Ο Ελληνισμός παγιδεύτηκε επί χρόνια στην αφερέγγυα αναμονή μιας πολιτικής λύσης στο Κυπριακό, αποκομμένης όμως από την ένοπλη αποτρεπτική ικανότητά του. Και αυτό παρά τη δεδομένη οπλική υπεροχή του τις δεκαετίες ’70 και ’80. Τελικά, αυτός που δεν μπορεί να απειλήσει συμφέροντα δεν μπορεί και να υπερασπισθεί. Αρα ένας Ελληνισμός που δεν βασίζει την πολιτική ύπαρξή του στην αποτρεπτική ισχύ του οδηγείται ως ελλαδικός σε φιλανδοποίηση και ως κυπριακός σε καθολική ομηρία. Σκεφθείτε ότι δεν διακόψαμε με τον εισβολέα ούτε για μιαν ημέρα τις διπλωματικές σχέσεις μας. Και τούτο είναι παγκοσμίως πρωτοφανές. Δυστυχώς, η εθνική ταπείνωση του ’74 εξωραίστηκε από την ταυτόχρονη κατάρρευση μιας λαομίσητης δικτατορίας, με αποτέλεσμα να μην αξιοποιηθεί ως εφαλτήριο εθνικής ανάτασης. Το έθνος έχασε «χρυσή ευκαιρία» και πολύτιμο χρόνο για τη δημιουργική ενεργοποίηση όλων των δυνάμεών του, τη συσπείρωσή του και την απόκτηση μιας ψυχολογίας προέλασης στη θέση της οπισθοχωρούσας. Ωστόσο κάποια στιγμή δείχνουν να γίνονται κατανοητά ορισμένα κατά τα άλλα αυτονόητα, και ανάμεσά τους:


* Η άμυνα της Κύπρου είναι υπόθεση της Ελλάδος, η οποία έχει ηθικό, νομικό και συμβατικό δικαίωμα-υποχρέωση να την αναλάβει.


* Κάθε χώρα έχει φυσικό, αυτοτελές και αναφαίρετο δικαίωμα αυτοάμυνας και η άσκησή του δεν εξαρτάται από προηγούμενη συναίνεση ή άδεια κανενός.


* Η στρατιωτική παρουσία της Αγκυρας στη Μεγαλόνησο ως δυνάμεως κατοχής δικαιώνει κάθε αντίστοιχη δική μας εκεί.


Πάντως οι δύο κυβερνήσεις Ελλάδος-Κύπρου έλαβαν μια πράγματι ορθή και τολμηρή απόφαση να θωρακισθεί η ελεύθερη Κύπρος με τους ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-300. Οτι πρόκειται για τη σοβαρότερη από εισβολής Αττίλα απόφαση του Ελληνισμού επαληθεύεται από τη θύελλα των αντιδράσεων που ήγειρε. Τουρκία, ΗΠΑ, ΕΕ και τώρα ο νεόφυτος σύμμαχος της Αγκυρας, το Ισραήλ, αντιδρούν με φρενήρη τρόπο, αντιστρόφως ανάλογο προς το μέγεθος του γεγονότος.


Υπάρχουν δύο λογικά αδιάσειστες απαντήσεις. Πρώτον: το διεθνώς κατοχυρωμένο δικαίωμα μιας χώρας να θωρακισθεί, εν προκειμένω και ακρωτηριασμένης και εκ του συστάδην βαλλόμενης από τον επισπεύδοντα τη μη εγκατάσταση. Δεύτερον: Η κυκλωτική αντιπρόταση της κυπριακής κυβέρνησης για πλήρη αποστρατικοποίηση της Μεγαλονήσου. Το πόσο Αθήνα και Λευκωσία «έπαιξαν» στη διεθνή αγορά αυτή την επιχειρηματολογία ως αντεπίθεση λογικής δεν έχει φανεί πουθενά. Επιτέλους το αμερικανικό εύρημα για δήθεν αποσταθεροποιητικό ρόλο των πυραύλων προσβάλλει την κοινή νοημοσύνη. Και είναι δικαιολογημένη η αγωνία του ποιητή: «τη γνώμη των δυνατών ποιος θα μπορέσει; /να τη γυρίσει; / ποιος θα μπορέσει ν’ ακουστεί;» (Σεφέρης, «Η Σαλαμίνα της Κύπρος»), αλλά υπάρχουν και σκεπτόμενοι Αμερικανοί και σκεπτόμενοι Ευρωπαίοι. Υπάρχουν όμως αν και όσο υπάρχουμε εμείς. Εμείς, διεκδικητικοί και ανυποχώρητοι.


Προφανώς οι αντιδράσεις και οι πιέσεις με τις οποίες βρισκόμαστε αντιμέτωποι αιφνιδίασαν και κατέλαβαν απροετοίμαστα τα ελληνικά κέντρα αποφάσεων. Δεν μπαίνω εδώ στο σκληρό ερώτημα γιατί χρειάσθηκαν δυόμισι χρόνια από τα Ιμια για να αρχίσουν να γίνονται οι πρώτες δειλές παραγγελίες του προγράμματος ΕΜΠΑΕ. Ξάφνιασαν η συμπεριφορά και οι απειλές της Τουρκίας για το κτύπημα των πυραύλων και τρίτο Αττίλα. Μα η είδηση θα ήταν το αντίθετο. Ο παραλογισμός των Δυτικών ξεπερνά πράγματι κάθε πρόβλεψη, αλλά, λαμβανομένου υπ’ όψιν του παθογενούς φιλοτουρκισμού τους, είναι ζήτημα αποχρώσεων. Διαφορών στο χρώμα και στην ένταση.


Αλίμονο βέβαια αν οι απειλές και πιέσεις αυτής της προέλευσης θα φόβιζαν ένα έθνος όπως το ελληνικό, που γνωρίζει απ’ τα παλιά ότι «μεγάλα γαρ πράγματα μεγάλοισι κινδύνοισιν εθέλει και αιρέεσθαι» (Ηρόδοτος). Τα μεγάλα δηλαδή έργα επιβάλλουν να αναλαμβάνει κανείς και τους μεγάλους κινδύνους. Ο Ελληνισμός έκανε μια στρατηγική κίνηση υψηλής σημασίας, με προφανή την αίσθηση των συνεπειών και την απόφαση να τις αντιμετωπίσει. Τις τελευταίες εβδομάδες ενσπείρεται μια σύγχυση αναφορικά με τις προθέσεις ή και τις δεσμεύσεις Ελλαδιτών και Κυπρίων. Πρόκειται για εικόνα πανικού, αντίθετη στον αληθινό χαρακτήρα, την αρρενωπότητα, την αποφασιστικότητα και το αδιαπραγμάτευτο της λεβεντιάς και του φιλότιμού τους. Παιδιά του Οδυσσέα του έπους δεν μπορεί να φέρονται σαν τους συφοριασμένους «Τρώες» του Καβάφη, που «ολόγυρα στα τείχη τρέχουνε /ζητώντας να γλιτώσουνε με τη φυγή».


Οσοι γνωρίσαμε τα δραματικά αποτελέσματα της περιλάλητης «αποσκοπιανοποίησης» της εθνικής στρατηγικής μας μπορούμε να φαντασθούμε τώρα τα πικρότερα της διακηρυσσόμενης «αποπυραυλοποίησής» της. Αποπυραυλοποίηση σημαίνει απονεύρωση της στρατηγικής. Οι μεταπράτες της νέας θεωρίας επιδίδονται σε μια αγχώδη προσπάθεια περιγραφής τού τι, κατά τη γνώμη τους, θα συμβεί αν εγκατασταθούν οι S-300 στην Κύπρο. Στην πραγματικότητα, επαναλαμβάνουν τις απειλές της Αγκυρας ως γεγονότα. Γεγονότα τα οποία θα υφίστατο ένα έθνος αφενός ανυποψίαστο, αφετέρου προδιδόμενο και εκ τρίτου απαθές και άπραγο που απλώς θεάται εκ του μακρόθεν τα γιγνόμενα. Αυτά συνέβησαν το 1974, όπου συνέτρεξαν πραξικόπημα, εμφύλιος σπαραγμός στη Μεγαλόνησο, μαζί και εισβολή, ενώ στην Ελλάδα κενό εξουσίας ύστερα από μια κάκιστη εξουσία. Επιτέλους, οι καιροί δεν είναι ίδιοι.


Αλλά αν ο Ελληνισμός υποκύψει στον τουρκικό εκβιασμό, δεν εγκατασταθεί το αντιαεροπορικό σύστημα στην Κύπρο και έρθει στην Ελλάδα και μάλιστα μακράν ζωτικών δυνατοτήτων δράσης και, ακόμη χειρότερα, για αποθήκευση, τότε καταντούμε κυριολεκτικά ρεζίλι των σκυλιών. Ελλάδα-Κύπρος στην κοινή συνείδηση των εθνών γίνονται κράτη περιορισμένης κυριαρχίας. Η αποτρεπτική αξιοπιστία μας εκμηδενίζεται γενικά. Και παραδίδουμε στη γενιά που έρχεται τη χρεοκοπία και την ανικανότητά μας. Φυσικά καταρρέει ο ενιαίος αμυντικός χώρος στον οποίο, υποτίθεται, στηρίζεται μια καινούργια στρατηγική άμυνας. Αλλά μια τέτοια εξέλιξη μας σέρνει σε εθνική ταπείνωση, ενώ πλέον καθιστά την Αγκυρα απόλυτο κυρίαρχο των πρωτοβουλιών και αθλοφόρο ηγεμόνα της περιοχής. Στο εξής θα μπορεί να επιβάλει με απλό νεύμα τη βούλησή της και με τον αέρα του νικητή να πολλαπλασιάσει τις διεκδικήσεις της και να προωθήσει και άλλες ταπεινωτικές εις βάρος μας αξιώσεις απομείωσης της εθνικής κυριαρχίας μας, όπως π.χ. αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Το μάθημα είναι γνωστό: όποιος υποχωρεί σε ένα θα υποχωρήσει και στα υπόλοιπα. Γιατί όποιος εκβιαστικά κέρδισε το ένα θα εντείνει τους εκβιασμούς για να κερδίσει και τα άλλα. Δυστυχώς, η ελληνική διπλωματία, αντί να οργώσει τους δρόμους της οικουμένης με όπλο την αντιπρόταση Κληρίδη για αποστρατικοποίηση της Νήσου, απομυθοποιώντας κάθε τουρκικό και «συμμαχικό» προσχηματικό επιχείρημα για τους στόχους του Ελληνισμού, μιλά για… λάθος. Αλλά, όπως και μεταθανάτια μας συμβούλευσε ο Ελύτης («Εκ του πλησίον», σελ. 42): «Το κατά λάθος λάθος μπορεί να σε οδηγήσει και σε άλλα επόμενα, δεν σε επαναφέρει όμως στο σωστό ποτέ»!


Η «κρίση των πυραύλων» είναι σε εξέλιξη. Οσοι θέλουν να μαθαίνουν από την ιστορία ας αναδιφήσουν τα συμβάντα κατά την κρίση των πυραύλων στην Κούβα το 1962. Το τότε «δούναι-λαβείν» Κένεντι – Χρουστσόφ υποχρέωσε τους Αμερικανούς να εγγυηθούν την ανεξαρτησία της Κούβας, ακριβώς επειδή είχαν εγκατασταθεί οι S-4 στο νησί. Ωστόσο οι πύραυλοι μπορούν να παίξουν πολιτικά, διαπραγματευτικά μόνον αν και αφού εγκατασταθούν στον τόπο προορισμού τους. Τότε και μόνον τότε μπορεί να γίνει διάλογος ουσίας και από θέση ισχύος. Οσον αφορά την απειλή τουρκικού κτυπήματος, οι Τούρκοι θα τους έπλητταν για να τους καταστρέψουν μόνο αν είναι σίγουροι ότι πάνε σε στεγανοποιημένο τουρκοκυπριακό επεισόδιο. Οι Τούρκοι δεν θα τους πλήξουν αν γνωρίζουν ότι στην Αθήνα υπάρχει βούληση για μετωπική αντεπίθεση και ανταπόδοση.


Αυτό το μήνυμα εγγυάται τον δρόμο, ακριβέστερα τον μονόδρομο της τιμής για τον Ελληνισμό. Κάθε άλλη εκδοχή θα είναι επώδυνη εθνική ταπείνωση.


Ο κ. Στυλιανός Παπαθεμελής είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ, πρώην υπουργός Δημόσιας Τάξης.