Οι εξηγήσεις που δόθηκαν στον Τύπο και αλλού για τη βάρβαρη και απαράδεκτη αεροπορική επίθεση Βρετανών και Αμερικανών εναντίον του Ιράκ συσκοτίζουν παρά φωτίζουν τα πραγματικά αίτια αυτής της άκρως παράλογης επιχείρησης ­ και αυτό ισχύει και για τις φιλικές προς τους Αμερικανούς εξηγήσεις και για αυτές που τους κατακρίνουν.


Ξεκινώ από τις πρώτες: η ιδέα ότι οι βομβαρδισμοί ήταν αναγκαίοι για την εξουδετέρωση των όπλων μαζικής καταστροφής (χημικά, βιολογικά, ατομικά) που ο Σαντάμ κατασκευάζει και ότι αυτά τα όπλα διακυβεύουν την παγκόσμια ειρήνη δεν είναι πειστική. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι υπάρχουν πολλές τριτοκοσμικές χώρες εκτός από το Ιράκ που κατασκευάζουν τέτοια όπλα και που, λόγω του μεγέθους τους, αποτελούν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο για την παγκόσμια ειρήνη από το Ιράκ. Οσο για τη συμπληρωματική εξήγηση ότι η επέμβαση ήταν αναγκαία για να προστατευθούν χώρες όπως το Κουβέιτ και η Σαουδική Αραβία από τον ιρακινό επεκτατισμό, αυτό το επιχείρημα αγνοεί το ότι υπάρχουν πολύ πιο αποτελεσματικοί και λιγότερο βάρβαροι τρόποι ελέγχου των επεκτατικών προθέσεων του Σαντάμ. Αν οι ΗΠΑ κατόρθωσαν στην περίπτωση της Ταϊβάν (δίνοντάς της τις κατάλληλες εγγυήσεις) να αποτρέψουν την ενσωμάτωσή της στην Κίνα, με πολύ μεγαλύτερη ευκολία θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο για το Κουβέιτ, για τη Σαουδική Αραβία και για οποιοδήποτε άλλο εμιράτο του Περσικού Κόλπου. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη δημιουργία ενός συστήματος συμμαχιών και με την προσφορά προς τις απειλούμενες χώρες εγγυήσεων που όχι μόνο δικτατορίσκοι τρίτης κατηγορίας όπως ο Σαντάμ αλλά και πολύ πιο σοβαροί παίκτες της διεθνούς γεωπολιτικής σκακιέρας δεν θα τολμούσαν να αψηφήσουν.


Περνώ τώρα στις εξηγήσεις που οι επικριτές του Κλίντον αναπτύσσουν. Αυτές κυμαίνονται από τον παράγοντα «Μόνικα» στο ένα άκρο ως τις μακροεξηγήσεις οικονομιστικού ή γεωπολιτικού χαρακτήρα στο άλλο άκρο (διακυμάνσεις στην τιμή πετρελαίου, προώθηση των συμφερόντων των αμερικανικών επιχειρήσεων πετρελαίου, διασφάλιση της αμερικανικής ηγεμονίας στον Κόλπο κτλ.).


Οι πρώτες εξηγήσεις, παρ’ όλο που είναι εξαιρετικά διαδεδομένες, αγγίζουν το όριο του παραλόγου, όταν ανάγουν την όλη υπόθεση στον «λεκέ του φουστανιού της Μόνικας» και σε άλλα τέτοιου είδους ζητήματα. Ο Κλίντον είχε μεγάλες πιθανότητες (αν όχι την απόλυτη σιγουριά) ότι θα υπερίσχυε των ρεπουμπλικανών επικριτών του όταν η υπόθεση του σκανδάλου θα έφθανε στη Γερουσία, και αυτό γιατί και έχει την κοινή γνώμη μαζί του και στη Γερουσία οι Ρεπουμπλικανοί δεν έχουν την απαιτούμενη πλειοψηφία.


Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η απόφαση των βομβαρδισμών όχι μόνο δεν λύνει το προσωπικό πρόβλημα του Κλίντον αλλά αντίθετα δημιουργεί επιπρόσθετους κινδύνους. Γιατί μια τυχόν μερική αποτυχία της επιχείρησης «Αλεπού της ερήμου» (π.χ. θάνατοι αμερικανών πιλότων, σοβαρές αντιδράσεις μεγάλων δυνάμεων κτλ.) θα ενίσχυε σημαντικά τη θέση των ρεπουμπλικανών αντιπάλων του· αντιπάλων των οποίων ο υστερικός πουριτανισμός και ο κυνικός καιροσκοπισμός καταδικάστηκαν από τη συντριπτική πλειοψηφία του αμερικανικού λαού.


Με άλλα λόγια, αν ο αμερικανός πρόεδρος ενδιαφερόταν κυρίως για την επίλυση του προσωπικού του προβλήματος, θα είχε κάθε συμφέρον να αναβάλει τους βομβαρδισμούς μέχρις ότου λυθεί το θέμα της αποπομπής του. Πέρα απ’ αυτό, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας υπήρξε ομόφωνη απόφαση για την ημερομηνία της έναρξης των βομβαρδισμών παρ’ όλο που συμμετείχαν σε αυτό το Σώμα και Ρεπουμπλικανοί. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η παρακάτω δήλωση του βρετανού πρωθυπουργού φαίνεται απόλυτα ειλικρινής:


«Ζητήθηκε από τον Ρ. Μπάτλερ, τον πρόεδρο της UNSCOM, να τοποθετήσει αμέσως τους επιθεωρητές και να αναφέρει στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Απάντησε ότι θα το έκανε σε έναν μήνα. Εναν μήνα αργότερα, την προηγούμενη Δευτέρα, το έκανε. Η συστηματική παρεμπόδιση που ανέφερε ότι συνάντησε σήμαινε ότι η άμεση στρατιωτική δράση ήταν αναπόφευκτη. Αυτός είναι και ο λόγος που απορρίπτω κατηγορηματικά τον υπαινιγμό ότι πολιτικές εξελίξεις στην Ουάσιγκτον επηρέασαν με οποιονδήποτε τρόπο την επιλογή της χρονικής στιγμής» («Καθημερινή», 19.12.1998, σελ. 9).


Με άλλα λόγια, το χρονικό διάστημα (πέντε ημέρες) μεταξύ της υποβολής της έκθεσης Μπάτλερ και της αρχής του Ραμαζανιού ήταν, από καθαρά στρατηγική/στρατιωτική άποψη, ο καταλληλότερος χρόνος για την επίθεση. Και όπως δήλωσε ο Τ. Μπλερ σε μια πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη (BBC World News, 19.12.1998) «ακόμη και αν ο πρόεδρος Κλίντον δεν συμφωνούσε, θα επέμενα εγώ στην επιλογή αυτής της χρονικής περιόδου για τους βομβαρδισμούς».


Οσον αφορά τώρα τις μακροοικονομικές και γεωπολιτικές εξηγήσεις, μερικές από αυτές έχουν βέβαια μια δόση αληθείας αλλά παραμένουν ανεπαρκείς/ασαφείς όσο μένουν σε αυτό το πολύ γενικό και αφηρημένο επίπεδο· όσο δηλαδή δεν συνδέονται με μια θεωρία «μέσης εμβελείας» ικανή να μας εξηγήσει την ειδική μορφή που η υπεράσπιση των οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων των ΗΠΑ πήρε στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.


Για μια τέτοια εξήγηση θα πρέπει να πάμε πίσω, στον «Πόλεμο του Κόλπου» τον Φεβρουάριο του 1991. Τότε οι Αμερικανοί διέπραξαν το βασικό (από τη δική τους προοπτική) στρατηγικό λάθος να σταματήσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις προτού φθάσουν στη Βαγδάτη και καθαιρέσουν τον Σαντάμ Χουσεΐν. Μετά από αυτή την καθοριστικής σημασίας λάθος κίνηση, μπήκαν σε ένα στρατηγικό παιχνίδι που ήταν αδύνατον να κερδίσουν. Η βασική ιδέα των Αμερικανών ότι μετά τον τερματισμό του πολέμου θα ήταν δυνατόν να ελέγξουν τον ιρακινό δικτάτορα (σε ό,τι αφορά την κατασκευή οπλικών συστημάτων και γενικότερα) «εξ αποστάσεως» ήταν και παραμένει άκρως ουτοπική. Και αυτό γιατί ούτε οι οικονομικές κυρώσεις ούτε οι απειλές βομβαρδισμού δεν είναι αποτελεσματικές σε ένα πλαίσιο όπου κάθε εξωτερική πίεση, κάθε απόπειρα εγκατάστασης ξένου ελέγχου δίνει στον Σαντάμ το πιο πολύτιμο δώρο: τη μαζική λαϊκή υποστήριξή του και στο Ιράκ και σε όλο τον αραβικό κόσμο. Τέτοιου είδους υποστήριξη σίγουρα δεν θα είχε αν οι Αμερικανοί αποφάσιζαν, μετά το αρχικό τους λάθος, να μην μπουν στο παιχνίδι τού εξ αποστάσεως ελέγχου ­ ένα παιχνίδι στο οποίο ο Σαντάμ δεν μπορεί παρά να έχει το πάνω χέρι.


Ο Κλίντον, που κληρονόμησε από τον πρόεδρο Μπους αυτό το πρόβλημα, αντί να αλλάξει ριζικά τους όρους του παιχνιδιού εξακολούθησε στα χνάρια του προκατόχου του. Αυτό εξασφάλισε στον ιρακινό δικτάτορα μια μόνιμη λαϊκή κινητοποίηση και υποστήριξη που, υπό ομαλές συνθήκες, δεν θα μπορούσε ούτε καν να ονειρευθεί. Ετσι ο Σαντάμ ακολούθησε τη σωστή για αυτόν στρατηγική παίζοντας με τους ξένους ελεγκτές το παιχνίδι «της γάτας με το ποντίκι». Αυτή η στρατηγική και διατηρούσε τον ιρακινό πληθυσμό σε συνεχή εθνικιστική έξαρση και νομιμοποιούσε/εδραίωνε τη θέση του ως του μόνου άραβα ηγέτη που τολμούσε να τα βάλει με τον αμερικανό Γολιάθ.


Το παιχνίδι αυτό «της γάτας και του ποντικού» οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην απόφαση για μαζικό βομβαρδισμό, που ανέδειξε τον Σαντάμ Χουσεΐν νικητή του παιχνιδιού, ως τον ιρακινό Δαβίδ που με την πονηριά του κέρδισε τον αμερικανό Γολιάθ. Αυτό είναι προφανές αν σκεφθούμε ότι ο ιρακινός δικτάτορας κατόρθωσε να γίνει ήρωας με αντίτιμο την καταστροφή μερικών εγκαταστάσεων (αμφιβόλου στρατηγικής σημασίας) και τον θάνατο αθώων Ιρακινών (οι ζωές των οποίων πολύ λίγο μετράνε στους υπολογισμούς του).


Τέλος, όσο για τη χρονική στιγμή της επίθεσης, αυτή εξηγείται εύκολα από το ότι ο Γολιάθ του παιχνιδιού είναι αδύνατον να ανέχεται επ’ άπειρον τις προκλήσεις και τα ατέλειωτα πισωγυρίσματα του Δαβίδ χωρίς να χάσει το κύρος του. Ετσι, μετά από τρεις διαδοχικές προειδοποιήσεις τις οποίες ο Σαντάμ μερικώς αγνόησε, ήταν σχεδόν αδύνατον ­ ακολουθώντας τη λογική του παιχνιδιού ­ να μην αντιδράσει ο αμερικανός πρόεδρος αμέσως στην έκθεση Μπάτλερ.


Οπως πολύ σωστά και ειλικρινά δήλωσε ο Κλίντον, μετά την έκθεση Μπάτλερ κάθε περαιτέρω κωλυσιεργία, κάθε δισταγμός θα ερμηνευόταν όχι μόνο από τον Σαντάμ αλλά και από τον αμερικανικό λαό και τους συμμάχους των ΗΠΑ ως ένδειξη αδυναμίας και αναποφασιστικότητας, ως ένδειξη της ηγετικής ανικανότητας του πλανητάρχη, ως παραδοχή ότι οι αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις δεν είχαν τελικά κανένα αντίκρισμα.


Συμπέρασμα:


Αν η παραπάνω ανάλυση είναι σωστή, τότε πρέπει να παραδεχθούμε ότι λόγοι ηγεμονικού γοήτρου, σε ένα παιχνίδι όπου από τη φύση του ο Δαβίδ παρά ο Γολιάθ έχει τα ατού, εξηγούν την τελείως μυωπική, αδιέξοδη επιχείρηση «Αλεπού της ερήμου» (στην προκειμένη περίπτωση βεβαίως η «αλεπού» δεν είναι το δίδυμο Κλίντον – Μπλερ αλλά ο Σαντάμ).


Θα μπορούσε ο αμερικανός Γολιάθ να αποφύγει την παγίδα που του έστησε ο ιρακινός δικτάτορας; Σίγουρα μπορούσε, αν εξαρχής ο Κλίντον αποφάσιζε να απορρίψει τους όρους του παιχνιδιού που καθόρισε ο προκάτοχός του. Σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να εμπλέξει τον Σαντάμ σε ένα ποιοτικά διαφορετικό παιχνίδι που θα αποσυνέδεε την τιμωρία του δικτάτορα από την τιμωρία του ιρακινού λαού. Μια τέτοια, πολύ πιο έξυπνη στρατηγική θα συνεπήγετο την άρση των οικονομικών κυρώσεων, τη μαζική βοήθεια στην ιρακινή αντιπολίτευση, την παροχή εγγυήσεων της εδαφικής ακεραιότητας χωρών που τα εδάφη τους εποφθαλμιά ο Σαντάμ κτλ.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.