Στο Λεξικό μου τής Νέας Ελληνικής χρειάστηκε να αντιμετωπίσω μία προς μία την ορθογραφία όλων των εν χρήσει λέξεων τής σύγχρονης γλώσσας μας. Ως γλωσσολόγος θεώρησα υποχρέωσή μου, για λέξεις με προβλήματα ορθογραφίας, να εισαγάγω στο Λεξικό και να κάνω ευρύτερα γνωστή την επιστημονική ορθογραφία των λέξεων τής Ελληνικής, αυτήν που ακολουθεί την επιστημονική ετυμολογία των λέξεων και που είναι η ορθογραφία («ιστορική» ή «ετυμολογική» ονομάζεται) η καθιερωμένη στη γλώσσα μας. Ετσι ακολούθησα εν πολλοίς ­ γιατί τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά ­ την ορθογραφία που υιοθετείται στο «Ετυμολογικό Λεξικό τής Κοινής Νεοελληνικής» τού αείμνηστου καθηγητή τής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο τής Θεσσαλονίκης, τού Ν. Ανδριώτη (γ’ έκδ. 1983, Θεσσαλονίκη: Εκδοση Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη). Δεν θεώρησα σκόπιμο να δεσμευτώ ούτε από τη «σχολική ορθογραφία» (αυτή που προτάθηκε στη Γραμματική Τριανταφυλλίδη πριν από 60 σχεδόν χρόνια), ούτε πολύ περισσότερο από τις (ανεπίσημες) προτάσεις μιας Επιτροπείας τής Ακαδημίας Αθηνών (έγιναν στη δεκαετία τού ’30 και κυρίως από τον Ι. Καλιτσουνάκη και τον Γ. Αναγνωστόπουλο και κατά τα έτη 1959-62 από την Εφορευτική Επιτροπή τού Ιστορικού Λεξικού) ούτε, τέλος, από τη «συνήθη» γραφή των λέξεων.


Σε κάθε περίπτωση αμφισβητούμενης ορθογραφίας μιας λέξης εξηγώ στο Λεξικό ποια είναι η ορθή γραφή τής λέξης και γιατί, σημειώνοντας παράλληλα (στην επανεκτύπωση τού έργου, Σεπτέμβριος 1998) ποια είναι η «σχολική» είτε η «συνήθης» είτε ακόμη και η «παλαιότερη» (οικεία σε ώριμα άτομα) ορθογραφία. Εξηγώ λ.χ. ότι πρέπει να γράφουμε κόκκαλο (με δύο -κ-) αφού είναι από το αρχ. κόκκαλος (κόκκος), ενώ αντιθέτως ότι πρέπει να γράφουμε σάκος (με ένα -κ-) και φάκελος (με ένα -λ-) και πλημύρα (με ένα -μ-), αφού οι λέξεις με αυτές τις απλούστερες γραφές παραδίδονται ήδη στην αρχαία. Επίσης εξηγώ ότι πρέπει να γράφουμε καινούργιος (με -γ-, αφού είναι από το καινουργής), στείβω (με -ει-, από το αρχ. στείβω «πατώ, συμπιέζω» και όχι με -υ- από το στύφω), κτήριο (από το ευκτήριον ή το οικητήριον, σε καμία περίπτωση από το κτίζω) και ξευτιλίζω (από το αρχ. εξ-ευτελίζω ευτελής) κ.ο.κ. Το να στηριχθώ στην παρετυμολογία ­ όπως ενίοτε συμβαίνει ­ για να ρυθμίσω την ετυμολογία αποτελεί φανερή αντίφαση. Αντιθέτως, το να απλοποιήσω την ορθογραφία αποτελεί θεμιτό αίτημα και χρήσιμη προσφορά, φτάνει να στηρίζεται σε κριτήρια και να γίνει μέσα από έναν «επίσημο», δηλ. θεσμικό, φορέα που να διαθέτει τις απαιτούμενες ειδικές επιστημονικές γνώσεις και ανάλογο κύρος.


Το 1999, έτος σημαδιακό που βρίσκεται στο μεταίχμιο τού πολυκύμαντου 20ού αιώνα και τού πολλά υποσχόμενου 21ου αιώνα, προσφέρεται για να ξεκινήσει μια συστηματική, οργανωμένη, επίσημη προσπάθεια για την εξασφάλιση μιας ενιαίας ορθογραφίας τής σύγχρονης Ελληνικής. Το Λεξικό μου (με τον ειδικό εξαντλητικό πίνακα που έχω καταρτίσει στο λ. Ορθογραφία, όπου περιλαμβάνονται όλες οι λέξεις με ορθογραφικά προβλήματα) δείχνει ότι πρόκειται για 300 περίπου λέξεις που χρειάζεται να αντιμετωπισθούν. Ο αριθμός αυτός των λέξεων, που μπορεί να αυξηθεί κάπως αν ληφθούν υπ’ όψιν τα σύνθετα και τα παράγωγα ορισμένων από αυτές, είναι πραγματικά μικρής σημασίας σε σχέση με τις χιλιάδες των λέξεων τής γλώσσας μας και μπορεί εύκολα να ρυθμιστεί.


Δύο πράγματα χρειάζονται: ο φορέας που θα αντιμετωπίσει το θέμα και τα κριτήρια πάνω στα οποία θα στηρίξει την οποιαδήποτε ρύθμιση. Φορέας θα μπορούσε να είναι η Ακαδημία Αθηνών (σε συνεργασία με ειδικούς εκτός Ακαδημίας) ή μια ευρύτερη διαπανεπιστημιακή Επιτροπή ειδικών, δηλ. φορείς που να διαθέτουν κύρος, γνώσεις και την έξωθεν καλή μαρτυρία, για να έχει το έργο τους επιστημονική βαρύτητα και να μπορεί να αποτελέσει γνώμονα αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων τής Πολιτείας. Ως προς τα κριτήρια ­ για τα οποία τελικώς θα αποφασίσουν τα μέλη τού φορέα που θα αναλάβει το έργο ­ θα πρέπει να συνδυάζουν την επιστήμη, την παράδοση τής γλώσσας και μια κατεύθυνση έλλογης απλοποίησης που δεν θα συγκρούεται με βασικές αρχές τού χαρακτήρα τής ορθογραφίας τής γλώσσας μας και μιας στοιχειώδους συνέπειας. Ο,τι προτείνει ένας τέτοιος φορέας θα πρέπει, εν συνεχεία, να εφαρμοστεί στη γλώσσα των σχολικών βιβλίων και των εγγράφων τής Διοικήσεως. Αυτή την ορθογραφία θα πρέπει να υιοθετήσουν εν συνεχεία και να διδάξουν τα Λεξικά τής γλώσσας μας, τα πλέον ενδεδειγμένα να πληροφορήσουν για θέματα ορθογραφίας των λέξεων (η ορθογραφία δεν είναι δουλειά τής γραμματικής, που έχει εντελώς άλλο αντικείμενο και μέθοδο).


Ηδη πριν από 30 περίπου χρόνια ένας από τους μεγαλύτερους «μάστορες» τής νεοελληνικής λεξικογραφίας, ο δάσκαλός μου ακαδημαϊκός Ιωάννης Σταματάκος, έγραφε: «Η Ακαδημία Αθηνών δεν επελήφθη μέχρι τούδε ενός των βασικωτέρων ­ τού βασικωτέρου ίσως όλων των καθηκόντων της ­ τής ρυθμίσεως δηλονότι τής ορθογραφίας τής νεοελληνικής γλώσσης, και δη τής δημώδους. Και είναι η ρύθμισις αύτη αναγκαιοτάτη, διότι […] η ορθογραφική αναρχία προχωρεί κατά γεωμετρικήν πρόοδον και οι μικροί Ελληνόπαιδες καταδικάζονται διά βίου εις εγκληματικήν αγραμματωσύνην». Πρόκειται για υπερβολή που δείχνει όμως μια πραγματική ανάγκη τής γλώσσας μας. Και δεν αφορά μόνο στους «Ελληνόπαιδες» αλλά σε όλους μας.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.