Είναι εντυπωσιακή η συχνότητα με την οποία επαναλαμβάνονται ποικίλες ρήσεις, προγνώσεις, κανονιστικές διατυπώσεις, ακόμη και απειλητικές συστάσεις εν όψει του 2000 και της επικείμενης ελεύσεώς του. Αυτή η επετειακή αντίληψη της ιστορίας και των σταθμών της δεν ξενίζει βέβαια όποιον εντρυφεί στις υποθέσεις των ανθρώπων.


Πρόκειται για πανάρχαιο φαινόμενο, κατά κανόνα συνδεδεμένο με θρησκευτικές δοξασίες, αιρέσεις και πρωτίστως με μεσσιανικές ή χιλιαστικές αντιλήψεις για την ιστορία και τη λογική της. Θα ήταν άτοπο να επιχειρήσει κανείς στο προκείμενο μιαν ανάλυση αυτής της ανάγκης «επετειοποίησης» του πραγματικού ιστορικού χρόνου, η οποία μοιάζει να αποτελεί ένα είδος ανθρωπολογικής σταθεράς.


Θα ήταν ακόμη πιο άστοχο να αποτολμήσει μια καταφρονητική αντιμετώπιση αυτών των δεισιδαιμονιών, ιδιαίτερα σε περίοδο άνθησης της αφελέστερης μελλοντολογίας, των παραθρησκευτικών ή αστρολογικών προλήψεων και επιπροσθέτως εκδοτικού οργασμού που μας κατακλύζει με αλμανάκ, με συνόψεις, με συμπεριλήψεις και με απολογισμούς.


Είναι αλήθεια ότι οι «αιώνες», δηλαδή μια αυθαίρετη, συμβατική κατασκευή για την ενθυλάκωση των γεγονότων σε ένα πλαίσιο-υποδοχέα, χρησιμοποιούνται εκτενώς και από επαγγελματίες ιστορικούς για να διευκολυνθούν οι αφηγηματικές κατατάξεις των συμβάντων. Εχουμε λοιπόν τις ιστορίες του α’ ή του β’ αιώνα, λες και οι δομικές αλλαγές των κοινωνικοπολιτικών σχηματισμών, οι περιπέτειες του ιστορικού γίγνεσθαι αποτελούν μια μορφή γενεθλίων ή κατατέμνονται σε αργυρές και χρυσές περιόδους, όπως οι μακροχρόνιες συμβιώσεις εγγάμων ζευγαριών. Επόμενο είναι, συνεπώς, ορισμένοι να προσδοκούν ότι η αλλαγή της εκατονταετίας ­ πολύ περισσότερο μάλιστα της χιλιετίας ­ θα τους προσπορίσει δώρα, όπως ακριβώς και οι συγγενείς τους κατά την ονομαστική εορτή ή τα γενέθλιά τους. Αλλοι πάλι διακατέχονται από την υποψία πως κάποιος οικουμενικός Σατανάς με μανιακή προσήλωση στην ακρίβεια των ημερομηνιών ή και ο Υψιστος ο ίδιος, με τη γνωστή ακαμψία του σε ημερολογιακά ζητήματα, θα αδράξει την ευκαιρία για να παρέμβει, καταστροφικά ή ευεργετικά, στην ανθρώπινη μοίρα, ευθύς μόλις αντηχήσει η καμπάνα της χιλιετίας.


Στην Ελλάδα σε τούτη την κατηγορία ευελπιστούντων ή προειδοποιούντων συγκαταλέγονται κυρίως οι υπουργοί, μολονότι έχουν αναφερθεί και αρκετά άλλα αξιοσημείωτα πρόσωπα. Αυτοί οι λειτουργοί παρουσιάζουν μιαν ασυγκράτητη ροπή προς τον προσδιορισμό οροσήμων, η βαρύτητα των οποίων αυξάνεται τρομακτικά αν καταλήγουν σε πολλά μηδενικά ­ π.χ. 2000.


Υπάρχει, αναντίρρητα, μια λογική ατέλεια στην εξήγηση της ιστοριογραφικής ή θεολογικής μαντείας, που υποστηρίζει πως όσα κοσμοϊστορικά θα λάβουν αναποδράστως χώρα το 2000 είναι απίθανο να συμβούν απροσδοκήτως το 1999 ή το 2001.


Τούτη η δυσχέρεια δεν πρέπει ωστόσο να αποθαρρύνει τους οπαδούς της επετειακής νομοτέλειας, αφού εξασφαλίζει τα πλεονεκτήματα και όλων των υπολοίπων φιλοσοφιών της ιστορίας, βασικό γνώρισμα των οποίων συνιστά η υπερβατική πραγμάτευση των εμπειρικών δεδομένων. Αλλωστε, ευλογία για τον εκσυγχρονιζόμενο άνθρωπο αποτελεί η πεποίθηση ότι ουδέποτε άλλοτε υπήρξαν περιστάσεις παρόμοιες με όσες ο ίδιος συναντά, προοδεύοντας ανελλιπώς. Νουνεχέστατη είναι επίσης η εικασία ότι το μέλλον, ειδικώς όταν συμπυκνώνεται σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, θα επιφέρει καθοριστικές μεταβολές, προς το καλύτερο.


Από την άποψη αυτή η ανθρώπινη πορεία συμμερίζεται τις πασίγνωστες ιδιότητες του διεθνούς δικαίου και των «ατομικών δικαιωμάτων». Η ισχύς του πεπρωμένου αρχίζει πάντα την επαύριο. Του 2000, εξάλλου, έπεται το 3000, αλήθεια η οποία, με την αδιαμφισβήτητη εγκυρότητά της, δηλοί πως η ελπίδα δεν έχει λόγο να υποκύψει.


Η υποδιαίρεση του ιστορικού χρόνου, με μονάδα τα έτη και τους αιώνες, αντιστοιχεί στην υπαγωγή του βιωματικού χρόνου στη δικαιοδοσία του ωρολογίου, με τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά και τις ώρες.


Το μόνο μειονέκτημα αυτής της αναλογίας προκύπτει από τη, δευτερευούσης σπουδαιότητος, δυσκολία ταυτίσεως συλλογικού και ατομικού. Αν, φέρ’ ειπείν, διαθέτει κανείς ένα καλό ρολόι χειρός κατορθώνει να είναι συνεπής στα ραντεβού του, να μη στήνει τους συνδαιτυμόνες του και να προλαβαίνει την ερωμένη του προτού αυτή την κοπανήσει. Φυσικά, η πεποίθηση πως η Ιστορία προσφεύγει εξίσου συστηματικά στα χρονόμετρα, για να ιεραρχήσει και οργανώσει τις πράξεις της, χρήζει περαιτέρω πραγματολογικής τεκμηριώσεως. Φρονώ, πάντως, ότι οι χορηγοί προφητειών περί του «2000» θα μεριμνήσουν εγκαίρως ώστε να αρθούν και οι έσχατες επιφυλάξεις των σκεπτικιστών.


Φευ, ώσπου να επιβεβαιωθεί πλήρως η συνάφεια της Ιστορίας με τους Αιώνες και τα Ημερολόγια, από τα εκκλησιαστικά ως και τα σκανδαλιστικά τοιαύτα, τα προσδίδοντα στα έτη και στους μήνες την υφή ευειδεστάτης playmate, δεν θα αποστομωθούν δεόντως όσοι ισχυρίζονται πως το 2000 στερείται σημαδιακών και προπαντός μεταφυσικών διαφορών από το 1412 ή το 3003. Ορισμένοι, μάλιστα, θα εξακολουθήσουν να διατείνονται ότι το 1999 διακρίνεται από άλλες χρονιές χάριν της εξής ειδοποιού διαφοράς: προηγείται, οπωσδήποτε, του 2000, εν τούτοις έπεται, γεγονός ίσως αξιοπρόσεκτο, του 1998.


Ο κ. Αιμίλιος Μεταξόπουλος είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.