Τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων, από το φιάσκο της αστυνομικής επιχειρήσεως στην οδό Νιόβης, τη διαρκώς αποκαλυπτόμενη έκταση της διαφθοράς που αγγίζει σχεδόν κάθε πτυχή του δημοσίου βίου, την ανασφάλεια του πολίτη και τη συνεχώς διογκούμενη εγκληματική δραστηριότητα, το θολό πολιτικό τοπίο που εντάθηκε με τον ανασχηματισμό και την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση ως τα «καμώματα» του υπουργού Εξωτερικών, υποβάθμισαν μια απόφαση-σταθμό της Συγκλήτου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για το πανεπιστημιακό άσυλο.


Η σύγχρονη αντίληψη προστατεύει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, τη χωρίς περιορισμούς επιστημονική αναζήτηση και γενικότερα την ακαδημαϊκή ελευθερία και γι’ αυτό απαγορεύει ­ και ορθώς ­ την επέμβαση της δημόσιας αρχής μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους.


Κατά την ισχύουσα νομοθεσία μας (Ν. 1268/1982), δεν επιτρέπεται η αστυνομική επέμβαση σε χώρο που προστατεύεται από το πανεπιστημιακό άσυλο, εκτός αν διαπράττεται αυτόφωρο αδίκημα σε βαθμό κακουργήματος.


Ποιοι όμως είναι οι προστατευόμενοι χώροι; Και μήπως η έννοια του ασύλου έχει παρερμηνευθεί και έχει εκφύγει του σκοπού για τον οποίο καθιερώθηκε;


Οι ανοιχτοί χώροι του Πανεπιστημίου έχουν μεταβληθεί κατά τις νυχτερινές ώρες ­ σε χρόνο δηλαδή που δεν λειτουργεί το πανεπιστήμιο ­ σε χώρους ανενόχλητης δράσεως κακοποιών. Εμποροι και χρήστες ναρκωτικών, κυκλώματα που διακινούν όπλα και γυναίκες, επιδειξιμανείς και σεξουαλικά ανώμαλοι, συμμορίες που λύνουν τις μεταξύ τους διαφορές με αιματηρές συμπλοκές δρουν ανεμπόδιστα και ανενόχλητα στους ανοιχτούς αυτούς πανεπιστημιακούς χώρους. Τα ίδια περίπου συμβαίνουν και στους ανοιχτούς χώρους της Πανεπιστημιουπόλεως Ζωγράφου, όπως περιέγραψε πρόσφατη έρευνα.


Χαρακτηριστικό του έντονου προβληματισμού που διακατέχει όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματά μας είναι το ερώτημα που πριν από λίγες ημέρες έθεσε ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με την προστασία των μνημείων που βρίσκονται στον περίβολο του πανεπιστημίου και τα οποία έχουν γίνει μόνιμος στόχος βανδαλισμών.


Είναι όμως ποτέ δυνατόν να δεχθούμε ότι το άσυλο καθιερώθηκε για να καλύπτει εγκληματικές ενέργειες ή ότι μπορεί να αποτελεί χώρο ανεξέλεγκτης δράσης κακοποιών στοιχείων, όπως συμβαίνει σήμερα;


Γι’ αυτό, λοιπόν, η απόφαση της Συγκλήτου του ΑΠΘ αποκτά ιστορική σημασία. Διότι ομόφωνα αποφάσισε ότι το άσυλο δεν καλύπτει τους ανοιχτούς χώρους του πανεπιστημίου κατά τις νυχτερινές ώρες, εφόσον δεν αναπτύσσονται σε αυτούς ακαδημαϊκές λειτουργίες (π.χ. θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες ή άλλες ανάλογες εκδηλώσεις).


Δεν αρκεί όμως η πρωτοβουλία του συγκεκριμένου ακαδημαϊκού ιδρύματος. Χρειάζεται άμεση παρέμβαση του υπουργού Παιδείας που θα αντιμετωπίζει το σοβαρό αυτό πρόβλημα ενιαίως για όλα τα ΑΕΙ.


Η παρέμβαση αυτή θα αντιμετωπίσει σήμερα τις λιγότερες αντιδράσεις από κάθε άλλη φορά.


Πρώτον, γιατί έχει ωριμάσει στην κοινή γνώμη η αναγκαιότητα της λύσεως και, δεύτερον, γιατί έχει τη στήριξη της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, ο πρόεδρος της οποίας επικρότησε με δηλώσεις του ανεπιφύλακτα την απόφαση της Συγκλήτου.


Κατά την προσωπική μου άποψη, η λύση θα πρέπει να στηρίζεται σε σαφή νομοθετικό προσδιορισμό της έννοιας του ασύλου. Και σε αυτόν τον προβληματισμό θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι εξής παράμετροι:


­ Το άσυλο καθιερώθηκε για να παρέχει προστασία μόνο στα μέλη (διδάσκοντες και διδασκομένους) της πανεπιστημιακής κοινότητας. Αρα δεν καλύπτει με προστασία πρόσωπα τρίτα, άσχετα με την πανεπιστημιακή οικογένεια, αφού δεν θεσπίστηκε γι’ αυτούς.


­ Το άσυλο θεσπίστηκε για να προστατεύει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Δεν είναι νοητό να επεκτείνεται σε τρίτους που με τις πράξεις τους καταλύουν την ελευθερία στη διδασκαλία.


­ Το άσυλο αφορά την επιστήμη και δεν μπορεί να καλύπτει τη διάπραξη από τρίτους πράξεων που κολάζονται από τον ποινικό νόμο.


Καταλήγοντας συνοψίζω: Δέχομαι τις όποιες εγγυήσεις, ακόμη και τις πλέον αυστηρές, για την αποτελεσματική προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου. Εκείνο όμως που δεν μπορώ να δεχθώ σε καμία περίπτωση είναι το να το επικαλούνται κάποιοι την ίδια ώρα που το άσυλο στην πράξη καταλύεται. Και είναι καιρός πια να πάψει η υποκρισία αυτή.


Πιστεύω ότι ήρθε πλέον η ώρα να απαλλαγούμε από το σύνδρομο του λαϊκισμού, της μιζέριας και της ευθυνοφοβίας. Και θα πρέπει να αποκτήσουμε το θάρρος να διατυπώνουμε δημόσια αυτά που δεχόμαστε ψιθυριστά. Οι νέες μεγάλες προκλήσεις χρειάζονται θαρραλέες λύσεις που δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με μικροπολιτικές και αποσπασματικές αντιλήψεις. Τα προβλήματα απαιτούν πλέον όχι μια δεξιά ή αριστερή πολιτική αλλά μια μεγάλη πολιτική.


Φοβάμαι όμως ότι τη μεγάλη αυτή πολιτική δεν μπορούν να εφαρμόσουν ο σημερινός Πρωθυπουργός και ο υπουργός Παιδείας. Γι’ αυτό άλλωστε διαιωνίζονται η παρακμή στη χώρα μας και μια θλιβερή και γκρίζα πραγματικότητα.


Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής της ΝΔ, πρώην υπουργός.