Η πρόσφατη, σχεδόν ταυτόχρονη (1995-1998) έκδοση τριών λεξικών της σημερινής κοινής ελληνικής γλώσσας (Κριαρά, Μπαμπινιώτη, Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη) αποτελεί την τελική (τυπική αλλά συγχρόνως και ­ έστω καθυστερημένη ­ ουσιαστική) πράξη του γλωσσικού μας ζητήματος. Η μελέτη του περιεχομένου αυτών των λεξικών γεννά αναπόφευκτα σκέψεις για το νόημα και την έκβαση του γλωσσικού μας αγώνα. Ποια θα ήταν η μορφή της σημερινής γλώσσας μας, αν το νέο ελληνικό κράτος, στην προσπάθειά του να διαμορφώσει μια κοινή νεοελληνική, δεν υιοθετούσε την αττική διάλεκτο από την οποία πήγασε η καθαρεύουσα; Ποιος υπερίσχυσε τελικά, η δημοτική ή η καθαρεύουσα; Οποια απάντηση και να δώσει κανείς στα ερωτήματα αυτά, ένα είναι αδιαμφισβήτητο· ότι σήμερα έχουμε γλώσσα ενιαία, ομογενοποιημένη, κοινή, ώριμη, πλούσια.


Επιχειρώντας να δώσω τη δική μου απάντηση στο δεύτερο από τα παραπάνω ερωτήματα, θα έλεγα ότι η σημερινή κοινή ελληνική είναι αποτέλεσμα ενός ιστορικού συμβιβασμού. Η αντίσταση της δημοτικής στην καθαρεύουσα αντισταθμίστηκε (από τη στιγμή που η δημοτική φάνηκε να υπερισχύει) από την αντίσταση της καθαρεύουσας στη δημοτική ­ έτσι ώστε για ένα χρονικό διάστημα να συμβιώνουν οι δύο αντιστάσεις εξασθενώντας βαθμιαία καθώς επιτελούνταν η διαπίδυση των στοιχείων: η δημοτική άμβλυνε την καθαρεύουσα και η καθαρεύουσα πλούτιζε τη δημοτική ως την τελική συγχώνευσή τους. Παρ’ ότι ο αγώνας έληξε με τη βεβαιότητα ότι νικητής ήταν η δημοτική, η μελέτη της ύλης των τριών λεξικών και της σύνταξης της σημερινής μας γλώσσας δείχνουν ότι δεν είναι ακριβές να μιλάμε για ήττα της καθαρεύουσας, αφού τα προερχόμενα από τη δημοτική συστατικά της κοινής νεοελληνικής δεν είναι περισσότερα και καθοριστικότερα από εκείνα που προέρχονται από την καθαρεύουσα. Το πεδίο όπου η υποχώρηση της καθαρεύουσας έγινε με τη μεγαλύτερη ευκολία ήταν η λογοτεχνία. Θεωρείται ότι με τη γενιά του 1880, τη γενιά του Παλαμά, η δημοτική επιβάλλεται σχεδόν αμέσως στην ποίηση και ότι μετά το Ταξίδι μου (1888) του Ψυχάρη εκτοπίζει ευχερώς την καθαρεύουσα από την πεζογραφία, έτσι ώστε το γλωσσικό ζήτημα να έχει λήξει για τη λογοτεχνία ήδη από το τέλος του αιώνα. Τα πράγματα ωστόσο είναι πιο περίπλοκα. Στο πεδίο της λογοτεχνίας η αντίσταση της καθαρεύουσας υπήρξε ισχυρότερη και διαρκέστερη απ’ ό,τι γενικά περιγράφεται. Γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν θα ήταν άσκοπο να επιχειρούσαμε να δώσουμε ένα, έστω συνοπτικό, διάγραμμά της.


Μια προσεκτική έρευνα θα έδειχνε ότι αυτό που συμβαίνει στη γλώσσα της ποίησης κατά τη δεκαετία του 1880 είναι λιγότερο αλλαγή και περισσότερο ενίσχυση μιας τάσης που ήταν ήδη αισθητή προηγουμένως. Παρά την ισχυρή κυριαρχία της καθαρεύουσας, ποιήματα σε περιοδικά ή σε ποιητικά βιβλία αλλά και ολόκληρες συλλογές σε δημοτική δημοσιεύονται στην Αθήνα καθ’ όλη την περίοδο 1830-1880 (πυκνότερα μετά το 1860). Αλλά και τα πρώτα βιβλία των ποιητών της γενιάς του 1880 περιέχουν όχι λίγους στίχους σε καθαρεύουσα. Οσο για την πεζογραφία, ως τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, φαίνεται, ως επί το πλείστον, να ακολουθεί τη δελεαστική πρόταση μιας μεικτής γλώσσας, που είχε εμφανιστεί με τη μετάφραση της Νανάς του Ζολά από τον Ι. Καμπούρογλου (1880) και υποστηριζόταν, με διάφορες παραλλαγές και ονομασίες, από όχι λίγους συγγραφείς (Πολυλάς, Καλοσγούρος, Νιρβάνας, Ξενόπουλος κ.ά.). Σκοπός αυτής της γλώσσας ήταν μια απόδοση της γλωσσικής πραγματικότητας της εποχής πιστότερη από εκείνη των δύο ακραίων γλωσσικών μορφών, του λογιοτατισμού και του ψυχαρισμού. Μολονότι η ώθησή της από τον Ψυχάρη ήταν ισχυρή, η δημοτική στην πεζογραφία δεν θα επικρατήσει παρά μόνο στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1903 σε ένα «δημοψήφισμα» του περιοδικού «Παναθήναια» μεταξύ των συγγραφέων με το ερώτημα ποια γλώσσα είναι προτιμότερη, η καθαρεύουσα, η ψυχαρική δημοτική ή η «ελευθέρα μεικτή», δημοφιλέστερη αναδεικνύεται η τρίτη.


Η καθαρεύουσα θα εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται στην πεζογραφία, αμιγής ή ανάμεικτη με τη δημοτική, ως και τη δεκαετία του 1930: λιγότερο σε πρωτότυπα έργα, κυρίως ασήμαντων συγγραφέων και περισσότερο σε μεταφρασμένα. Ενίοτε εμφανίζεται επιδεικτικά και επιθετικά ως προκλητική αντίθεση στη δημοτικιστική ορθοδοξία (λ.χ. στα πεζοτράγουδα του De profundis ­ 1908 ­ του Πλάτωνος Ροδοκανάκη). Θα μπορούσε κανείς να πει ότι σε κάθε λογοτεχνική γενεά τίθεται ένα θέμα αδυναμίας της δημοτικής να ικανοποιήσει όλη την κλίμακα των εκφραστικών αναζητήσεων και συζητείται η σκοπιμότητα κάποιας συνδιαλλαγής με τη λόγια γλώσσα. Αρκετοί από τους συγγραφείς που εμφανίζονται στο τέλος της δεκαετίας του 1910 και στη δεκαετία του 1920 αντιτίθενται στις τεχνητότητες του ορθόδοξου δημοτικισμού και με τα περιοδικά τους («Νέοι», 1918· «Μούσα», 1920-1923· «Εμείς», 1924) αναζητούν μια «δημοτική των πόλεων» διαμορφωμένη με τη συμβολή της καθαρεύουσας. Η αισθητότερη απόκλιση από τη δημοτική ορθοδοξία εμφανίζεται με τα καθαρεύοντα στοιχεία της ποίησης του Καβάφη, του Παπατσώνη και του Καρυωτάκη. Ολα αυτά μας επιτρέπουν να μιλάμε για κρίση της δημοτικής στη λογοτεχνία κατά τη δεκαετία του 1920.


Η κρίση θα συνεχιστεί, έτσι ώστε το 1930 στο περιοδικό «Νέα Εστία» να γίνεται λόγος για «επικίνδυνο καθαρευουσιανισμό» των νέων συγγραφέων, ο οποίος «πάει να σπάσει την παράδοση της δημοτικής και να δημιουργήσει την ανάγκη για μια νέα γλωσσική επανάσταση». Παρά την υπερβολή αυτής της διαπίστωσης, η χρήση και στη λογοτεχνία στοιχείων της καθαρεύουσας (που κυριαρχούσε στον δημόσιο λόγο, γραπτό και προφορικό) ήταν τέτοια ώστε το 1931 το περιοδικό «Λόγος» να αναρωτιέται μήπως το φαινόμενο αποτελεί «καινούργια φάση του γλωσσικού ζητήματος» και να διεξάγει έρευνα μεταξύ των συγγραφέων με το ερώτημα αν «η δημοτική πρέπει να συνθηκολογήσει με την καθαρεύουσα για να καταλήξουμε σε μια γλώσσα μιχτή». Οι μισοί περίπου από τους ερωτωμένους υποστηρίζουν τη συνθηκολόγηση και τη χρησιμοποίηση στη λογοτεχνία μιας αστικότερης γλώσσας, την οποία αποκαλούν «νεοδημοτική». «Ο γλωσσικός μας ρεαλισμός είναι, τη στιγμήν αυτή, κάποια μετρημένη επαναφορά της καθαρευούσης» γράφει το 1934 ο Τέλλος Αγρας.


Η επαναφορά της καθαρεύουσας θα είναι κάτι περισσότερο από μετρημένη στην Υψικάμινο του Εμπειρίκου (1935) και στις πρώτες ποιητικές συλλογές του Εγγονόπουλου (1938, 1939). Αν συνυπολογίσουμε και τις ανάλογες (1933 κ.εξ.), ηπιότερες όμως τάσεις άλλων πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών (Ν. Κάλας, Αλ. Μπάρας), διαπιστώνουμε ότι ένα σημαντικό μέρος της μοντερνιστικής ποίησης καλλιεργεί την υπέρβαση της δημοτικιστικής τυπολογίας. Ο Κλέων Παράσχος, που το 1931 είχε ταχθεί υπέρ της συνδιαλλαγής με την καθαρεύουσα, αποδίδει ­ το 1940 ­ την ένταση αυτής της υπέρβασης στην επιθυμία των νεωτερικών ποιητών να διαμορφώσουν «ένα όργανο πιο λεπτό από τη σημερινή δημοτική, πιο ικανό να εκφράσει τη μοντέρνα ευαισθησία».


Τελικά το γλωσσικό ζήτημα στη λογοτεχνία θα λυθεί πλήρως αργότερα, με τη γλώσσα των σημαντικότερων μεταπολεμικών πεζογραφικών έργων (κυρίως των Ν.Γ. Πεντζίκη, Κ. Ταχτσή, Γ. Ιωάννου), με την οποία ­ χάρη και στην ωρίμανση των γενικότερων γλωσσικών συνθηκών ­ η άρση των δημοτικιστικών περιορισμών τελείται απολύτως φυσικά και αβίαστα.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.