Στην προηγούμενη επιφυλλίδα, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της οικονομίας, προσπάθησα να δείξω μία ακόμη από τις μορφές του κράτους: ένα πεδίο πολέμου και συνεχών οικονομικών ανταγωνισμών. Επάνω στο πεδίο αυτό, οι αντίπαλες κοινωνικές δυνάμεις χαράζουν ένα πολύπλοκο δίκτυο διαύλων, μέσω των οποίων ανακατανέμονται συνεχώς ο πλούτος και το εθνικό εισόδημα.


Τα παραδείγματα αφθονούν, είτε στην καθημερινή μας ζωή τα αναζητήσουμε είτε στην ιστορία. Οσοι φορολογούνται καλύπτουν το κόστος για τις κρατικές παροχές (την απονομή δικαιοσύνης, π.χ., ή την τήρηση της δημόσιας τάξης). Από τις παροχές αυτές ωφελούνται εν συνεχεία οι ίδιοι, αλλά και όσοι άλλοι πληρώνουν λιγότερους αναλόγως φόρους ­ είτε επειδή είναι φτωχοί είτε επειδή αποφεύγουν τον φόρο, νομίμως ή παρανόμως. Οι φορολογούμενοι καλύπτουν επίσης το κόστος των δανείων που συνάπτει το Δημόσιο, κυρίως τους τόκους· τους οποίους ταυτοχρόνως εισπράττουν ως εισόδημα όσοι έχουν κρατικά ομόλογα. Με τους φόρους καλύπτεται επίσης το κόστος των δημοσίων προμηθειών· από τις οποίες ωφελούνται κατόπιν οι προμηθευτές του Δημοσίου. Και ούτω καθ’ εξής.


Με αυτούς και με πολλούς άλλους τρόπους, τα οικονομικώς ενεργά υποκείμενα διαμοιράζονται μεταξύ τους τα ωφελήματα και το κόστος της δημόσιας δραστηριότητας. Ετσι, οδηγούνται αναπόδραστα προς την αντιπαράθεση και τη σύγκρουση. Το καθένα προσπαθεί ­ είτε άτομο είναι είτε μια επαγγελματική ομάδα είτε μια επιχείρηση είτε μια ολόκληρη κοινωνική τάξη ­ να μεγιστοποιήσει το όφελος και να ελαχιστοποιήσει το κόστος του. Τα ωφελήματα και το κόστος της δημόσιας δραστηριότητας, τμήματα σημαντικά του εθνικού εισοδήματος, αναδιανέμονται συνεχώς. Και η αναδιανομή γίνεται αρχικά με διαπραγμάτευση, έπειτα με αντιπαράθεση και, τελικά, με συμβιβασμό ή με σύγκρουση ­ στο πεδίο του κράτους, όπου θα ρυθμισθούν νέες κατανομές και θα εδραιωθούν νέες σχέσεις μεταξύ των αντιπάλων.


Τα παραδείγματά μας μπορεί να ήταν οικονομικά, αλλά η μορφή του κράτους που μας έδειξαν δεν αφορά μόνο την οικονομία. Οι διαπραγματεύσεις, οι ανταγωνισμοί και οι πόλεμοι που διεξάγονται στο πεδίο του κράτους δεν είναι μόνο οικονομικοί· είναι και πολιτικοί και κοινωνικοί. Η διατύπωσή μας πρέπει, επομένως, να αλλάξει. Επάνω στο τεράστιο αυτό πεδίο, οι αντίπαλες δυνάμεις όχι μόνο ανακατανέμουν τον πλούτο και το εθνικό εισόδημα, αλλά αναδιανέμουν συνεχώς την πολιτική εξουσία και αναδιαρθρώνουν την κοινωνική ιεραρχία.


Στην Ευρώπη του 20ού αιώνα, π.χ., οι επιδοτήσεις των αγροτών δεν επιφέρουν μόνο την εισοδηματική τους ανακούφιση ή ενίσχυση· μεταβάλλουν και τη θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία και την τοποθέτησή τους στον πολιτικό χάρτη. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι επιδοτήσεις είναι αντικείμενο συνεχών αντιθέσεων και συγκρούσεων ­ όχι μόνο στις εθνικές οδούς της Προβηγκίας, της Τοσκάνης και της Θεσσαλίας, αλλά και στους διαδρόμους των Βρυξελλών.


Στον προηγούμενο αιώνα, παρόμοιες συνέπειες είχαν τα προνόμια που πολλά ευρωπαϊκά κράτη παρεχώρησαν στις τράπεζες ή τα κίνητρα που έδωσαν σε βιομηχανίες: ανέβασαν τους τραπεζίτες και τους μεγάλους βιομηχάνους στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας, πλάι στις παρακμάζουσες αλλά ισχυρές ακόμη αριστοκρατίες των anciens regimes.


Δυόμισι χιλιάδες χρόνια νωρίτερα, η σεισάχθεια του Σόλωνος, με τη διαγραφή των χρεών, μετέβαλε όχι μόνο την οικονομική αλλά και την κοινωνική διάρθρωση της πολιτείας. Το 1968, τον μιμείται ένας δικτατορίσκος με πηλήκιο, που φαντάζεται ότι είναι κατ’ ευθείαν απόγονός του· εισπράττει έτσι τις ειλικρινέστατες ζητωκραυγές των αγροτών· και θεμελιώνει μια πολιτική παροχών που, τριάντα χρόνια αργότερα, θα έχει ανατρέψει την οικονομική αλλά και την κοινωνική διάρθρωση της χώρας.


Αλλο παράδειγμα, με περιεχόμενο αποκλειστικά πολιτικό: ένας εκλογικός νόμος που ψηφίζει σήμερα η Βουλή, κλείνοντας έτσι μια έντονη πολιτική διαμάχη, δεν πιστοποιεί απλώς την επικράτηση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας· αν μεταξύ άλλων αυξάνει, π.χ., τον αριθμό των βουλευτών που εκλέγουν οι αγροτικές περιφέρειες δυσανάλογα με τον πληθυσμό τους, τότε ο νόμος αυτός αναδιανέμει ουσιαστικά την πολιτική εξουσία υπέρ των κοινωνικών στρωμάτων της υπαίθρου.


Παράδειγμα τελευταίο. Στο πρώτο ήμισυ του αιώνα μας, και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι συνταγματικές αναθεωρήσεις που παρέχουν ψήφο στις γυναίκες αναδιανέμουν ριζικά μεταξύ των φύλων την πολιτική εξουσία, όσην τέλος πάντων συνεπάγεται το δικαίωμα της ψήφου. Τώρα, στο τέλος του αιώνα, άλλες αναθεωρήσεις επέβαλαν ήδη σε ορισμένες χώρες την αναλογική παρουσία ανδρών και γυναικών βουλευτών στο κοινοβούλιο. Προετοιμάζουν έτσι το έδαφος για ακόμη ριζικότερες μεταβολές στους ρόλους των φύλων και στη θέση τους στην κοινωνική και στην πολιτική ιεραρχία.


Ολα τα παραδείγματα κατέληξαν σε καίριες κοινωνικές μεταβολές, σε ριζικά νέες σχέσεις. Σε αυτές απέβλεπαν οι διαπραγματεύσεις και οι συγκρούσεις που έγιναν στο πεδίο του κράτους· και κατέληξαν εκεί με νέες κρατικές ρυθμίσεις, με τις οποίες οι «νικητές» ανέτρεψαν τις προηγούμενες σχέσεις με τους κοινωνικούς τους αντιπάλους και επέβαλαν τις νέες.


Το κράτος παίρνει πάντοτε μια θέση στις συγκρούσεις και στους συμβιβασμούς μεταξύ των κοινωνικών υποκειμένων. Το κράτος με μια από τις πολλαπλές μορφές του: ως θεσμικός, γραφειοκρατικός οργανισμός που είναι επίσης ένα δρων κοινωνικό υποκείμενο. Με τη δράση του αυτή ασκεί εξουσία. Αλλά η εξουσία αυτή είναι δυνάμει μεροληπτική· όπως είναι και η θέση που παίρνει προκειμένου να ρυθμίσει (ή έστω να εγγυηθεί απλώς) τις νέες σχέσεις που προκύπτουν από τις διαμάχες, τις διαπραγματεύσεις και τους συμβιβασμούς. Επομένως, κερδισμένος βγαίνει όποιος από τους κοινωνικούς αντιπάλους μπορεί εκάστοτε να επηρεάσει το κράτος υπέρ των απόψεων και των συμφερόντων του.


Η τελευταία αυτή σκέψη φέρνει στον νου ένα καίριο ερώτημα. Τι είδους σχέση άραγε διαπλέκουν με το κράτος εκείνα τα κοινωνικά υποκείμενα που μπορούν να επηρεάζουν συστηματικά σε σημαντικά ζητήματα, ή και να του επιβάλλουν τις απόψεις τους; Μήπως έτσι συμμετέχουν, ουσιαστικώς, στην άσκηση της κρατικής εξουσίας;


Πράγματι, είτε άτομα είναι είτε ομάδες ατόμων είτε επαγγελματικές οργανώσεις είτε τάξεις ολόκληρες, τέτοια κοινωνικά υποκείμενα ξεχωρίζουν από τη μάζα των υπολοίπων. Ανέρχονται σε ένα άλλο επίπεδο, όπου ασκείται η «υψηλή» πολιτική· και σχηματίζουν ένα πλέγμα κοινωνικών υποκειμένων που, κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ασκούν την κρατική εξουσία «από κοινού» με το κράτος.


Αρχίζει έτσι να διαγράφεται μία ακόμη εικόνα του κράτους: επίκεντρο ενός «πλέγματος εξουσίας». Το κράτος ουδέποτε μονοπωλεί την εξουσία· επειδή δεν μπορεί ποτέ να την ασκήσει μόνο του, ανεξάρτητο και ανεπηρέαστο, ανεξέλεγκτο και εντελώς αυτόνομο· την ασκεί στηριγμένο στο πλέγμα εξουσίας και ως επίκεντρό του. Σε αυτό το πλέγμα, που κείται πέραν του κράτους, αλλά πάντοτε το περιλαμβάνει, συμμετέχουν και άλλα κοινωνικά υποκείμενα· όχι όλα, αλλά τα εκάστοτε ισχυρότερα: κοινωνικές συμμαχίες, τάξεις και ομάδες, επαγγελματικές συσσωματώσεις, ιδιωτικές θεσμικές οργανώσεις, μεγάλες οικονομικές μονάδες, ισχυρές φατρίες και οικογένειες, δίκτυα ατόμων, ακόμη και μεμονωμένα άτομα. Εκτός πλέγματος, όσα κοινωνικά υποκείμενα δεν κατόρθωσαν να ενταχθούν στους κόλπους του τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή: η μεγάλη μάζα των υπηκόων του πλέγματος και του κράτους. Με άλλα λόγια, όλα τα άλλα κοινωνικά υποκείμενα, θεσμοί, άτομα και συσσωματώσεις ατόμων, που είτε προετοιμάζουν και τη δική του άνοδο στην εξουσία είτε ονειρεύονται βίαιη εισβολή στον χώρο της και την κατάκτησή του.


Πώς άραγε διαμορφώνεται, λειτουργεί και μεταβάλλεται ένα πλέγμα εξουσίας; Και πώς το κράτος, με την τέταρτη μορφή του, λειτουργεί ως το επίκεντρό του; Είναι τα θέματα που θα μας απασχολήσουν σε επόμενες επιφυλλίδες.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.