Πομπός και δέκτης της βαρύγδουπα καλούμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης (αντί του ορθότερου βελτίωσης των προϋποθέσεων εισαγωγής στα ΑΕΙ) παίζουν εδώ και μήνες ένα άτυπο μελόδραμα, εγκλωβισμένοι στους ρόλους του καλού και του κακού μέσα από συγκρούσεις που κατά τους κανόνες του είδους θα όφειλαν να οδηγήσουν την πλοκή σε κάποιο τέλος. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται να έρχεται για την ώρα, επειδή οι συμμετέχοντες επικοινωνούν με όρους ενός άλλου είδους, του θεάτρου του παραλόγου, όπου ως γνωστόν η πλοκή θα μπορούσε να συνεχίζεται αενάως.


Στον ρόλο του αρχικακού ο ΥΠΕΠΘ Αρσένης προσπαθεί, χωρίς ίχνος κοινωνικής υποστήριξης, να καταργήσει ένα σύστημα το οποίο η κοινωνία στο σύνολό της αποστρέφεται. Με παράλυση του εκπαιδευτικού οργανισμού της χώρας αντιμετωπίζεται η πρόθεσή του να βελτιώσει έναν τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ πανθομολογούμενα και αποδεδειγμένα ατελέσφορο που μόνο του προσόν είχε το αδιάβλητο της εφαρμογής: δεν ήταν δίκαιος, απλώς ήταν ο προσφορότερος να προκύπτει εύκολα αδιάβλητη η κρίση των εξεταστών. Κριτήριο η απομνημονευτική ικανότητα του μαθητή, επιτυχόντες οι καλύτεροι απομνημονευτές με συντριπτική πλειονότητα στις γραμμές τους εκείνων που απομνημόνευαν για δεύτερη χρονιά. Ασφαλώς οι δεξιότητες του μαθητή κακώς είχαν συρρικνωθεί στη μία και μόνη που μπορούσε άκοπα να ελεγχθεί με ενιαίο κριτήριο, την απομνημόνευση. Και ασφαλέστατα οι υπόλοιπες δεξιότητες υπέστησαν έναν εξουθενωτικό ακρωτηριασμό, αφού έγκυρη ήταν μόνο μία. Με όλα τα συνακόλουθα που έκαναν την προσπάθεια των νέων ένα τραυματικό πολυετές βίωμα για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, ακόμη και όταν τελεσφορούσε η προσπάθειά τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σχήμα που προτάθηκε, με όλες του τις αδυναμίες, συνιστά μια ουσιαστική βελτίωση του απερχόμενου. Ούτε κανείς αρνείται ότι μπορούν να γίνουν βελτιωτικές ρυθμίσεις που θα τις υπαγορεύσει η ίδια η εφαρμογή του συστήματος στην πράξη. Ωστόσο ο κ. Αρσένης, παρ’ όλη την επαινετή του προσπάθεια, παραμένει εγκλωβισμένος στον αρνητικό του ρόλο σ’ αυτή την ιστορία και νομίζω πως και αν ακόμη πρότεινε ένα νόμο δέκα φορές καλύτερο, πάλι τον ίδιο ρόλο θα είχε στην αντιπαράθεση. Ο λόγος είναι ότι δεν φταίει το περιεχόμενο των ρυθμίσεων, αλλά ο από καταβολής ελληνικού κράτους συγκεντρωτισμός στον χώρο της εκπαίδευσης, χώρος που από τη φύση του πρέπει να λειτουργεί αποκεντρωτικά για να πετύχει τον σκοπό του. Ο συγκεντρωτισμός αυτός έχει εγκαταστήσει μια θεσμική πλέον αλαζονεία, άσχετη με την προσωπικότητα του εκάστοτε υπουργού αλλά σύμφυτη με το υπουργικό αξίωμα, που παίρνει αποφάσεις και απαιτεί την εκτέλεσή τους ερήμην των εκτελεστικών οργάνων.


Ποιος είναι ο φυσικός ανάδοχος κάθε εκπαιδευτικής διαδικασίας και ταυτοχρόνως ο ενήλικος με τον οποίο έρχεται σε καθημερινή επαφή στο πλαίσιό της ο μαθητής; ποιος εξηγεί, τεκμηριώνει, μπορεί να δείξει με σαφήνεια τα περιγράμματα του σχήματος, γνωρίζει τα στάδια της διαδικασίας, διαθέτει τα μέσα (και κατέχει τον χειρισμό τους) με τα οποία το σχέδιο στα χαρτιά θα μετατραπεί σε τρισδιάστατο οικοδόμημα ώστε να υπηρετηθεί η υπόθεση της εκπαίδευσης; Φυσικά ο δάσκαλος. Πριν αισθανθεί αδικημένος από την υποδοχή της, κάθε πολιτικός αρχιτέκτονας μιας βελτιωτικής επέμβασης πρέπει να αναρωτηθεί αν φρόντισε με επιμέλεια ανάλογη της προετοιμασίας του σχεδίου να κάνει «συνενόχους» του τους ανθρώπους-κλειδιά για την επιτυχία του, δηλαδή τους δασκάλους. Μίλησα με πολλούς και άκουσα τα ίδια από ανθρώπους που μίλησαν με πολύ περισσότερους: δυο-τρεις πρόχειρα προετοιμασμένες ενημερωτικές συναντήσεις, στις οποίες οι υποτιθέμενοι επαΐοντες του νέου συστήματος αδυνατούσαν να απαντήσουν στο 80% των ερωτήσεων που τους υπέβαλαν οι με αυτόν τον τρόπο «ενημερωνόμενοι» καθηγητές του λυκείου (και μόνον ­ οι του γυμνασίου, πέραν κάθε λογικής, αποκλείστηκαν, σαν να υπάρχουν στεγανά μεταξύ των δύο βαθμίδων της μέσης εκπαίδευσης). Η πρώτη φυσικά αντίδραση γονέων και μαθητών απέναντι στη νέα κατάσταση ήταν ο πανικός ­ στην Ελλάδα ζούμε όπου οι εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο έχουν πάρει διαστάσεις Δευτέρας Παρουσίας. Φαντασθείτε λοιπόν έναν πανικόβλητο μαθητογονεϊκό πληθυσμό ο οποίος δεν μπορεί να βρει απάντηση στα ερωτήματα, ούτε να καθησυχάσει τους μύριους λογικούς και παράλογους φόβους του από τον καθηγητή του παιδιού του, δηλαδή τον φυσικό φορέα της ενημέρωσης για τον καινούργιο τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ και της εγγύησης ότι με αυτόν δεν επίκειται η έκρηξη του Κρακατόα. Αντανακλαστικά πέρασαν στη δεύτερη αντίδραση ­ έσπευσαν στο Πρώτων Βοηθειών, το φροντιστήριο. Εκεί δεν είχαν φυσικά συμβεί ούτε καν οι πρόχειρες «ενημερώσεις» που άφησαν ανενημέρωτους τους καθηγητές του λυκείου. Οι φροντιστές έχουν μάθει να αντεπεξέρχονται πάντοτε προς όφελος της τσέπης τους, όπως κάθε βιοποριζόμενος νοικοκύρης: αυτοενημερώθηκαν ­ διάβασαν τον νόμο και ό,τι συνοδευτικό υπήρχε, κάθησαν κάτω και κατάστρωσαν τις ανάγκες, τα στάδια, πόσα μαθήματα παραπάνω θα έβαζαν κ.ο.κ. και όταν το πανικόβλητο πλήθος εισόρμησε στις πύλες των καταστημάτων τους ήταν πανέτοιμοι, καθησυχαστικοί και είχαν απαντήσεις για όλα ­ βεβαίως με το αζημίωτο, όπως κάθε σωστός επαγγελματίας. Οι ίδιοι γνωρίζουν ότι κάποιες από τις απαντήσεις τους είναι αυθαίρετες, προϊόντα της ατομικής τους κρίσης και πιθανώς εσφαλμένες, αλλά επίσης γνωρίζουν ότι θα έχουν τον χρόνο να επανορθώσουν ­ το βασικό ήταν να υπάρχει κάποιος που να μπορεί να απορροφήσει την αγωνία γονιών και μαθητών. Για να το πω ωμά: είδαν μια ευκαιρία να διευρύνουν την αγορά και την αξιοποίησαν.


Τι θα μπορούσε να έχει γίνει ώστε να αποφευχθεί ο πανικός και οι επιπτώσεις του στα στενεμένα οικονομικά των πολλών (που πυροδοτούν εξίσου με την έλλειψη ενημέρωσης τις αντιδράσεις); Θα μπορούσε να έχει ζητηθεί ένα μικρό τμήμα των οκτώ εβδομάδων της θερινής διακοπής των καθηγητών (με γενναία αντιμισθία) και να οργανωθούν σεμινάρια πραγματικής ενημέρωσης πάνω σε όλες τις ιδιαιτερότητες και τις φάσεις της λεγόμενης μεταρρύθμισης, έτσι ώστε όλοι να γνωρίσουν τα πάντα για το θέμα. Από τη διαδικασία αυτή θα προέκυπταν σίγουρα βελτιώσεις του συστήματος, αφού οι ενημερωνόμενοι έχουν το μεγαλύτερο απόθεμα εκπαιδευτικής εμπειρίας που διαθέτει η χώρα. Με τις βελτιώσεις κατοχυρωμένες ως οργανικά μέρη της νέας πραγματικότητας, στον καταρτισμό της οποίας θα είχαν και οι ίδιοι συμβάλει, οι καθηγητές θα ήταν σε θέση όχι μόνο να εξηγήσουν και να καθησυχάσουν, αλλά προπάντων να υπερασπισθούν τον Σεπτέμβρη τη νέα κατάσταση. Μεταξύ των άλλων να υπογραμμίσουν και κάτι που διαφαίνεται, ότι ίσα ίσα τώρα τα φροντιστήρια θα τους χρειάζονται όλο και λιγότερο, ώσπου δεν θα χρειάζονται καθόλου. Τούτο βεβαίως με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει εξίσωση προσφοράς-ζήτησης, δηλαδή θα υπάρχουν τόσες θέσεις όσοι και υποψήφιοι, κάτι που έχει εξαγγελθεί αλλά κανείς δεν δίνει σημασία ούτε στα θετικά ούτε στα αρνητικά του παρεπόμενα. Μια το ίδιο σημαντική παράλειψη είναι ότι ενώ επιχειρείται σημαντική αλλαγή του κριτηρίου επιλογής των μαθητών και, επιτέλους, μπαίνουν στη ζυγαριά και οι άλλες δεξιότητες πλην της απομνημόνευσης, δεν υπάρχουν ακόμη τα «βιβλία του δασκάλου», οι διδακτικοί δηλαδή οδηγοί που θα βοηθάνε τον δάσκαλο να επεξεργαστεί ένα μάθημα με τρόπο που θα ασκεί και θα αναδεικνύει το περίφημο κριτικό και ερευνητικό πνεύμα του οποίου τόσο έλλειμμα διαπιστώνεται. Με τέτοια εργαλεία, όλοι οι δάσκαλοι, «προικισμένοι» και μη, θα μπορούν να διεκπεραιώνουν τη διδακτική διαδικασία αποτελεσματικά και σίγουρα πάνω από το σημερινό μέσο επίπεδο.


Τα τρία αυτά στοιχεία, προσωπική συμβολή στη διαμόρφωση, ενημέρωση και βοήθεια, θα έδιναν στους δασκάλους το αίσθημα ότι το κράτος υπολογίζει τους στυλοβάτες του εκπαιδευτικού έργου στην Ελλάδα. Οι αλλαγές, είτε βελτιώσεις τις ονομάζουμε είτε μεταρρυθμίσεις, γίνονται υπέρ των μαθητών αλλά χωρίς τους δασκάλους δεν γίνονται. Εκείνοι πρέπει να ανασκουμπωθούν κάθε φορά που επιβάλλονται ρυθμίσεις ώστε να προσαρμόζεται η διδασκαλία στα νέα δεδομένα, σ’ εκείνους λοιπόν χρειάζεται να αποδείξει ότι το να διευκολύνει το έργο τους και να το κάνει ουσιαστικό είναι πιο επείγον από οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.