Ενθυμούμενοι το κλασικό: γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός, μπορούμε να πούμε και για τον «Θούριο» του Ρήγα στα ρωσικά: τους επαναστάτες τους μεταφράζουν επαναστάτες. Ο λόγος για τον Μιχαήλ Μιχάιλοφ, με τον οποίον κλείνει η μεταφραστική περιπέτεια γύρω από τον «Θούριο» στη Ρωσία. Για την πρώτη της φάση μιλήσαμε στο μικρό αφιέρωμα για τον Ν. Γκνιέντιτς («Ελληνικές φωνές στη ρωσική γλώσσα», «Το Βήμα» 25.10.1998) με αναφορά στην τριπλή μετάφραση της «Ελληνικής Μασσαλιώτιδας» (Δεύτε παίδες των Ελλήνων…) που παρουσιάσθηκε στη Ρωσία, κι όχι μόνο εκεί, ως «Θούριος» του Ρήγα. Οι πρώτες δύο δημοσιεύθηκαν τον Οκτώβριο 1821 σε άμεση ανταπόκριση με την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης, και η πρώτη απ’ αυτές ανήκει στον Γκνιέντιτς, τον φημισμένο μεταφραστή της Ιλιάδας.


Η έκδοση των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών του Φοριέλ που περιέλαβε τον πραγματικό «Θούριο» θα μπορούσε να οδηγήσει στη διόρθωση του λάθους, αλλά οι ιστορικές συγκυρίες στη Ρωσία είχαν εν τω μεταξύ αλλάξει: μετά την καταστολή της εξέγερσης των «δεκεμβριστών» (14 Δεκεμβρίου 1825) καμία φιλελεύθερη φωνή δεν ήταν πλέον δυνατόν ν’ ακούγεται δημόσια. Ετσι ούτε ο «Θούριος» του Ρήγα ούτε ο «Υμνος» του Σολωμού ούτε οι «Ωδές» του Κάλβου1 έκαναν τότε (όσο για την ώρα γνωρίζουμε) την εμφάνισή τους στη Ρωσία.


Η ώρα του «Θούριου» θα έρθει σαράντα χρόνια μετά, μαζί μ’ ένα νέο επαναστατικό κύμα. Το έργο του Ρήγα θα επιλέξει και θα προβάλει ο Μ. Μιχάιλοφ (1829-1865), επιφανής λογοτέχνης και μεταφραστής, καθιερωμένη μορφή στην ιστορία της λογοτεχνίας καθώς και στο μαρτυρολόγιο των κοινωνικών αγώνων στη Ρωσία. Γιος πρώην δουλοπάροικου που κατόρθωσε να κάνει μια εντυπωσιακή σταδιοδρομία κρατικού υπαλλήλου, ώστε να λάβει ακόμη και τίτλο ευγενείας και να δώσει στα παιδιά του εξαιρετική μόρφωση, ο Μιχάιλοφ αποκόμισε από τα παιδικά του χρόνια, μαζί με μερικές ξένες γλώσσες και σπάνια λογοτεχνική καλλιέργεια, τις πονεμένες οικογενειακές μνήμες σκλαβιάς που προσδιόρισαν την οξυμένη κοινωνική ευαισθησία του.


Αξίες άλλων χωρών



Οι σύγχρονοί του ­ χωρίς καμία εξαίρεση ­ τον θυμούνται με θέρμη και θαυμασμό. Από την πρώτη εμφάνισή του το 1846 στο Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης και στους λογοτεχνικούς της κύκλους κέρδισε ανεπιφύλακτη συμπάθεια με την ενθουσιώδη αγάπη του για τα γράμματα και το φλογερό, μέχρι αυταπάρνησης, πάθος του για τις ουμανιστικές ιδέες και το κοινωνικό δίκαιο. Διακρίθηκε νωρίς ως πεζογράφος και ποιητής2, αλλά στη συνέχεια ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με την ποιητική μετάφραση, η οποία του εξασφάλισε ξεχωριστή θέση στη ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, δίπλα στους θρυλικούς μεταφραστές του Ομήρου ­ τον Γκνιέντιτς (Ιλιάδα) και τον Ζουκόφσκι (Οδύσσεια).


Κινούμενος από διαφωτιστικές διαθέσεις, αποβλέπει κυρίως στον εμπλουτισμό του ρωσικού πολιτισμού με λογοτεχνικές αξίες άλλων χωρών και από τις θέσεις αυτές εκτιμά την αξιοπιστία της μετάφρασης, την αγάπη για το πρωτότυπο, καταδικάζοντας την «αμέλεια του μεταφραστή» που προβάλλει περισσότερο τη δική του προσωπικότητα παρά τον μεταφραζόμενο ποιητή. Με το δικό του όνομα και τις μεταφράσεις του συνδέεται η καθιέρωση στη Ρωσία της ποίησης του Χάινε. Σημαντική υπήρξε η συμβολή του στη γνωριμία του ρώσου αναγνώστη με τους Μπερνς, Μπάιρον, Σαμίσο, Πέτεφι, Σεφτσένκο.


Ταξίδι-σταθμός στη Γαλλία και την Αγγλία (1858-1859), η γνωριμία στο Λονδίνο με τον αυτοεξόριστο Γκέρτσεν και η ραγδαία αναζωπύρωση γύρω στο 1860 του επαναστατικού κινήματος στη Ρωσία θα μετατρέψουν τον Μιχάιλοφ από φιλελεύθερο διανοούμενο σε αποφασισμένο επαναστάτη: γράφει και μεταφέρει αντικυβερνητικές προκηρύξεις, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται στα κάτεργα της Σιβηρίας (1861), όπου σε λίγα χρόνια πεθαίνει από τις κακουχίες. «Τον σκότωσαν» ­ θα είναι ο τίτλος της πένθιμης αγγελίας για τον θάνατό του στην «Καμπάνα» του Γκέρτσεν στο Λονδίνο. «Η ρωσική κυβέρνηση, θα γράψει ο Γκέρτσεν, έκανε ό,τι μπορούσε ν’ απαλλαγεί από ένα μάρτυρα που περιφρονούσε βαθύτατα τους δημίους του».


Λίγο πριν από τη σύλληψή του το 1861 άρχισε να ετοιμάζει για έκδοση μια συλλογή των μεταφράσεών του που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Πιστοί φίλοι του την έβγαλαν το 1862 στο Βερολίνο.


Το κεφάλαιο της εξορίας



Στην εξορία θ’ ανοίξει ένα νέο, τελευταίο κεφάλαιο στη μεταφραστική του δραστηριότητα. Πηγαίνοντας στη Σιβηρία, μεταφράζει τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου ­ η μετάφραση θα δημοσιευθεί με ψευδώνυμο (Μιχ. Ιλέτσκι) στο περιοδικό «Ο σύγχρονος» (Sovremennik) το 1863 και θα ερμηνευθεί ως κατηγορητήριο του δεσμώτη ποιητή στους τυράννους του. Στη Σιβηρία θα μεταφραστούν 55 τραγούδια του Μπερανζέ και μια σειρά ποιημάτων εμπνευσμένων από τους απελευθερωτικούς αγώνες. Ανάμεσά τους και ο «Θούριος» του Ρήγα ­ δημοσιεύεται ανώνυμα στον «Σύγχρονο» λίγο πριν πεθάνει ο μεταφραστής του (1865, αρ. 3, σ. 97-102)· στα περιεχόμενα του τεύχους θα υπάρχει μόνον η κατάληξη της γενικής του επιθέτου του: «-βα».


Η αυστηρή απαγόρευση των αρχών να δημοσιεύονται έργα του Μιχάιλοφ και ν’ αναφέρεται το όνομά του, η επίμονη καταδίωξη του «Σύγχρονου» από τη λογοκρισία φαίνεται να προσδιόρισαν όχι μόνο την ανωνυμία της μετάφρασης, αλλά και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο αυτής της δημοσίευσης. Ο «Πολεμικός ύμνος» (ο «Θούριος» του Ρήγα) δημοσιεύεται ως ποίημα του Κοραή. Την αλλαγή δεν μπορούμε να την αποδώσουμε σε πλάνη, σε λάθος του μεταφραστή. Οπως αποδεικνύει, βάσει της κειμενολογικής ανάλυσης, ο Ν. Τράικοφ3 (που δεν γνωρίζει το όνομα του μεταφραστή), πηγή της μετάφρασης είναι η έκδοση του Φοριέλ και επομένως η πατρότητα του Ρήγα ήταν γνωστή. Ισως πράγματι να ισχύει η υπόθεση του βούλγαρου ελληνιστή, σύμφωνα με την οποία η αναφορά του ονόματος του επαναστάτη-μάρτυρα Ρήγα κρίθηκε επικίνδυνη και παραπλανητικά τοποθετήθηκε το όνομα του σοφού μετριοπαθούς διαφωτιστή Κοραή. Ετσι, κατά ειρωνεία της τύχης, όταν έρχεται η ώρα να μεταφραστεί και να δημοσιευθεί στα ρωσικά ο πραγματικός «Θούριος» του Ρήγα, οι πολιτικοί μάλλον όροι στρέφονται και πάλι εναντίον του. Πάντως στις σύγχρονες εκδόσεις του Μιχάιλοφ η αλήθεια έχει αποκατασταθεί και ο «Θούριος» παρουσιάζεται ως έργο του Ρήγα.


Οι αρετές της μετάφρασης


Τη μετάφραση του «Θούριου» από τον Μιχάιλοφ διακρίνουν οι αρετές που αναγνωρίζονται για όλη τη μεταφραστική δουλειά του: είναι ακριβής στην απόδοση της αφηγηματικής ροής, του ύφους, της ατμόσφαιρας του έργου. Παράλληλα συνυπολογίζει τις στιχουργικές παραδόσεις του χώρου-αποδέκτη, καθώς και την ενημέρωση για το αντικείμενο εκ μέρους των αναγνωστών, στους οποίους απευθύνεται, ώστε ο ποιητικός λόγος, χωρίς να χάνει τίποτα από τα ουσιαστικά μηνύματα, να είναι απόλυτα κατανοητός και, σε μερικά σημεία, να κερδίζει σε καθολική ακτινοβολία. Καθοδηγείται από τη μεταφραστική εμπειρία του, το καλλιτεχνικό γούστο, αλλά και τις κοινωνικές προθέσεις του ποιητή-αγωνιστή, προσανατολισμένου σε άμεση και δραστική επικοινωνία με το κοινό.


Κλείνοντας την αναδρομή στη μεταφραστική περιπέτεια γύρω από τον «Θούριο», ας θυμηθούμε πώς αρχίσαμε και τελειώνουμε με σημαντικότατα ονόματα της λογοτεχνικής Ρωσίας του 19ου αιώνα ­ έναν Γκνιέντιτς και έναν Μιχάιλοφ, φιλέλληλες μεταφραστές που ασχολήθηκαν με την αρχαία και τη νέα Ελλάδα και γοητεύτηκαν από τη μορφή του Ρήγα.


1. Ο Κάλβος πρόλαβε να κάνει μια έμμεση εμφάνιση: το 1824 το μοσχοβίτικο περιοδικό «Αγγελιαφόρος της Ευρώπης» (αρ. 139, 25, σ. 126-135) αναδημοσίευσε από γαλλικό περιοδικό θερμή βιβλιοκρισία για τη «Λύρα» του.


2. Βλ. σχετικά: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος. Η Ρωσική Λογοτεχνία, Ιστορία σε τρεις τόμους. Από τον 11ο αιώνα ως την επανάσταση του 1917. Τ.2, «Κέδρος», 1978, σ. 179-189.


3. Ν. Traikoff, Rigas Velestinlis en Russie, Byzantinisch – Neugriechische Jahrbucher (XVI, 1939-1940), 157-168.


Η κυρία Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου είναι καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.