Στην προηγούμενη επιφυλλίδα ανέφερα, πολύ συνοπτικά, έξι μορφές τις οποίες μπορούμε να αποδώσουμε στο κράτος, έξι τρόπους με τους οποίους μπορούμε να κατανοήσουμε τις ιδιότητές του και τους ρόλους που παίζει στην ιστορία. Θα εξετάσω σήμερα τον πιο διαδεδομένο από τους τρόπους αυτούς· με τον οποίο το κράτος γίνεται αντιληπτό σαν ένας σχεδόν ανθρωπόμορφος οργανισμός· ένας μηχανισμός που έχει όμως ένα είδος «κρίσης» και «βούλησης»· ένα δρων υποκείμενο του κοινωνικού βίου, ένας «πρωταγωνιστής της ιστορίας».


Η αντίληψη αυτή είναι μια εύληπτη και απλουστευτική μεταφορά, μια εικόνα ανεπαρκής και μερική· δεν είναι ωστόσο λανθασμένη. Γιατί το κράτος ως σύνολο θεσμών, ως θεσμικός μηχανισμός, είναι μια πραγματικότητα. Δεν είναι απλώς και μόνο μια αφηρημένη έννοια που κατασκευάσαμε για να μπορούμε να ταξινομούμε τις εμπειρίες μας και να τις αναλύουμε· δεν είναι μια απλή αναλυτική κατηγορία. Είναι υπαρκτό, είναι παρόν στην καθημερινή ζωή μιας κοινωνίας: στην πολιτική, στην οικονομία, στη διαμόρφωση ιδεολογιών και νοοτροπιών, στην άσκηση πρόνοιας και βίας, στην παραγωγή πολιτισμού και βαρβαρότητας. Είναι μια οντότητα.


Αυτή η οντότητα είναι ενιαία και συνεκτική. Δεν αποτελεί ένα χαλαρό σύνολο ξεχωριστών θεσμών, ένα σύμφυρμα ανεξαρτήτων κρατικών οργάνων. Είναι και κάτι επιπλέον. Τα χαρακτηριστικά του είναι διαφορετικά από τις αθροισμένες ιδιότητες των μερών του. Η τιμή του ως συνόλου είναι μεγαλύτερη από τις αθροισμένες τιμές των τμημάτων του.


Τα χαρακτηριστικά αυτά του κράτους, η ενότητα και η συνοχή του συντελούν βέβαια στην ανθρωπόμορφη αντίληψη που έχουμε γι’ αυτό· δεν σημαίνουν όμως ότι αυτό το ίδιο «σκέφτεται» πράγματι και ενεργεί σαν άνθρωπος. Σκέφτονται και πράττουν για λογαριασμό του οι άνθρωποι που το στελεχώνουν, οι δεσμοί των ατόμων που απαρτίζουν τους επί μέρους θεσμούς και μηχανισμούς του.


Αυτή η διεσπαρμένη «σκέψη», αυτή η πολυσχιδής πράξη, έχουν επίσης ενότητα και συνοχή. Και τις έχουν όσες μυριάδες και αν είναι τα άτομα που υπηρετούν το κράτος, όσες χιλιάδες και αν είναι οι θεσμοί που το απαρτίζουν· όσο και αν διευρύνουμε την έννοιά του ώστε να συμπεριλάβει όχι μόνο τον στενά κρατικό οργανισμό, π.χ. τη διοικητική γραφειοκρατία, τον στρατό, τη δικαιοσύνη, ένα κοινοβούλιο, την κυβέρνηση, αλλά και οποιοδήποτε όργανο ή πρόσωπο ασκεί εξουσία, άμεση ή έμμεση, θεσμική ή όχι, αρκεί να την αντλεί από έναν κρατικό θεσμό, από ένα κρατικό όργανο· έστω και αν, π.χ., συμπεριλάβουμε στα συστατικά στοιχεία του κράτους και τους συμβούλους μιας κυβέρνησης, φανερούς ή μυστικούς, ή την αυλή ενός μονάρχη.


Η ενότητα και η συνοχή του κράτους λειτουργούν κυρίως προς τα έξω, στις σχέσεις που έχει με το περιβάλλον του, με τους εξωτερικούς και τους ιθαγενείς εχθρούς του και, γενικότερα, με τους υπηκόους του και με τα άλλα δρώντα υποκείμενα της κοινωνίας. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει αναγκαστικά μιαν απόλυτη εσωτερική σύμπνοια μεταξύ των θεσμών που απαρτίζουν το κράτος ή των προσώπων που το στελεχώνουν. Στο εσωτερικό του υπάρχουν πάντοτε ασυνέχειες, ασυνεννοησίες, διαφωνίες· υποβόσκουν και συχνά ξεσπούν διαμάχες· που οφείλονται όχι μόνο στον υδροκεφαλισμό και στη δυσκινησία του μηχανισμού αλλά και στον αδιάκοπο ανταγωνισμό για την εσωτερική ανακατανομή των εξουσιών. Αλλά προς τα έξω, η ενότητα και η συνοχή παραμένουν πάντα σε ενέργεια ή σε εγρήγορση· ιδίως σε σημαντικά θέματα, όσα απειλούν την κρατική εξουσία.


Ενότητα και συνοχή, κυρίως προς τα έξω· οι ιδιότητες αυτές στηρίζονται στα άτομα που υπηρετούν το κράτος και στους θεσμούς που το συναποτελούν· είτε ατομικώς «σκέφτονται» και ενεργούν είτε συλλογικώς.


Δεν είναι μόνο το ότι εξαρτώνται οικονομικά από το κράτος και υπόκεινται στην ιεραρχία του και στις πειθαρχικές δικαιοδοσίες του. Η σχέση που έχουν με τον αυθέντη και εργοδότη τους δεν είναι απλώς και μόνο υπαλληλική και γραφειοκρατική· είναι πολυπλοκότερη και πολύ ευρύτερη. Ο ίδιος ο λόγος της ύπαρξής τους είναι άρρηκτα δεμένος με την ύπαρξη του κράτους. Ο κυριότερος σκοπός τους δεν είναι να εισπράξουν την αμοιβή τους ή να κάνουν απλώς τη δουλειά που τους ανέθεσε το κράτος-εργοδότης. Είναι να υπηρετήσουν τα δικά του συμφέροντα σε συνδυασμό με τα δικά τους, να το συντηρήσουν, να διατηρήσουν και να επαυξήσουν την ισχύ του παράλληλα με τη δική τους. Επειδή και η δική τους ισχύς, τα δικά τους συμφέροντα και οι επιδιώξεις τους εξαρτώνται από την κρατική εξουσία· με την οποία άλλωστε ταυτίζεται η ιδεολογία τους, όταν πρόκειται για άτομα. Και η ιδεολογία του κρατικού οργάνου ωθεί τελικά τα άτομα αυτά να αισθάνονται ένα με το κράτος· ασχέτως αν το χρησιμοποιούν προς ίδιον όφελος, αν το εκμεταλλεύονται, ακόμη και αν το καταδολιεύουν ή το κατακλέβουν· ή, μάλλον, γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους.


Στις ρίζες της ιδεολογίας αυτής, στις ρίζες της ενότητας και της συνοχής του κράτους, υπάρχει και μια ειδική λογική. Οι Γάλλοι, χρησιμοποιούν ένα σχετικό όρο: raison d’ etat, επίσης ανθρωπομορφικού περιεχομένου. Η λέξη raison, δυσμετάφραστη, παραπέμπει, πλαγίως, και στη λογική του δημοσίου συμφέροντος. Αυτό μπορεί να μας φανεί βεβαίως και ως ένα είδος ευφημισμού: στη λογική του κράτους εμπεριέχεται ο παραλογισμός ­ ιδέα που κυοφορείται ήδη στην κοσμογονική μυθολογία και κρυσταλλώνεται στις παγερές σελίδες του Κάφκα. Αλλά ο παραλογισμός δεν αποκλείει εξ ορισμού την ενότητα και τη συνοχή: η παρανοϊκή σκέψη μπορεί κάλλιστα να είναι, μέσα στο δικό της περίκλειστο κόσμο, ενιαία και συνεκτική.


Για να ανακεφαλαιώσουμε: το κράτος λειτουργεί όντως με ένα δικό του, αυτόνομο τρόπο· έχει ένα υψηλό βαθμό ενότητας και συνοχής· είναι κάτι παραπάνω από ένα τυχαίο συνάθροισμα θεσμών, γραφειοκρατικών οργανισμών και ατόμων που ασκούν εξουσία· και τείνει να αυτοσυντηρείται και να αυτοενισχύεται διαρκώς. Με άλλα λόγια, το κράτος έχει εκ των πραγμάτων μια δική του προσωπικότητα· ένα δικό του λόγο ύπαρξης· είναι όντως ένας δρων οργανισμός, ένα υποκείμενο της ιστορίας.


Είχαμε πει ωστόσο ότι αυτή η αντίληψη του κράτους ναι μεν είναι σωστή, είναι όμως ανεπαρκής. Το κράτος έχει και άλλες μορφές. Τη δεύτερη από αυτές, το κράτος ως σύστημα σχέσεων, θα εξετάσουμε σε επόμενη επιφυλλίδα.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.