής από τα κρατικά όργανα στο εσωτερικό. Τα εθνικά όργανα συχνά αδιαφορούν για τις διεθνείς συνθήκες, παρεμποδίζουν ή αδιαφορούν για το έργο μη κυβερνητικών οργανώσεων και γενικά προτιμούν να μην ξεκινούν μάχες με αβέβαιο αποτέλεσμα (από τις οποίες σχεδόν ποτέ δεν έχουν να κερδίσουν οικονομικά οφέλη). Γι’ αυτό τον λόγο η πρώτη απόφαση της Βουλής των Λόρδων έθετε την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου στο εσωτερικό μιας χώρας σε νέες, πολύ πιο αποτελεσματικές βάσεις καθώς υποχρέωνε τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν και το διεθνές δίκαιο κατά την ερμηνεία του εσωτερικού.


Ολες αυτές οι σημαντικές επιτυχίες για το διεθνές δίκαιο βρίσκονται τώρα σε αμφισβήτηση. Ο θεατρικός συγγραφέας ­ και ένθερμος υποστηρικτής των οργανώσεων ατομικών δικαιωμάτων ­ Χάρολντ Πίντερ είχε πει ότι «το γεγονός πως ο Πινοσέτ θα δώσει λόγο για τις βαρβαρότητες που διαπράχθηκαν υπό την εξουσία του είναι το σημαντικότερο γεγονός για τη διεθνή δικαιοσύνη από την εποχή της δίκης της Νυρεμβέργης». Δυστυχώς δεν είναι πλέον καθόλου βέβαιο ότι ο Πινοσέτ θα δώσει λόγο σε κανέναν. Κανείς δεν ξέρει αν η νέα απόφαση θα επιβεβαιώσει την αρχική ή αν η νέα σύνθεση πειστεί από τα επιχειρήματα υπέρ της ευρείας ερμηνείας της ασυλίας. Βρισκόμαστε συνεπώς στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε. Καθώς όλα εξαρτώνται τώρα από τη νέα δίκη, τα βήματα προόδου της διεθνούς δικαιοσύνης είναι ακόμη εντελώς αβέβαια.


Οι δικτατορίες και η Δύση


Αυτή είναι όμως μόνο η νομική πλευρά της υπόθεσης. Οι πολιτικές διαστάσεις της κρίσης του Πινοσέτ παραμένουν σταθερές και οδηγούν ίσως σε μερικά πιο μόνιμα συμπεράσματα. Ο Πίντερ υπενθυμίζει ότι οι δικτάτορες της Λατινικής Αμερικής είχαν την αμέριστη συμπαράσταση της Δύσης και ιδιαίτερα της Αμερικής, που, αν και διακηρύσσει τα ατομικά δικαιώματα γενικώς, δικαιολογούσε τη φύση των καθεστώτων αυτών υπό το πρόσχημα της «κομμουνιστικής» απειλής. Η Δύση έχει συνεπώς τεράστιο μερίδιο της ευθύνης για την τραγωδία των δικτατοριών, που ίσως τώρα σιγά σιγά να το παραδεχτεί και ανοιχτά. Πολλοί στην Ελλάδα όμως θα βιαστούν να βγάλουν συμπεράσματα. Το ζήτημα Πινοσέτ δεν είναι ούτε θέμα Ανατολής – Δύσης ούτε θέμα Δεξιάς – Αριστεράς. Ισως οι αποκαλύψεις για τα «αριστερά» καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης και την ανελευθερία και δυστυχία που προκαλούσαν να έχουν διδάξει ότι ο κίνδυνος δικτατορίας από την Αριστερά δεν είναι μικρότερης σημασίας από αυτόν της Δεξιάς. Οι αρχές για τις οποίες μιλούμε δεν είναι μονοπώλιο ούτε ενός γεωγραφικού χώρου, δηλαδή της Δύσης, ούτε ενός πολιτικού χώρου. Και η Αριστερά είναι και αυτή ένοχη πραξικοπημάτων και βιαιοτήτων, όπως διδάσκει τόσο η ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης όσο και της Ελλάδας.


Οι αρχές περί δημοκρατικού φιλελευθερισμού επιτρέπουν την ήπια και ειρηνική διαμάχη Δεξιάς και Αριστεράς. Ανήκουν συνεπώς και στις δύο, που οφείλουν να τις παραδέχονται πάντα, ακόμη και αν τους συμφέρει περιστασιακά να τις αγνοούν. Αυτή είναι συνεπώς η σημασία του γεγονότος ότι ανήκουν πλέον στο σώμα του δημοσίου διεθνούς δικαίου και γίνονται αποδεκτές, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, από όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου. Ας ελπίσουμε ότι η νέα απόφαση θα αναγνωρίσει τη νέα αυτή εξέλιξη του διεθνούς δικαίου, θα επιτρέψει τη δίκη του Πινοσέτ και θα δικαιώσει, έστω και καθυστερημένα, τη μνήμη των χιλιάδων θυμάτων του.