Συζητήσαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα τον πιο διαδεδομένο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το κράτος: ως έναν θεσμικό οργανισμό σχεδόν ανθρωπόμορφο, που κρίνει και βούλεται σαν άνθρωπος· και που ενεργεί σαν ένα δρων υποκείμενο της κοινωνικής ζωής, σαν ένας «πρωταγωνιστής της ιστορίας».


Αυτή η αντίληψη ναι μεν είναι σωστή, είναι όμως μονοδιάστατη και ανεπαρκής. Το κράτος είναι επίσης και ένα σύστημα σχέσεων: επειδή με τις λειτουργίες του διεκπεραιώνει πολλαπλές και πολυδιάστατες σχέσεις μεταξύ πολιτών, κοινωνικών ομάδων και τάξεων. Οι σχέσεις αυτές διαμεσολαβούνται με δημόσιες λειτουργίες· αλλά η διαμεσολάβηση δεν τις καταργεί· απλώς τις κρύβει κάτω από τη μία ή την άλλη δημόσια λειτουργία.


Σε ορισμένες περιπτώσεις το στοιχείο της σχέσης φαίνεται αρκετά καθαρά, σχεδόν όσο και το στοιχείο της διαμεσολάβησης. Οταν π.χ. το ληξιαρχείο καταχωρίζει έναν γάμο, ουσιαστικά καταγράφει μια σχέση μεταξύ των νυμφευομένων· και επικυρώνει τη δική τους βούληση να έχουν μεταξύ τους τις σχέσεις που ορίζει το οικογενειακό δίκαιο. Στην περίπτωση αυτή είναι ξεκάθαρο ότι ουσιαστική σημασία έχει η σχέση μεταξύ των νεονύμφων και όχι η σχέση τους με το ληξιαρχείο, το οποίο απλώς καταχωρίζει τον γάμο.


Παρομοίως το υποθηκοφυλακείο, όταν μεταγράφει τη μεταβίβαση ενός ακινήτου, επικυρώνει μια σχέση εμπράγματου δικαίου μεταξύ αγοραστή και πωλητή. Οι νομικοί θα πουν ότι η μεταγραφή έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή χωρίς αυτήν ο νέος ιδιοκτήτης δεν μπορεί να ασκήσει τα κυριότερα ιδιοκτησιακά δικαιώματά του· ναι, αλλά στον πυρήνα της πράξης του υποθηκοφύλακα παραμένει η ουσία: η σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων.


Παρόμοια περίπτωση: ένας νόμος επικυρώνει συλλογική σύμβαση που παρέχει επίδομα ανθυγιεινής εργασίας στους εργάτες ενός βιομηχανικού κλάδου. Η νομοθετική εξουσία επικυρώνει και εδώ μια σχέση μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων· και εγγυάται τη διάρκειά της για όσο διάστημα η βούληση των δύο μερών εξακολουθεί να ισχύει.


Τελευταίο παράδειγμα: όταν ένας νόμος εγκρίνει το καταστατικό ενός αρχιτεκτονικού επιμελητηρίου, που ρυθμίζει και το ύψος των αμοιβών στον κλάδο, ουσιαστικά επικυρώνει μια σχέση μεταξύ αρχιτεκτόνων και παραλλήλως ρυθμίζει μια σχέση ανάμεσα σε αυτούς ως επαγγελματίες και στους καταναλωτές των υπηρεσιών τους ­ αλλά και εγγυάται την τήρηση των κανόνων αυτών.


Πράγματι, σε αυτούς τους σκοπούς αποβλέπουν οι πολίτες που αποδέχονται ή επικαλούνται τις κρατικές διαμεσολαβήσεις, ρυθμίζοντας έτσι τις μεταξύ τους σχέσεις, ατομικές ή συλλογικές. Αποβλέπουν, συνειδητά ή όχι, στη σταθερότητα των σχέσεων αυτών, στην ασφάλεια των συναλλαγών τους· σταθερότητα και ασφάλεια που το κράτος επικυρώνει και εγγυάται· τυπικώς με τη διαμεσολάβησή του, ουσιαστικώς με την εξουσία του.


Στα παραδείγματα που αναφέραμε διακρίνουμε αρκετά εύκολα τις σχέσεις κάτω από τις διαμεσολαβητικές ενέργειες των δημοσίων οργάνων· έτσι διαπιστώνουμε, εξίσου εύκολα, ότι το κράτος λειτουργεί ταυτοχρόνως και με τις δύο ιδιότητές του, τις διατηρεί αμφότερες· είναι σύστημα σχέσεων, αλλά και ενεργό υποκείμενο· χρησιμοποιείται ως διαμεσολαβητικό στοιχείο, αλλά και ενεργεί. Αυτό ισχύει πάντοτε, σε όλες τις περιπτώσεις. Σε ορισμένες όμως οι σχέσεις που κρύβονται κάτω από τις δημόσιες λειτουργίες είναι πιο δυσδιάκριτες. Θα χρησιμοποιήσω σχετικά δύο παραδείγματα:


Γνωρίζουμε όλοι ότι το Δημόσιο εισπράττει φόρους και από το προϊόν τους καταβάλλει επιδόματα ανεργίας ή επιδοτήσεις σε βιομηχανίες. Ούτε εδώ πρόκειται απλώς για ξεχωριστές σχέσεις του κράτους με τον φορολογούμενο, τον άνεργο και τον επιδοτούμενο. Πρόκειται, επιπλέον, και για τις σχέσεις ανάμεσα στις τρεις αυτές κατηγορίες πολιτών. Σχέσεις έμμεσες, που αναμφισβήτητα υπάρχουν, αλλά που δεν γίνονται αμέσως αντιληπτές, που συγκαλύπτονται από την κρατική διαμεσολάβηση.


Παρόμοιο παράδειγμα είναι οι φόροι που πληρώνει μια επαγγελματική ομάδα ή μια κοινωνική τάξη για να εισπραχθεί τελικώς από μία άλλη κατηγορία πολιτών, από τους ομολογιούχους του δημοσίου χρέους, ένα εισόδημα με τη μορφή τόκων. Εδώ η σχέση μεταξύ φορολογουμένων και ομολογιούχων είναι ακόμη πιο συγκαλυμμένη.


Σε ορισμένες ιστορικές συγκυρίες, ωστόσο, ακόμη και αυτή η δυσδιάκριτη σχέση έρχεται στην επιφάνεια και έτσι γίνεται ευκολότερα αντιληπτή. Αυτό συμβαίνει, και δεν είναι τυχαίο, σε περιόδους βαριάς φορολογίας, υψηλών επιτοκίων και εκτεταμένου δημόσιου δανεισμού. Μια τέτοια περίοδο, π.χ., πέρασαν πολλές δυτικές χώρες επί μία περίπου δεκαπενταετία μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας 1970. Την περίοδο αυτή πολλοί φορολογούμενοι αντιλήφθηκαν σιγά σιγά τις έμμεσες σχέσεις που συγκαλύπτονται κάτω από τις δημοσιονομικές λειτουργίες· και άρχισαν να διαμαρτύρονται εναντίον όχι μόνο των κυβερνήσεων που επέβαλαν τους φόρους, αλλά και των ομολογιούχων. Ετσι ακριβώς συνέβη και στην Ελλάδα, με την ενθάρρυνση μάλιστα του ίδιου του κράτους· το οποίο, διά στόματος του τότε πρωθυπουργού, αποκάλυψε τη συγκαλυμμένη σχέση, βαπτίζοντας συλλήβδην τους ομολογιούχους με το επιτιμητικό όνομα «ραντιέρηδες» και δήθεν υποστηρίζοντας έτσι τα αδικημένα στρώματα που ως τότε φορολογούσε βαρύτατα (και που εξακολουθεί και σήμερα να φορολογεί εξίσου βαρέως).


Τελειώνω με ένα ακόμη παράδειγμα, από πρόσφατα γεγονότα στη Γαλλία. Οταν το 1995 οι άνεργοι ζητούν με συνεχείς διαδηλώσεις να διατηρηθούν και να αυξηθούν οι επιδοτήσεις τους, οι εργαζόμενοι τους συμπαραστέκονται απεργώντας (και αδιαφορώντας για τη βραχυχρόνια ασφάλεια της δικής τους απασχόλησης, καλό παράδειγμα κοινωνικής αλληλεγγύης αλλά και οξυδέρκειας). Ετσι κάμπτεται τελικά η κυβέρνηση και οδηγείται σε συμβιβασμό. Ποιος συμβιβάζεται εδώ με τους ανέργους; Επιφανειακά, το γαλλικό κράτος. Ουσιαστικά, αυτοί που γεμίζουν τα ταμεία του: οι ευπορότεροι φορολογούμενοι, οι επιχειρήσεις που απολύουν, όλοι όσοι έχουν συμφέρον να διατηρηθεί, τέλος πάντων, μια κάποια κοινωνική ισορροπία, μαζί με την τάξη και την ασφάλεια. Ισορροπία προσωρινή ίσως και εύθραυστη, αλλά έχει ο Θεός.


Σε τέτοιες στιγμές κοινωνικού αναβρασμού αναδεικνύεται μία άλλη όψη του κράτους, η τρίτη μορφή του: πεδίο διαμαχών, διαπραγματεύσεων, συμβιβασμών. Περί αυτής όμως σε επόμενη ευκαιρία.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.