Η εντυπωσιακή ανάπτυξη της προϊστορικής έρευνας στην Ελλάδα κατά τα τελευταία χρόνια και η αποκάλυψη νέων προϊστορικών εγκαταστάσεων προσφέρουν έδαφος για τη μελέτη του προϊστορικού ανθρώπου και τις δραστηριότητές του και έχουν δώσει νέες διαστάσεις στην αρχαιολογία. Ευρήματα που παλαιότερα ακόμη και οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι παραμέριζαν τώρα πια μελετώνται και εκτιμώνται κάτω από ένα νέο φως. Και όπως ήταν φυσικό αυτή η στροφή του επιστημονικού ενδιαφέροντος σε συνδυασμό με την πληθώρα των προϊστορικών ευρημάτων αρχίζει να κεντρίζει το ενδιαφέρον και της κοινής γνώμης για την περίοδο της προϊστορίας, η οποία παλαιότερα εθεωρείτο χωρίς ενδιαφέρον καθώς δεν περιείχε τα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού, έτσι τουλάχιστον όπως τον είχαν επιβάλει με πάγιες διατυπώσεις η κλασική αρχαιολογία και ο παλιός ελληνοκεντρισμός.


Η διείσδυση αυτή στην προϊστορία ήταν επόμενο να δημιουργήσει την ανάγκη της διεπιστημονικής έρευνας στην αρχαιολογία, που με τη ζύμωση του χρόνου έχει ενστερνισθεί μια μεγάλη μερίδα αρχαιολόγων. Υπάρχουν όμως και άλλοι αρχαιολόγοι, οι οποίοι πιστεύουν ότι δεν αρκεί η συνεργασία των διαφόρων επιστημών, αλλά χρειάζεται μια πιο δραστική θεωρητική προσέγγιση στην αρχαιολογική έρευνα και στην άσκηση της αρχαιολογικής επιστήμης. Παρουσιάζουν δηλαδή μια «άλλη άποψη» στο τι είναι το ζητούμενο αυτής της επιστήμης και τι σημαίνει τελικά αρχαιολογία, και υποστηρίζουν ότι ο μεγάλος παραμελημένος σε όλη αυτή την υπόθεση εξακολουθεί να παραμένει ο άνθρωπος.


Σε ένα αρχαιολογικό συμπόσιο αφιερωμένο στη μνήμη ενός μεγάλου μελετητή της προϊστορίας και του νεολιθικού πολιτισμού, του Δ.Ρ. Θεοχάρη, που έγινε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Καστοριά, ακούστηκαν διάφορες γνώμες πάνω σ’ αυτή την άλλη άποψη. Το θέμα του συμποσίου άλλωστε αφορούσε τους Θεωρητικούς και μεθοδολογικούς προβληματισμούς στην προϊστορική έρευνα στην Ελλάδα. Για τη θεωρητική αυτή προβληματική, για τη «νέα αρχαιολογία» όπως ονομάζεται, μίλησε στο «Βήμα» ένας διακεκριμένος αρχαιολόγος, ανασκαφέας και δάσκαλος, ο καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και πρόεδρος του συμποσίου κ. Γιώργος Χουρμουζιάδης, και ανέπτυξε την άλλη άποψη για μια πιο ανθρωποκεντρική αρχαιολογία. Βέβαια η «νέα αρχαιολογία» δεν είναι καινούργια υπόθεση και παρά το ότι ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα οι αρχές της έχουν υιοθετηθεί σε πολλές χώρες ­ Αμερική, Αγγλία, Ιταλία μεταξύ άλλων ­ εξακολουθεί να παραμένει ένα θέμα επίμαχο και μια υπόθεση που προβληματίζει τουλάχιστον μια μερίδα επιστημόνων.


Ο καθημερινός δρων άνθρωπος


«Η άλλη άποψη στον επιστημολογικό χώρο, αυτό δηλαδή που λέμε «νέα αρχαιολογία», πρέπει να είναι μια ανθρωπολογικού χαρακτήρα επιστήμη, μια επιστήμη δηλαδή που προσπαθεί να συσχετίζει το αντικείμενο της μελέτης με τον δρώντα άνθρωπο, ο οποίος έχει συγκεκριμένες διαστάσεις κοινωνικού, ιστορικού και παραγωγικού χαρακτήρα. Ετσι λοιπόν τα υλικά κατάλοιπα του ανθρώπου που ερευνούμε, η παραγωγή του ανθρώπου, δεν πρέπει να εξετάζονται με βάση τα αισθητικά κριτήρια της κάθε εποχής ούτε να αντιμετωπίζονται κυρίως σαν έργα τέχνης, μέσα από την ιστορία της τέχνης. Πρέπει να μελετώνται σαν υλικό που παράγεται από τις ανάγκες και μέσα από την καθημερινή δραστηριότητα του ανθρώπου».


«Στην παραδοσιακή αρχαιολογία είναι τρία τα βασικά ερωτήματα που τίθενται: η τυπολογία, η χρονολόγηση και η αισθητική ανάλυση του αντικειμένου. Πιστεύω πως προέχει η αναζήτηση της ανάγκης που ώθησε τον άνθρωπο στη δημιουργία του αντικειμένου που φθάνει στα χέρια μας ως εύρημα και η μελέτη του ίδιου του ανθρώπου ο οποίος σε τελευταία ανάλυση είναι και ο δημιουργός του αντικειμένου που εξετάζουμε. Με αυτή την έννοια η αρχαιολογία μετατρέπεται επιστημολογικά, ή ακολουθεί μια κατεύθυνση προς την ανθρωπολογική επιστήμη, προς μια επιστήμη, επαναλαμβάνω, που ψάχνει να βρει την ουσία, και η ουσία του αρχαιολογικού υλικού είναι ο άνθρωπος. Αν λοιπόν δεχθούμε αυτή την άλλη άποψη, όλες μας οι πράξεις, αρχαιολογικές και γενικότερα επιστημονικές, πρέπει να αναπροσαρμοστούν ως προς τον θεωρητικό τους προσανατολισμό και τον μεθοδολογικό τους εξοπλισμό. Δεν μπορεί κανείς να αλλάξει τον χαρακτήρα μιας επιστήμης και να παραμείνει στις παλιές θεωρίες και στις παλιές μεθοδολογίες. Μιλάμε δηλαδή για μια επιστημονική επανάσταση και όχι απλώς για μια επιλογή κάποιων συγκεκριμένων επιστημόνων. Είναι, με άλλα λόγια, ένα κίνημα που εντάσσεται στο όλο επιστημολογικό σύστημα της αρχαιολογίας, για μια πιο ανθρωποκεντρική προσέγγιση στην αρχαιολογική έρευνα και στα όσα την ακολουθούν».


Προϊστορικοί και κλασικοί


Σ’ αυτή την άποψη όμως γεννιέται ένα πολύ απλοϊκό ερώτημα. Μήπως δηλαδή η ανησυχία και η αναζήτηση νέων μεθοδολογιών που προβληματίζουν περισσότερο τους προϊστορικούς από τους κλασικούς αρχαιολόγους οφείλονται και στο είδος του αντικειμένου που μελετούν. Μήπως, με άλλα λόγια, όταν το αντικείμενο της μελέτης είναι έργο τέχνης αυτόματα επιβάλλει την αναδρομή στην ιστορία της τέχνης και στους κανόνες της. Ενώ από την άλλη πλευρά η έρευνα μιας, π.χ., νεολιθικής εγκατάστασης και των ευρημάτων της οδηγεί στην αναζήτηση άλλων προσεγγίσεων και μεθοδολογιών. Μήπως, τέλος, είναι η παρουσία της τέχνης στα ευρήματα των κλασικών αρχαιολόγων που αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο για τον τρόπο διεξαγωγής της αρχαιολογικής έρευνας, πράγμα που δεν υπάρχει με την ίδια έννοια στα προϊστορικά ευρήματα;


«Νομίζω ότι είναι λάθος να κρίνουμε τα αρχαιολογικά αντικείμενα τοποθετώντας τα σε τέτοιες κατηγορίες. Είναι λάθος να λέμε ότι το ένα είναι μικρό ή ακατέργαστο και δεν είναι αισθητικά ενδιαφέρον, ενώ το άλλο το περίτεχνο είναι ενδιαφέρον» λέει ο κ. Χουρμουζιάδης, προσθέτοντας ότι το πρόβλημα είναι γενικότερο και όχι μόνο των προϊστορικών. «Ο χαρακτήρας της επιστήμης πρέπει να απασχολήσει τον κλασικό αρχαιολόγο όσο και τον προϊστορικό. Και ο προβληματισμός και η αναζήτηση νέων θεωριών και νέων μεθοδολογικών σχημάτων πρέπει να υπάρχουν σε όλα τα πεδία αυτού που αποκαλούμε «αρχαιολογία». Η αρχαιολογία είναι ενιαία και, αν θυμηθούμε τον πολύ απλό ορισμό ότι αρχαιολογία είναι η μελέτη του παρελθόντος, ο τρόπος προσέγγισης στο απώτερο παρελθόν δεν πρέπει να είναι διαφορετικός από τον τρόπο προσέγγισης στο πιο πρόσφατο. Αρα ο ίδιος προβληματισμός προσέγγισης πρέπει να υπάρχει όταν μελετούμε εργοστάσια του 19ου αιώνα και όταν μελετούμε τα κατάλοιπα μιας νεολιθικής εγκατάστασης. Πίσω από το αντικείμενο της μελέτης μας υπάρχει πάντα ο άνθρωπος και η ανάγκη που τον ώθησε στη δημιουργία».


Η έννοια της χρήσης του ευρήματος


Ξεκινώντας από τη θέση ότι στην παραδοσιακή αρχαιολογία τα βασικά ερωτήματα είναι τρία ­ η τυπολογία, η χρονολόγηση και η αισθητική ανάλυση του ευρήματος ­ ο καθηγητής Χουρμουζιάδης τονίζει σχετικά: «Αν σε μια ανασκαφή βρεθεί μια θεότητα του ελληνικού δωδεκάθεου και πιο πέρα το άγαλμα μιας ξένης θεάς, η παραδοσιακή αρχαιολογία δεν μας λέει πώς έγινε δεκτή η ξένη θεότητα. Και αυτό συμβαίνει όχι από αδυναμία του αρχαιολόγου, αλλά γιατί δεν τον απασχολεί αυτού του είδους η θεωρητική ερμηνεία. Ολο το βάρος πέφτει σε άλλες αναλύσεις για την εξέλιξη της τέχνης ή τις επιρροές που δέχεται αυτή. Μας μιλάνε για την εξέλιξη της τέχνης, συγκρίνουν το ένα έργο με το άλλο, προχωρούν σε αισθητικές αναλύσεις κλπ. Ολα αυτά είναι πράγματα πολύ ενδιαφέροντα, αλλά είναι σαν να μην έχει ενδιαφέρον και να μην τους απασχολεί ο άνθρωπος».


Και συνεχίζει ο κ. Χουρμουζιάδης πώς ένα υλικό το οποίο προσεγγίζεται μέσα από μια ανθρωποκεντρική διάσταση μπορεί πολύ πιο εύκολα να πλησιάσει το ευρύτερο κοινό και να γίνει κτήμα του. Να πλησιάσει δηλαδή τον άνθρωπο στον οποίο υποτίθεται ότι απευθύνεται τελικά η επιστήμη για να του προσφέρει γνώση μέσα από το βιβλίο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, μέσα από το μουσείο και όλες τις άλλες δραστηριότητες που έχουν αποδέκτη τον άνθρωπο. «Θυμάμαι πως ήμουν ο πρώτος αρχαιολόγος που εξέθεσε καμένους καρπούς, έτσι όπως τους βρήκα στο Διμήνι, και επίσης κόκαλα ζώων. Και δεν θα ξεχάσω ακόμη τις αντιδράσεις των μαθητών. Υπήρχε η αμεσότητα της αυτοσυνειδητοποίησης. Υπήρχε η αμεσότητα ανάμεσα στο έκθεμα και στον επισκέπτη και το έκθεμα δεν ήταν απλώς ένα έργο τέχνης αλλά κάτι που βρίσκεται κοντύτερα στην ανθρώπινη καθημερινότητα και επομένως το παρελθόν γίνεται πιο κατανοητό».


«Αλλά ας το δούμε και διαφορετικά μέσα από ένα άλλο παράδειγμα. Ενας παναθηναϊκός αμφορέας δεν είναι μόνο ένα ωραίο αγγείο με τη μορφή της Αθηνάς ή με παράσταση ενός αθλητικού γεγονότος. Δεν είναι μόνο ένα εκπληκτικό έργο τέχνης. Πιστεύω πως προέχει η έννοια της χρήσης του και είναι ένα αγγείο που έγινε για να βάλει ο άνθρωπος λάδι ή κρασί. Ο άνθρωπος δεν είπε ξαφνικά ότι… «τώρα θα φτιάξω ένα ωραίο πιθάρι». Για να φτιάξει το πιθάρι ο άνθρωπος σημαίνει ότι έχει διανύσει μια μεγάλη απόσταση στην εξέλιξή του και ήδη έχει πλεόνασμα και χρειάζεται να το αποθηκεύσει. Ο άνθρωπος λοιπόν και οι ανάγκες του δεν μπορούν να παραμεληθούν».


Πληροφόρηση και παιδεία


Παράλληλα με τους μεθοδολογικούς προβληματισμούς της έρευνας, υπάρχει και το θέμα της πληροφόρησης και της παιδείας. Το πρόβλημα, με άλλα λόγια, δεν είναι στατικό και δεν περιορίζεται μόνο στο πώς ο αρχαιολόγος αντιμετωπίζει το υλικό του. Ετσι, αυτή η άλλη άποψη στην αρχαιολογία επεκτείνεται, όπως είναι φυσικό, και σε ολόκληρη την καμπύλη που είναι: αρχαιολόγος, υλικό, ανασκαφή, συντήρηση, παρουσίαση στο μουσείο, παιδεία, ενημέρωση κτλ. Μια ολόκληρη δηλαδή διαδρομή που θα πρέπει να γίνει με νέο προσανατολισμό.


Αναμφισβήτητα υπάρχει ενθουσιασμός και πάθος για αυτή την άλλη άποψη στην αρχαιολογία, πράγμα που ήταν αισθητό και στις συζητήσεις που έγιναν στο συμπόσιο. Υπάρχει όμως και το ερώτημα μήπως μερικά τουλάχιστον από όσα πρεσβεύει η «νέα αρχαιολογία» έχουν αρχίσει ήδη να εφαρμόζονται χωρίς να αποδίδονται σ’ αυτήν. Αλλωστε ο ίδιος ο κ. Χουρμουζιάδης αναφερόμενος στο έργο του Δ.Ρ. Θεοχάρη και στη σχέση του με την παραδοσιακή αντίληψη στην αρχαιολογική επιστήμη σημειώνει ότι κατόρθωσε να ξεπεράσει «όλες αυτές τις «μεταφυσικές» αγκυλώσεις του επιστημονικού παραδείγματος και να θεμελιώσει ένα σύνθετο σύστημα προϊστορικών ερευνών απαλλαγμένο από τις ευρηματολογικές συζητήσεις και τους «αφελείς θαυμασμούς της παλαιότητας» όπως έλεγε ο ίδιος. Ενημερώθηκε πολύ γρήγορα με την τρέχουσα θεωρητική βιβλιογραφία, πλησίασε και αξιολόγησε τα σχήματά της και με βάση αυτά αντιμετώπισε το αρχαιολογικό υλικό που προέκυπτε από τις ανασκαφές. (…) Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα πως χωρίς να το ομολογεί ο ίδιος ήταν ένας πρόδρομος αποδέκτης των προτάσεων της «νέας αρχαιολογίας»».